Αλέξανδρος Μολφέσης
Εκδόσεις ΔΙΑΝΟΙΑ
–
γράφει η Βάλια Καραμάνου
–
«Και ξαφνικά ανοίγω τα μάτια»
Κάπως έτσι, με αφοπλιστική απλότητα και ευθύτητα αρχίζει να ξεδιπλώνεται η αφήγηση με μια συνάντηση πολυπόθητη και αγωνιώδη, μετά από μεγάλη και επώδυνη απουσία. Ο 63χρονος πατέρας επιτέλους συναντά τον χαμένο γιο του Μόραν σε μια παραλία. Νύχτα, μέσα στην ηρεμία των κυμάτων έτσι απλά βρίσκει ο ένας τον άλλον και κάθονται στα βράχια ατενίζοντας το πέλαγος. Είναι η στιγμή τους, η κατάλληλη ώρα μετά από τόσα χρόνια για «να γνωριστούν ξανά», να δώσουν απαντήσεις σε κάθε επιτακτικό ερώτημα, να εξηγήσουν κάθε αστοχία ή παράλειψη. Μέσα από παλινδρομήσεις – που διόλου τυχαία συνάδουν με τα «παλινδρομικά όνειρα» του τίτλου- στο πρόσφατο και στο βαθύ παρελθόν ξεδιπλώνεται η ιστορία των δύο αντρών μέσα από την μοιραία και δυνατή σχέση τους.
Ο Μόραν είναι ένας νέος εικοσιπέντε ετών, εξαιρετικά ευφυής και ιδιόρρυθμος. Όντας υπεραναλυτικός σε όλη του την ζωή, διανύει μια πορεία μέσα από το προσωπικό του πρίσμα αντίληψης που απέχει αρκετά από την ανεμελιά και την αφέλεια των συνομηλίκων του. Μέσα από τις αναμνήσεις του πατέρα του και την μεταξύ τους συζήτηση ξεδιπλώνονται οι δυσκολίες των πρώτων του χρόνων – «η δυσπραξία», «η διπολική σκέψη», η πρώτη του φοβία- που θα τον οδηγήσουν στην ανάπτυξη ιδεοψυχαναγκαστικών διαταραχών και στην ιδιαιτερότητα του χαρακτήρα του. Ωστόσο, ο Μόραν στην ουσία παραμένει ένα ευαίσθητο αγόρι που ζητά να τον «γνωρίσουν» οι άνθρωποι γύρω του και να τον αποδεχτούν, να τον αγαπήσουν.
Ο πατέρας του αναπολεί κάθε κοινή τους ανάμνηση νιώθοντας νοσταλγία, τρυφερότητα, αλλά παράλληλα συνειδητοποιεί πόσο λίγο γνωρίζει τον νεαρό άντρα απέναντί του. Από τα μάτια του αναγνώστη περνούν τα επεισόδια του star trek, που παρακολουθούσαν παλιά με μανία, τα παιχνίδια στην άμμο της Κρήτης κατά τις καλοκαιρινές τους διακοπές και πολλές άλλες λεπτομέρειες που αποκτούν νέα διάσταση καθώς αποσύρονται από την λήθη. Τι περίεργο! Για λίγο η ήρεμη άγνωστη παραλία της συνάντησής τους έγινε εκείνη η παραλία της Κρήτης, όπου πατέρας και γιος έθαψαν στην άμμο έναν μικρό θησαυρό, μια πλαστική φιγούρα υπερήρωα που τους ένωσε για πάντα. Όχι όμως με τον τρόπο που ο καθένας τους προσδοκούσε.
