Θυμάμαι. Χτυπούσαν οι καμπάνες αργόσχολα. Κι εγώ είχα μόλις αποκτήσει έναν πράσινο παπαγάλο. Αγκιστρωνόταν στο δείχτη του δεξιού μου χεριού και έφερνα το ράμφος του κοντά στη μύτη μου. Και του μιλούσα. Του έλεγα μια ίδια δισύλλαβη λέξη σε επανάληψη, μέχρι που την βαρέθηκα κι εγώ να την ακούω. Αλλά ο πράσινος παπαγάλος μου καταλάβαινε όλη τη λέξη, μαζί μετά παρελκόμενά της, αν κι εγώ τα αποτίναξα όπως εκείνοι οι αγρότες που βγαίνουν από τα χωράφια που ήταν γεμάτα τριβόλια.
Οι καμπάνες συνέχιζαν να χτυπούν. Οχτώ δευτερόλεπτα και ύστερα πάλι δύο χτυπήματα. Είχα απορροφηθεί στην εκπαίδευση του παπαγάλου, όταν χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού μου. Ποιος άραγε με ζητά, μετά από καιρούς, που είχα στήσει τον ιστό μου στην ποιο ψηλή γωνία του σπιτιού; Και η αράχνη επεξεργαζόταν στην πολυτέλειά της το υφαντό της κι εγώ κατέληγα να μπλεχτώ εκεί σαν το τέλειο θήραμά της. Η τέχνη μου λιγόστευε σε πλεκτό και η ζωή μου βυθιζόταν στο λάδι.
“Βοήθεια σου”, διέταξε η σπιτονοικοκυρά, όταν άνοιξα την πόρτα. Άνοιγα την πόρτα αυτή, όπως οι λιθοτόμοι την αεργία της πολύτιμης πέτρας που στον πυρήνα της κρύβει το ματαιόδοξο. Με κοίταξε με τα μάτια της, που ήταν κολλημένα στο πρόσωπό της και το πρόσωπό της στο παραπέτασμα μιας μαύρης μαντήλας, που κάλυπτε τα μαλλιά της και συνέχιζε για να κρύψει όλο το γερμένο από το βάρος των χρόνων σώμα της.
“Μεγάλη Παρασκευή, σήμερα”, μου είπε και μου φανέρωσε μέσα από το μαύρο παρουσιαστικό της έναν ξύλινο σταυρό. “Είναι παράδοση στον τόπο μας, αυτή τη μέρα, ο ιερέας να προσφέρει στο ποίμνιό του έναν τέτοιο σταυρό”, συμπλήρωσε. Μου τον έδωσε και κάθε προσπάθειά μου για απάντηση απομακρύνθηκε στα αργά βήματά της προς την κάθοδο της σκάλας.
“Μεγάλη Παρασκευή”, μονολόγησα. Και η καμπάνα συνέχιζε να χτυπά σε έναν ρυθμό αργό, όπως τα βήματα της γριάς σπιτονοικοκυράς μου που πήγαινε προς τα κάτω, ντυμένη στα μαύρα. Έκλεισα την πόρτα, πιάνοντας το πόμολο ως την άκρη της ανεκτικότητάς του. Ήταν απαλή η σίγαση και το μόνο που διέκοπτε την ομολογία της ησυχίας μου ήταν η καμπάνα. Άρρυθμη.
