_ Καλησπέρα σας. Να συστηθώ. Λέγομαι ο Χρήστος Άχρηστος. Δεν ξέρω γιατί είχε αυτό το επώνυμο ο πατέρας μου, όμως δεν υπήρξε άχρηστος από την στιγμή που απέδειξε πως είναι πραγματικός άντρας κάνοντας εμένα με την μητέρα μου σαν αποτέλεσμα της δημιουργίας μιας επαφής μεταξύ τους. Στο σχολείο δεν έκανα παρέα με κανένα και δεν έπαιζα με κανένα, όχι γιατί ήμουν διαφορετικός από τους συμμαθητές μου, αλλά αυτοί. Ό,τι δημιουργικά έφτιαχναν μέσα από τα παιχνίδια ή τις ζωγραφιές τους με άθελες κινήσεις μου τους τα διέλυα. Όλοι με αποκαλούσαν άχρηστο και μου έδωσαν αυτό το παρατσούκλι στο τέλος, όμως εγώ καμάρωνα γιατί δικαίωνε το επώνυμο του πατέρα μου. Βασικά το είχα παράπονο μέσα μου σαν κατάλοιπο που έμενα πάντα στο περιθώριο. Είχα ένα σκοπό όμως. Όταν θα μεγάλωνα θα τους αποδείκνυα πως μπορώ να κάνω και να προσφέρω τα καλύτερα σε αυτό τον κόσμο και όλα ξεκίνησαν όταν η γιαγιά μου χάρισε ένα βιβλίο με τον τίτλο «καινή διαθήκη». Χάρηκα πολύ για το δώρο της και άρχισα να το διαβάζω περιμένοντας πως θα μου άφηνε την περιουσία της σε μένα. Είχε πολλές σελίδες η διαθήκη της και μάλιστα δεν ήταν καθόλου κενή. Βρε πόσα ονόματα είχε αυτή η διαθήκη; Απορώ πως η γιαγιά μου, ενώ ήταν μοναχή στη ζωή, είχε τόσους φίλους. Δεν έμαθα από αυτή τη διαθήκη ποτέ σε ποιο μοναστήρι ήταν μοναχή και πρέπει να μου έλεγε ψέματα. Μάλλον μονάχη θα ήταν στη ζωή και θα είχε σαλέψει. Διαβάζοντας τη διαθήκη που μου χάρισε, για μένα ξεχώρισε ένας ονόματι Χριστός που είχε και 12 φιλαράκια. Όλοι είχαν κοινό όνομα αλλά διαφορετικό επώνυμο. Ο Απόστολος Παύλος, ο Απόστολος Πέτρος, ο Απόστολος Ιωάννης, ο Απόστολος Ματθαίος, αλλά να μην σας κουράζω με τα επώνυμα τους γιατί όλοι είχαν το ίδιο όνομα. Δεν ξέρω, αλλά μου άρεσε ο «μυστικός δείπνος». Έκρυβε κάτι μυστηριώδες και κατασκοπικό και πάντα μου άρεσαν οι μυστικοί πράκτορες και τα μυστικά τους. Καθηλώθηκα με τον Χριστό, κατάλαβα πως τον πρόδωσε ένα κολλητάρι του ο Ιούδας που ήταν γκομενιάρης και φιλούσε υπέροχα, και αποφάσισα να ζήσω το ρόλο του έμπρακτα και να συνεχίσω το έργο που άφησε ημιτελές. Αλήθεια, τι παρήγγειλαν άραγε σε αυτό τον μυστικό δείπνο; Χταποδάκι, καλαμαράκια, σαλάτες και μεζεδάκια για ούζο ή κρεατικά με κολοκυθάκια, μελιτζάνες, χωριάτικη σαλάτα, σαγανάκι και τα συναφή; Τι ήπιαν άραγε; Μπύρες ή κρασί; Δίλημμα για μένα. Μέσα μου είπα πως ο Χριστός και εγώ ο Χρήστος θα γίνουμε ένα, με σκοπό να μεταδώσει τις αλήθειες που δεν μπόρεσε να μεταδώσει η καινή διαθήκη. Έκανα πολλές παρέες και όποιος λεγόταν