Μια ψεύτικη παντρειά, μια μαργιόλα αγάπη
κι όλοι τριγύρω στοιχημάτιζαν με το κιλό το κουφέτο.
Να πατώ το νυφικό εγώ,
να σκίζονται τα τούλια –να με φτιασιδώνει η μάνα μου.
Να ξεσφίγγεις τη γραβάτα σου εσύ,
να ’ναι ιδρωμένο το στέρνο –να σου κάνει αέρα με την βεντάλια η θειά σου.
Κόκκινα, στραπατσαρισμένα κραγιόν γελούσαν
φτηνή λακ βρωμοκόπαγε.
Συνηθισμένη ιστορία.
Μια ψεύτικη παντρειά, μια κατεργάρα αγάπη
κι ο θίασος αποκαμωμένος να προβάρει ατάλαντα την τελευταία ατάκα.
Να μου ’χει σφίξει το στομάχι ο κορσές εμένα,
ν’ αγκομαχάει η μέση δαχτυλίδι –να μου κάνει σκέρτσα ο φωτογράφος να πάρω πόζα,
και να ’χω χαρμανιάσει για τσιγάρο.
Να σου ’χει λαδώσει το μαλλί εσένα,
να ’ναι φουλ στην πιτυρίδα τα πέτα –να σου κάνουν νοήματα οι μάγκες να γελάτε,
και να ’χεις ξάφνου μια στύση μεγαλείο.
Παχιά μεταπολεμικά μουστάκια παραπέρα ρεύονταν,
ορέγονταν το μπούστο της κουμπάρας.
Ξεπατικούρα ιστορία.
Μια ψεύτικη παντρειά, μια πανούργα αγάπη
και πίστα η σκηνή,
σπέρματα ρυζιού και ροδοπέταλα.
Ποτέ δεν υπογράψαμε
και σπάγαν τριγύρω τα κρύσταλλα
κι οι Λιμόζ πορσελάνες των δώρων.
_
γράφει η Βασιλική Σπηλιώτη
Εξαιρετικό!!!!!
Σ’ ευχαριστώ πολύ Αννα μου. Να είσαι καλά.