–
γράφει η Λεύκη Σαραντινού
–
Την ιστορία του βιβλίου από την αρχαιότητα έως σήμερα, ιδίως όμως κατά τα αρχαία χρόνια, μας αφηγείται η Ισπανίδα διδάκτωρ της Κλασικής Φιλολογίας Ιρένε Βαγέχο. Έχοντας η ίδια, εκτός από πάμπολλες γνώσεις στον τομέα της, μεγάλη αγάπη στο διάβασμα και στο βιβλίο, η Βαγέχο μας ταξιδεύει σε άλλες εποχές, τότε που τα βιβλία δεν ήταν τόσο εύχρηστα και διαδεδομένα όσο σήμερα που εκδίδονται καθημερινά εκατοντάδες τίτλοι σε μία μονάχα ημέρα.
Παρ’ όλη την επιστημονική της ιδιότητα, η Βαγέχο επιλέγει ένα μυθιστορηματικό στυλ αφήγησης το οποίο κάνει το βιβλίο αυτό να μοιάζει περισσότερο με μυθιστορία για τις περιπέτειες του βιβλίου- αν εξαιρέσει κανείς βέβαια το γεγονός ότι όλα όσα μας λέει τεκμηριώνονται επιστημονικά και είναι πραγματικά συμβάντα- παρά με αυστηρό επιστημονικό σύγγραμμα. Και αυτός ακριβώς είναι, προφανώς, ο λόγος για τη μεγάλη επιτυχία του βιβλίου της.
Μεγάλο μέρος του πονήματός της είναι αφιερωμένο από τη μετάβαση στο βιβλίο από την προγενέστερη προφορική κοινωνία της αρχαιότητας, εκείνη δηλαδή των περιπλανώμενων αοιδών και των ραψωδών που απήγγελαν προφορικά τα ομηρικά έπη.
Εν συνεχεία η συγγραφέας ασχολείται ενδελεχώς με την πρώτη παγκοσμιοποίηση που έλαβε χώρα την εποχή που ακολούθησε τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Συγκεκριμένα, αφιερώνει μεγάλο μέρος του βιβλίου στην Αλεξάνδρεια και την περίφημη Βιβλιοθήκη της, τον τρόπο λειτουργίας της και το μυστήριο που συνδέθηκε με την καταστροφή της.
Πέρα από αυτά, τα υλικά γραφής αποτελούν ένα από τα κεντρικά θέματα του βιβλίου. Ο πάπυρος, η περγαμηνή και τα άλλα υλικά γραφή του αρχαίου κόσμου: οι κερωμένες πινακίδες, το ξύλο, οι πέτρες, οι πήλινες πλάκες κ.α. Στο χαρτί παρ’ όλο που γίνεται αναφορά, δεν αφιερώνεται μεγάλο μέρος του βιβλίου, αφού αυτό επικράτησε ως υλικό γραφής μονάχα μετά τον ένατο μεταχριστιανικό αιώνα.
Η Βαγέχο δεν ακολουθεί μία αυστηρή χρονολογική σειρά στην αφήγηση των γεγονότων. Παρ’ όλα αυτά ασχολείται πρώτα με το βιβλίο στην ομηρική, την αρχαϊκή και την κλασική Ελλάδα και κατόπιν με το βιβλίο στα ελληνιστικά και τα ρωμαϊκά χρόνια. Επιπλέον ενσωματώνει στη διήγησή της πολλές βιβλιογραφικές αναφορές σε μεγάλα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όπως π.χ. το Όνομα του Ρόδου, το Φαρενάιτ 451 κ.α. Επίσης αναφέρεται και σε προσωπικές της εμπειρίες σε ό,τι αφορά τον κόσμο του βιβλίου και της λογοτεχνίας. Έτσι ο αναγνώστης ξεφεύγει από το αυστηρό ιστορικό πλαίσιο και αισθάνεται οικειότητα με τη συγγραφέα και με τα λεγόμενά της.
Πέρα από τα παραπάνω, η Βαγέχο μας μιλάει στο πόνημά της και για τα σχολεία και τα βιβλιοπωλεία της αρχαιότητας, για τα ειλητάρια και τους πρώτους κώδικες, για τη λησμονημένη δράση των γυναικών σε ό,τι αφορά τα βιβλία, για τις καύσεις των βιβλίων και για τη λογοκρισία. Και εν τέλει, συμπεραίνει ότι τα βιβλία πάνω απ’ όλα μεταφέρουν ιδέες που αντέχουν στον χρόνο. Γι’ αυτό και δεν συμμερίζεται την άποψη ορισμένων απαισιόδοξων ότι τα βιβλία στην ηλεκτρονική εποχή που ζούμε θα αποτελέσουν σύντομα παρελθόν.
Ο «Πάπυρος», εν κατακλείδι, είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί αφού θα εκπλήξει τον αναγνώστη με πολλά από τα γραφόμενά του και θα τον μυήσει στην ιστορία του βιβλίου με τρόπο ευχάριστο και διασκεδαστικό.
0 Σχόλια