Απόστολος τον έκανα κολλητό μου. Σε επτά χρόνια είχα μαζέψει έντεκα Απόστολους με διαφορετικά επώνυμα από τους άλλους του Χριστού, αλλά δεν μπόρεσα να τους κάνω δώδεκα ούτε μετά από τρία χρόνια και κόντευα να σκάσω ώσπου μια μέρα γνώρισα ένα ιεραπόστολο. Αυτό ήταν. Συμπληρώθηκε το καρέ. Γίναμε όλοι κολλητοί και αισθανόμουν περήφανος όταν ο ένας Απόστολος γνώριζε τον άλλο Απόστολο και όταν φώναζα «Απόστολε» όλοι γύριζαν και με κοιτούσαν. Αισθανόμουν μέσα μου πως ο Χριστός και εγώ σαν Χρήστος θα συνέχιζα την ιστορία από την καινή διαθήκη και θα έδινα μια συνέχεια που δεν έμαθε ποτέ η ανθρωπότητα μέσα από αυτό το μυστικό δείπνο, καθώς τι προέκυψε και έγιναν αυτές οι μυστικές συνομωσίες μεταξύ τους. Αντάρτες θα ήταν που θα ήθελαν να ρίξουν την τότε κυβέρνηση που τους καταδυνάστευε και είμαι σίγουρος για αυτό. Οπλίστηκα με τόλμη και το αποφάσισα μέσα μου. Θα τους καλούσα όλους σε δείπνο και μάλιστα μυστικό και το έπραξα. Τους κάλεσα όλους στου Αποστόλη το κουτούκι για αυτό τον μυστικό δείπνο μας. Θα τους κέρναγα εγώ γιατί πάντα ήμουν «απλοχέρης» και το ξέρω μέσα από όσα έχω πράξει. Έχω φάει κάτι χαστούκια από το Κατινάκι και το Μαρικάκι άλλο πράγμα λέμε, αλλά δεν έφταιγα εγώ. Μου έλεγαν πως μούδιασε ο κώλος τους στα βράχια μαζί μου που πηγαίναμε για ραντεβού και όταν τους έβαζα χέρι για να κάνω μαλάξεις στον κώλο τους να ξεμουδιάσουν πάντα καλοπροαίρετα, με χαστούκιζαν και δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω γιατί με παρεξηγούσαν μέσα από τις αθώες, έντιμες, καλές προθέσεις και πράξεις μου απέναντι τους. Στο θέμα μας όμως. Βρεθήκαμε οι έντεκα Απόστολοι και ο ιεραπόστολος στου Αποστόλη το κουτούκι. Ήμουν χαρούμενος πραγματικά όπως και όλοι τους διαπιστώνοντας το μέσα από τα χαμόγελά τους. Κάθισα στην μέση του τραπεζιού και αισθανόμουν σαν τον Χριστό. Επιτέλους θα έλυνα το μυστήριο και το τι έφαγαν εκείνο το βράδυ μεταξύ τους οι Απόστολοι του Χριστού. Όλοι κοιτάζουν τον κατάλογο και μελετάνε τι θα πάρουν να φάνε γεμάτοι χαμόγελα και όρεξη. Και πως και μου κόβει εμένα, και σκέφτηκα μέσα μου. «Λες να φάνε τον άμπακα και να μη με φτάσουν τα λεφτά; Ψάχνω για το πορτοφόλι μου αλλά δεν το βρίσκω. Ξαναψάχνω αλλά τίποτα. Το έχασα ή το ξέχασα. Πω πω… Ρεζίλι θα γίνω, αλλά θα τους το πω».
_ Απόστολε, Απόστολε, Απόστολοι και ιεραπόστολε έχασα το πορτοφόλι μου. Ας τα πληρώσετε εσείς απόψε και αύριο θα σας επιστρέψω τα λεφτά σας. Συγνώμη και…
Ο εκ δεξιών μου Απόστολος με διακόπτει απότομα και γυρίζει με νεύρα λέγοντας μου.
