«Θα πάρουμε το όνειρό μας και θα φύγουμε από. Αυτό είναι το σπίτι μας; Όχι, ήταν και δεν είναι άλλο πια! Τώρα κι εμείς ξένοι είμαστε για την πατρίδα μας. Όχι απλώς ξένοι. Όχι. Είμαστε συνωμότες. Εγκληματίες. Εχθροί..! Ναι, μάλιστα εχθροί τους λέει είμαστε. Εμείς που ποτέ δεν σκεφτήκαμε να κάνουμε κακό σε κανέναν. Εμείς που θέλαμε τα παιδιά μας να μεγαλώσουμε ειρηνικά και με ασφάλεια. Εμείς, που θέλαμε να ζήσουμε αρπάζοντας όσες στιγμές ευτυχίας μπορούσαμε. Όσες αντέχαμε. Δίνοντας μονάχα την καθημερινή μάχη της επιβίωσης. Τώρα πρέπει να συνεχίσουμε αλλού αυτή τη μάχη. Πρέπει να φύγουμε από εδώ. Αύριο κιόλας πρωί πρωί.»
Αυτά είχε πει ο μπαμπάς μου στη μάμα μου. Εκείνη τη νύχτα. Μία νύχτα ήσυχη. Μία νύχτα που η κόλαση ήρθε στο χωριό. Οι σειρήνες δεν πρόλαβαν να ξυπνήσουν πολλούς. Εμένα με έπιασαν σφιχτά δυο χέρια τρεμάμενα. Με έβαλε ο μπαμπάς στην αγκαλιά της μαμάς και αρχίσαμε το τρέξιμο. Τα μεγάλα μου αδέλφια δεν τα είδα. Δεν ξέρω πού πήγαν τί έγιναν. Εγώ νύσταζα. Έξω δεν είδα τον Ήλιο στον ουρανό αν και άρχιζε να φωτίζει. Μόνο φωνές. Πολλές δυνατές φωνές υπήρχαν έξω. Ίσως και κλάματα. Σίγουρα κλάματα.
Στην ανηφόρα μάς πρόλαβε ένας κύριος. Δεν τον είχα ξαναδεί. Είπε στους γονείς μου να σταματήσουνε. Τότε έγινε κάτι παράξενο. Ο μπαμπάς άρχισε να παλεύει μαζί του. Πρώτη φορά έκανε κάτι τέτοιο. Η μαμά έτρεχε πιο γρήγορα από πριν, να φύγουμε μακριά. Μακριά. Μα πριν προλάβουμε να ανέβουμε την ανηφόρα και να στρίψουμε, από την αγκαλιά της μαμάς μου είδα τον άγνωστο κύριο να βγάζει κάτι από τα ρούχα του. Ο θάνατος ήταν. Τον θάνατο πρέπει να έβγαλε γιατί αμέσως ο μπαμπάς μου σήκωσε τα δυο του χέρια ψηλά. Ένας δυνατός κρότος ακούστηκε. Τίποτα άλλο.
Από εκείνο το βράδυ δεν ξαναείδα τον μπαμπά. Κάποια στιγμή κουράστηκε και η μαμά να τρέχει. Με άφησε κάτω. Πρήστηκαν και τα τέσσερα πόδια μας από το περπάτημα. Μα μου υποσχέθηκε πως θα άξιζε. Πως θα φτάναμε στην Ευρώπη. Εκεί οι άνθρωποι είπε πως έχουνε μέχρι και νερό μέσα στα σπίτια τους. Πόσο διψούσα όταν μου το είπε. Ένα άλλο βράδυ. Σε άλλες σειρήνες. Έχασα και τη μαμά.
Και τώρα περπατάω να φύγω για αλλού. Να φτάσω πού δεν ξέρω. Πού είναι η Ευρώπη; Πού είναι το νερό; Πού είναι η μάμα; Πού είναι ο μπαμπάς; Πού είναι η ζωή; Ένας άγνωστος κύριος με πλησιάζει. Κάτι πάει να βγάλει από τα ρούχα του. Ο θάνατος θα είναι. Σηκώνω ψηλά τα χέρια τα σφίγγω και ετοιμάζομαι για τον κρότο. Περιμένω. Δεν έχω κάτι άλλο να κάνω. Δεν θέλω κάτι άλλο να κάνω.
Περιμένω.
_
γράφει ο Σωκράτης Τσελεγκαρίδης
_____
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
Δυνατό…
“Ο θάνατος θα είναι. Σηκώνω ψηλά τα χέρια τα σφίγγω και ετοιμάζομαι για τον κρότο. Περιμένω. Δεν έχω κάτι άλλο να κάνω. Δεν θέλω κάτι άλλο να κάνω.
Περιμένω.”
Συγκλονιστικό! Από τα πιο δυνατά κείμενα που έχω διαβάσει!
Συγχαρητήρια, φίλε μου Σωκράτη!
Σωκράτη η δύναμη της σκέψης σου με έκανε να δακρύσω!!
Τι τραγικές εικόνες;;; Ένιωσα να είμαι κάπου εκεί δίπλα στο πυροβολισμό του σώματος και της ψυχής αυτών των ανθρώπων.
Παραδόθηκα στη φρίκη.. Ανατρίχιασα..