Ως εδώ, δεν έχει παραπέρα! Τι κι αν περπάτησα χιλιόμετρα, την ποθητή ελευθερία δεν συνάντησα ή δεν θα συναντήσω ποτέ. Οι πατούσες μου! Άντεξαν πιο πολύ από τα παπούτσια, δεύτερο εγχείρημα, τι να σκεφτώ!
Σηκώνω τα χέρια, θέλω να ακουμπήσω στα σύρματα, να τεντωθώ και να γαντζωθώ κι ύστερα να δώσω μια και να φύγω, να φύγω μην έρθει πάλι η φρουρά και με μαζέψει γιατί θα με πετάξουν, αγανακτισμένοι κι αυτοί, σε κάνα μπουντρούμι για να αφήσω εκεί ό, τι κουβαλάω ακόμη σε τούτη τη ζωή, την ανάσα μου, την τελευταία μου ανάσα!
Κι αυτά τα χέρια μου, τι δεν έχουν κάνει για να ζήσουν μια φαμελιά ορφανή. Αν έχεις την τύχη και είσαι ο μεγαλύτερος αναλαμβάνεις, δίχως άλλο, την προστασία των αδύναμων. Στέναζαν οι γέροι όταν περνούσα απ’ το στενό μονοπάτι κατάκοπος από τη δουλειά και μουρμούριζαν: πόσο να αντέξεις, τόσα στόματα περιμένουν! Και δεν άντεξα, μετά από σκληρή μάχη με την ελεεινή καθημερινότητα που δε μου έδινε παρά μόνο το χάδι της μάνας, κάτι σαν ευχαριστώ, αμίλητη κυριολεκτικά και κωφή! Στο στόμα μου έφτανε πολλές φορές η αγανάκτηση! Τι τα’ θελες ρε πατέρα τα παιδιά, ποιος θα τα μιλούσε, ποιος θα άκουγε το κλάμα τους!
Εδώ που έφτασα, όχι δεν γυρίζω πίσω. Θα ακολουθήσω την καρδιά μου, που ξαφνικά αγάπησε τα ξένα, πιο πολύ από την πατρίδα. Ποια πατρίδα! Συμπαραστάτισσα τώρα στον αγώνα μου για λευτεριά. Μπροστά μου θολώνει το τοπίο, σκοτεινιάζει άλλη μια φορά ο ορίζοντας . Ανοίγω το μπουφάν μου και απλώνω την παλάμη μου στην καρδιά μου. Χτυπάει κανονικά χωρίς αρρυθμίες, χωρίς τα παλιά γνώριμα φτερουγίσματα, σα να με παρακινεί να προχωρήσω αλλά πού;
Θα πλησιάσω το αγκαθωτό συρματόπλεγμα, πόσα τέτοια έχω περάσει ως τώρα, με προσοχή, γιατί εκτός από αποτρεπτικό ίσως είναι και ηλεκτροφόρο. Να, ο Θεός μου έστειλε σημάδι. Από πού ξεφύτρωσες αθώο προβατάκι και χώνεσαι μέσα στ’ ατσαλένια αγκάθια; Σκαλώνει το μαλλί σου, πάνω-κάτω πασχίζεις να ξεφύγεις, μάταια. Θα σε βοηθήσω γιατί κι εσύ με βοηθάς, με τον τρόπο σου να δραπετεύσω από τούτο το περίπλοκο πλέγμα. Πόσες κορφές θα πρέπει ν’ ανεβώ και να κατεβώ κι οι πατούσες μου πόσο ν’ αντέξουν.
«Σαν το θέλει ο θεός ζεις, όλα είναι γραμμένα πότε και πώς θα συμβούν». Δεν σε πίστευα τότε πατέρα μα τώρα ναι κάτι, κάπου πάω να σε δικαιολογήσω! Γιατί πώς αλλιώς να εξηγήσω την εξεύρεση λύσης για το περπάτημά μου. Άκουσα μια φωνή, δεν καταλάβαινα τι έλεγε, βέλαζε και το ζωντανό σαν σε ανταπόκριση. Η φωνή όλο και ζύγωνε και το πρόβατο βέλαζε τώρα ασταμάτητα. Το αφεντικό σου, είπα. Ένας βοσκός ήρθε να το περιμαζέψει. Με είδε ξυπόλυτο και βάλθηκε να μου εξασφαλίσει παπούτσια. Έβγαλε τα δικά του και μου έγνεψε να τα φορέσω. Κι εσύ, του είπα στη γλώσσα μου; Μου έδωσε να καταλάβω ότι πολύ κοντά είχε τη στάνη και θα έβαζε άλλα.
Άφησα πίσω μου το συρματόπλεγμα, το αγκαθωτό, ατσάλινο συρματόπλεγμα για να περπατήσω άλλη μια νύχτα και να βρεθώ μπροστά σε ένα άλλο φράχτη από πολλά κουλουριασμένα συρματοπλέγματα. Αυτά είναι ηλεκτροφόρα δεν υπάρχει αμφιβολία. Την πρώτη φορά δεν υπήρχε αυτός ο φράχτης! Ακούστε, φράχτης που φράζει το πέρασμα στους ανθρώπους, που θέλουν να περάσουν τα σύνορα και να βρουν διέξοδο σε ένα ελεύθερο κράτος!
Κοιτάζω τη φωτογραφία, δεν ξέρω πώς -τα γραμμένα ίσως-βρέθηκε μπροστά μου! Τι να σκεφτώ, έχω ελευθερία, έχω κάνει οικογένεια αλλά όσα έζησα, όσα έχασα, όσα άφησα πίσω δεν με αφήνουν να απολαύσω το σήμερα.
Αυτή τη φωτογραφία, θα παρακαλέσω να μου τη στείλει ο διευθυντής του περιοδικού, γιατί θέλω να τη βλέπω συνέχεια. Αν είχε κι ένα πρόβατο!
Η καρδιά μου, ακόμη μου είναι πιστή και μου δίνει τη σωστή πορεία !Χαλάλι το ποδοκόπι! Την ακολουθώ!
_
γράφει η Άννα Δεληγιάννη Τσιουλπά
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
Ίσως τελικά ο μόνος τρόπος για να τρέξεις τα χιλιόμετρα είναι μόνο μια πιστή καρδιά…. έτσι… χωρίς προπόνηση, χωρίς παπούτσια…. ούτε καν με ένα μπουκαλάκι νερό για το δρόμο….
Αγώνας δρόμου
Είναι η ζωή μας
αγώνας δρόμου
με άγνωστο προορισμό
που καλούμαστε
να τρέξουμε σχεδόν
χωρίς προπόνηση
Υπάρχει βέβαια
κι η συνείδηση
που μοιάζει
να συσσωρεύει
όλη την προαιώνια
εμπειρία
του ατελέσφορου
Υπομονή
βαθιές ανάσες
και παρατήρηση
βήμα-βήμα
κτίζουμε αυτοπεποίθηση
για να διαβούμε
τον κακοτράχαλο δρόμο
Μόνο να μη
παρασυρθούμε
στους
εξοντωτικούς
ρυθμούς
της ταχύτητας
θελκτικοί
στα εφηβικά οράματα
που πάντα μας κατακλύζουν
Κι όταν τελειώνει
ο αέρας
κι ανεβαίνουν οι σφυγμοί
τι μας κρατάει άραγε
και συνεχίζουμε
τον μύθο
της μάταιης πορείας;
Έλτων
Από το ‘Ημερολόγιο του Μαΐου’