_ Τι λες ρε Χρήστο; Πλάκα κάνεις; Είπες πως θα κεράσεις και θα κεράσεις! Σιγά να μην πληρώσουμε εμείς! Εσύ μας κάλεσες, εσύ θα πληρώσεις. Τράκες δεν σηκώνω! Σε κάλεσα ποτέ να σε κεράσω έξω και δεν πλήρωσα;
_ Δίκιο έχεις Απόστολε. Δεν με κάλεσες ποτέ και δεν πλήρωσες επομένως. Απόστολε εξ’ αριστερών μου θα μπορούσες να πληρώσεις εσύ και να στα δώσω τα λεφτά αύριο;
_ Μα τι λες Χρήστο Άχρηστε; Τι ξευτίλα είναι αυτή απόψε; Σε ακολουθούμε γιατί είσαι μπεσαλής και πάντα κερνάς απλόχερα. Πού την πας την δουλειά; Εσύ μας κάλεσες, εσύ και θα μας κεράσεις! Αν όχι φεύγουμε όλοι! Άκου έχασε το πορτοφόλι του! Λυπάμαι, και αποχωρώ. Ντροπή σου! Φτου σου!
Όλοι άρχισαν να αποχωρούν με μισητό βλέμμα απέναντι μου και έμεινα μόνος μου. Δεν τους κράτησα κακία γιατί ίσως είχαν δίκιο, αφού και οι δώδεκα συμφώνησαν πως είμαι ανάξιος για την παρέα τους. Τα έχασα όλα. Δεν θα μάθω ποτέ τι παρήγγειλαν στο «μυστικό δείπνο» οι δώδεκα Απόστολοι, όμως έμαθα κάτι. Αν τον Χριστό τον πρόδωσε μόνο ο Ιούδας, εμένα με πρόδωσαν οι έντεκα Απόστολοι και ο ιεραπόστολος. Από «μυστικός δείπνος» κατέληξε «νηστικός». Δεν θα μάθω ποτέ τι έφαγαν εκείνο το βράδυ οι δώδεκα Απόστολοι με τον Χριστό, επίσης ως το τέλος της «καινής διαθήκης» που διάβαζα, διαπίστωσα πως υπήρξε πραγματικά «κενή». Τελικά η γιαγιά μου δεν μου άφηνε τίποτα από την διαθήκη της, έμεινα μόνος και ντρέπομαι. Τα έχασα όλα γιατί με πρόδωσε το πορτοφόλι μου. Τι θα πω στον Αποστόλη τον καταστηματάρχη; Ξεφτιλίστηκα στα μάτια του. Όλοι οι πελάτες του καταστήματος με κοιτάνε με απορία και δείχνουν μέσα από την έκφραση τους να με λυπούνται αλλά συνεχίζουν να τρώνε και να γελάνε μεταξύ τους με αυτό το αποψινό επεισόδιο. Κλείνω τα μάτια και βάζω τα χέρια μου στο πρόσωπο μου να μην βλέπω τίποτα και κανένα. Θέλω τον δικό μου κόσμο και απόψε. Μια φωνή αποσπά την προσοχή μου μέσα από τις υγρές παλάμες και τα κόκκινα μάτια μου.
_ Φιλαράκο κερνάω αληθινό κόκκινο κρασί. Να συστηθώ. Απόστολος. Το κουτό κουτούκι της σκέψης μου σε κερνάει. Είσαι μάγκας. Του Αποστόλη το κουτούκι τα παίρνει από τα φραγκάτα κορόιδα της ζωής και κερνάει τους αληθινούς ανθρώπους. Μαγδαληνή, πιάσε μια ποικιλία από κρέατα και πρασινάδα από σαλάτα. Απόψε είναι ένας «κύριος μεθ’ημών». Στην υγειά σου Χρήστο.
_
γράφει ο Γιάννης Καλαϊτζάκης
Παιχνίδι με τις λέξεις…τα ονόματα…και τα γεγονότα στη διασταυρωση του χιούμορ με την έμπνευση… !!!!
Μπράβο!
καλησπέρα Χρυσούλα Πλοκαμάη… με τιμά το σχόλιο σου…)
πω πω!… Πλοκαμάκη ήθελα να γράψω αλλά… μυαλό γιοκ… ποτέ δεν ελέγχω τη γραφή μου… )
Περιττό να σου πω ότι ΔΕΝ το πρόσεξα πως έλειπε το ‘Κ’ και παραξενεύτηκα με την επανάληψη του ονόματός μου στο σχόλιό σου…
Όσο για το αν ελέγχουμε τη γραφή μας… να ξέρεις πως πολλές φορές πάνω στον ενθουσιασμό να αποστείλουμε το σχόλιο συμβαίνουν και οι μικροπαραλείψεις…
Να σαι καλά Γιάννη!