Δέσποινα Διομήδους
Εκδόσεις Ελκυστής
–
γράφει η Βάλια Καραμάνου
–
Πορσελάνινες κούκλες: η ιστορία τριών ανθρώπων συμπυκνωμένη στην διάρκεια έντεκα ετών (από την Ρωσία μέχρι το Λονδίνο) που έχει ως αφετηρία το τέλος παρεμβάλλοντας μικρές χρονικές διαδρομές γύρω από το κομβικό σημείο της ζωής τους: το ταξίδι με τον Υπερσιβηρικό μέχρι το Βλαδιβοστόκ.
Ο Άλεξ, ένας όμορφος νέος που παράτησε την Ιατρική, λόγω της μεγάλης αγάπης προς τον άνθρωπο και στράφηκε προς την μουσική, είναι ο πρώτος επιβάτης του τρένου. Ακολουθούν οι δύο γυναίκες, η Μαργαρίτα και η Περσεφόνη. Δυο γυναίκες προερχόμενες από τελείως διαφορετικά στερεότυπα ζωής που όμως θα συνδεθούν στενά. Η Μαργαρίτα είναι νευροχειρουργός, μητέρα και σύζυγος μέχρι που μια ανίατη ασθένεια της στερεί όλες αυτές τις ιδιότητες. Η Περσεφόνη από την άλλη είναι μια γοητευτική μυστηριώδης γυναίκα που ζει το βράδι ως Λούσι και πανσεξουαλική στρίπερ, ενώ την ημέρα αγαπά να ζωγραφίζει. Και οι δύο είναι πλάσματα διττής φύσεως, όπως η Περσεφόνη που περνά την μισή της ζωή στον Άδη και η Μαργαρίτα μαραίνεται τον χειμώνα για να ζωντανέψει την άνοιξη. Κρύβουν τα παιδικά τους τραύματα και τους φόβους τους είτε πίσω από την εκθαμβωτική γύμνια ή την επαγγελματική και κοινωνική καταξίωση, χωρίς όμως αυτά να παύουν να υπάρχουν. Τελικά ένα καθοριστικό γεγονός θα τις οδηγήσει στην φυγή, μέσω της οποίας παλεύουν να γεμίσουν τα «ραγίσματά» τους. Αλλά και ο Άλεξ αφήνει πίσω του μια οδυνηρή σχέση, έτοιμος να προσφέρει την αγάπη του σε κάτι πρωτόγνωρο γι’ αυτόν και ταυτόχρονα σαρωτικό στην μέχρι τότε ζωή του.
Οι νύχτες και οι μέρες στον Υπερσιβηρικό, αλλά και οι μήνες που θα επακολουθήσουν στο Βλαδιβοστόκ θα ενώσουν μοιραία τους τρεις ήρωες, των οποίων ο δρόμος έχει διασταυρωθεί ήδη στο παρελθόν ακούσια ή εκούσια με κέντρο το κλαμπ «Σοφιστικέ γάτες», την συμβολική βουτιά στις υποσυνείδητες επιθυμίες, στους φόβους και στην αδήριτη ανάγκη της αγάπης και της ελευθερίας. Οι ήρωες διαρκώς φεύγουν, δραπετεύουν από τους μέχρι τότε δεσμούς τους από μια εσωτερική ανάγκη που υπερβαίνει το εγώ και τα θέλω τους για να προστατεύσουν όσους αγαπούν. Το ίδιο κάνει και η Περσεφόνη στην υπόλοιπη ζωή της που γεύεται το μεγαλείο του πραγματικού έρωτα και τις μοιραίες συνέπειές του. Η επιλογή είναι πάντα δύσκολη και επώδυνη προκειμένου να προστατεύσεις αυτό που αγαπάς και να παραμείνεις ελεύθερος από ό,τι σε τραβά πίσω.
Κι όμως όσο και να δραπετεύουν οι ήρωες, οι δεσμοί που δημιουργούνται είναι άρρηκτοι και άχρονοι, όπως το Kinstugi της ιαπωνικής τέχνης. Οτιδήποτε ραγίζει επικαλύπτεται με χρυσό στα σπασμένα σημεία και έτσι μένει στην αιωνιότητα ως ένα νέο έργο τέχνης. Έτσι και οι άνθρωποι «ραγίζουν», συχνά «σπάζουν», αλλά τελικά βρίσκουν το υλικό να επουλώσουν τις πληγές τους, να αγκαλιάσουν την σκοτεινή διττή φύση τους. Ποιο είναι αυτό το υλικό; Η Τέχνη, ο έρωτας, η φιλία, η αποδοχή σε όλες τις εκφάνσεις της.
Η γλώσσα της νουβέλας είναι απλή και η αφήγηση παιχνιδίζει ανάμεσα στο παρόν, στο παρελθόν (το πιο βαθύ έως το πιο πρόσφατο) χωρίς να πλατειάζει με περιττές πληροφορίες. Όλα τα στοιχεία που δίνονται αποτελούν κομμάτια ενός παζλ που ολοκληρώνεται κυκλικά στο τελευταίο κεφάλαιο. Οι ήρωες κατακλύζονται από διττά συναισθήματα ματαίωσης, αυτοθυσίας, πόνου, αλλά και λαγνείας, ποθητής ένωσης με κάθε δυνατό τρόπο που μόνο ένα θνητό και θνησιγενές πλάσμα μπορεί. Η τραγικότητα αυτή ενισχύει την ένταση του κειμένου, εγείρει υπαρξιακά ερωτήματα και θέτει επώδυνα διλήμματα στον αναγνώστη.
Ωστόσο, μια κούκλα ραγισμένη στο κατάστημα του Λονδίνου, χρόνια αργότερα, είναι η απόδειξη πως οι άνθρωποι δεν χάνονται- παρά τις παύσεις μεταξύ τους- και πως οι δεσμοί που αναπτύσσουν είναι τόσο ισχυροί και όμορφοι, όσο ο χρυσός που ενώνει τα σπασμένα κομμάτια ενός αντικειμένου και το μεταμορφώνει με αυτόν τον τρόπο σε κάτι διαφορετικό και ανθεκτικό στον χρόνο και την φθορά.
0 Σχόλια