Για τον Μόραν ανέκαθεν οι απλές ανακρίβειες αποκτούσαν την οδυνηρή διάσταση του ψέματος, της προδοσίας. Η τελειομανία του και η μυστικοπάθειά του τον έκαναν να διατηρεί κρυφές πολλές πτυχές της προσωπικότητάς του που στο αφηγηματικό παρόν αποκαλύπτονται στον έκπληκτο πατέρα του. Ο έρωτας για παράδειγμα με την Τζέιν και η μακροχρόνια σχέση τους, τα ανεκπλήρωτα αισθήματά του για την Τζούλια, όλα του τα πάθη σφραγίζονταν από την ματαίωση. Ο Μόραν δεν έπαψε ποτέ να αισθάνεται λίγος, ανεπαρκής ν’ αγαπηθεί, να θεωρηθεί άξιος αποδοχής, παρά τις σπουδές του στο Φυσικό και το μετέπειτα μεταπτυχιακό του στο εξωτερικό. Ο Μόραν παραμένει ένας «άγνωστος» για την οικογένειά του και μόνο μετά την εξαφάνισή του, τα «ίχνη» του (τα ποιήματά του, οι σημειώσεις του) δίνουν στοιχεία της πραγματικής ύπαρξής του σε όσους δεν παύουν να τον αναζητούν. «Είμαι φτιαγμένος από χαρτί» δηλώνει σπαρακτικά ο ίδιος σε έναν στίχο του.
Από την άλλη πλευρά αυτού του διπόλου, ο πατέρας παλινδρομεί χαμένος στα όνειρά του, στους εφιάλτες του που σχετίζονται κατά κόρον με την εξαφάνιση του Μόραν, τον φόβο μήπως ο νέος βλάψει τον εαυτό του. Και όλα αυτά κουβαλώντας την αφόρητη πατρική ενοχή, τις τύψεις για τα γονεϊκά αμαρτήματα, που τον εμπόδισαν να βρεθεί δίπλα στον γιο του όταν εκείνος τον χρειαζόταν περισσότερο. Η κατάθλιψη, το εσωτερικό κενό της απώλειας ξεδιπλώνονται μέσα από τις αναμνήσεις, τις συνεδρίες με τον ψυχολόγο, τον διάλογο με τον χαμένο γιο του, ενώ ο αφηγητής ταυτίζεται με την αγωνία του πατέρα που βιώνει τον μεγαλύτερο εφιάλτη του.
Ο διάλογος αυτός που λαμβάνει χώρα σε μια άγνωστη παραλία την νύχτα απλώνεται σε δεκαεννιά πράξεις, σε μικρά έντιτλα κεφάλαια διανθισμένα με στίχους (από τα ποιήματα του Ρωμανού, στον οποίο είναι αφιερωμένο το βιβλίο), τραγούδια, μουσικές και αποσπάσματα από το έργο του Ίταλο Καλβίνο ή του Καζαντζάκη, ενώ υπάρχουν και οι σχετικές εικόνες. Η γραφή λυρική, απλή διαθέτει θεατρική και μουσική χροιά, καθώς ο αναγνώστης γλιστρά στην δίνη των παλινδρομικών ονείρων ταυτιζόμενος πότε με τον πατέρα και πότε με τον γιο.
«Ashes to ashes» καταλήγει ο συγγραφέας αποκαλύπτοντας το σπαρακτικό μυστικό αυτής της τρυφερής συνάντησης πατέρα και γιου στον δικό τους μυστικό τόπο. Μέσα από τους κανόνες της κβαντικής Φυσικής, την Θεωρία των Χορδών και τόσα άλλα θαυμαστά ο αναγνώστης συνειδητοποιεί πως η αγάπη μπορεί να οδηγήσει σε κάθε υπέρβαση προκειμένου δυο άνθρωποι να γνωριστούν ξανά και ξανά. Πως θα μπορούσε να πτοηθεί άλλωστε ένας πατέρας ώστε να φτάσει ως την άκρη του κόσμου προκειμένου να συναντήσει το δικό του χαμένο παιδί; Εκεί στο έσχατο σημείο, όπου ο χώρος και ο χρόνος κυρτώνονται και δεν γνωρίζουν όρια.
Χάνονται οι άνθρωποι; Όχι, είναι η απάντηση του συγγραφέα. Όχι, όταν θέλουν να τους βρουν εκείνοι που τους αγάπησαν. Το μόνο που έχει να κάνει κανείς είναι να «ανοίξει τα μάτια» και επιτέλους να «δει», να «γνωρίσει ξανά» παλινδρομώντας σε μια νέα αρχή εκείνον που με τόση αγωνία ψάχνει.
0 Σχόλια