“Μάλλον κάποιον πενθούσαν” αποκρίθηκα μόνος μου και πήγα προς το κλουβί, που με περίμενε ο πράσινος παπαγάλος. Έτοιμος, σα να μην τον ένοιαζε η ροή που περνούσε από το παράθυρο και επιβράδυνε το πέρασμά μου από τον κόσμο, τολμηρός, σε όσα έχασα εγώ χτυπώντας στα βράχια αν και η ροή της πλεύσης μου υπογράμμιζε το πρίμα, αισιόδοξος, αντίθετα από μένα που έθαψα τα χρόνια στη νοσταλγία όσων τελικά δεν έζησα, άρχισε να μιλά. Έμαθε αυτήν… Αυτήν τη δισύλλαβη λέξη…
“Μεγάλη Παρασκευή, σήμερα”, επανέλαβα τα λόγια της σπιτονοικοκυράς μου. Ευτυχώς την ηχώ την κατάπια μέσα στον επίμονο και συνάμα αργόσχολο ήχο της καμπάνας. Ο πράσινος παπαγάλος καθόταν αυτοκρατορικός στο κλαρί του κλουβιού του, που εγώ είχα φτιάξει. Καθάριζε τα φτερά του και δε μου έδωσε καμιά σημασία στα επίμονα σφυρίγματα μου. Είχε μάθει μονάχα αυτά που ήθελε από μένα και μετά με αγνοούσε, απολαμβάνοντας το μεθυστικό απόηχο που άκουγε και ο ίδιος, καθώς μιλούσε, αν και δεν καταλάβαινε ό,τι έλεγε.
Οι καμπάνες είχαν ισχύ. Πυροτεχνήματα αναδυόταν σαν λωρίδα, άναβαν και έσβηναν ψηλά, περίπου εκεί που είχαν ανάψει. Και είχαν φόντο το μαύρο του ουρανού. Ωστόσο για λίγο υπήρξε το φως.
Ο πράσινος παπαγάλος μου, αφού του άνοιξα διστακτικά το κλουβί κάθισε στα εξωτερικά κιγκλιδώματα, επαναλαμβάνοντας τη δισύλλαβη λέξη που του είχα μάθει. Ήξερε να ισορροπεί στα κάγκελα, όπως κι εγώ, που είχα μάθει να ισορροπώ στον ίλιγγο που δεν προσφέρει τίποτα. Και ο θάνατος είναι απλά η επαίτη μιας εξήγησης.
Έπαψαν οι καμπάνες και από το παράθυρο του σπιτιού μου, που χρόνια το έχω κλειστό, παρατήρησα από τις γρίλιες σκιές, να κρατούν ένα λευκό φως. Ήταν η αντίθετη πορεία από μένα. Χρόνια να υψώνω το σκοτάδι, καλυμμένος από φως. Μετά από λίγο, χτύπησε η πόρτα:
“Καλή Ανάσταση”, μου είπε η σπιτονοικοκυρά μου. Την είδα κατάλευκη, αν και ήταν χρόνια βυθισμένη στο πένθος. Χάραξε δύο ορθές γωνίες στο κατώφλι του σπιτιού και ύστερα υμνώντας το νεκρό που σηκώθηκε από τους πεθαμένους, κατέβηκε τις σκάλες. Ίσως… Έπρεπε κι εγώ να κατέβω αυτές τις σκάλες για να ανεβώ…. Τα μαύρα πρέπει να σκουριάσουν.
Ο πράσινος παπαγάλος μου συνέχιζε να επαναλαμβάνει τη δισύλλαβη λέξη. Από όσες του είπα, αυτή μονάχα επινόησε να λέει. Του είχα χαρίσει ένα σκαλί να ανέβει, από τα κάγκελα του κλουβιού που έβλεπε. Το άρπαξε και γαντζώθηκε. Ήταν πιο ισχυρό από τον δείχτη του δεξιού μου χεριού. Εγώ μεγάλος για ένα τόσο μικρό κλουβί, που δε μου άξιζε, επειδή προσάραξα στα βράχια, χώνεψα τη βελόνα της πυξίδας, αν και κάποτε μου έδειχνε το δρόμο. Δεν επανέλαβα τους ήχους που έμαθα από τους κυκλώνες των κινδύνων μου.
Δε μου αρκούσε να εκπαιδεύω το χρώμα στα φτερά του, γιατί εγώ φορώ πάντα τα μαύρα. Μια σχισμή στον ουρανό, ένα φως και η μοναδική κίνηση του χεριού μου που άξιζε. Ο πράσινος παπαγάλος να βυθιστεί σε εκείνα τα χρώματα του πυροτεχνήματος. Εκεί, στον κρότο, στο θόρυβο… Ίσως μόνο αυτός επαναλάβει τη δισύλλαβη λέξη που του έμαθα… Να ακουστεί… Να επαληθευτεί και μετά ας σκάσει σαν πυροτέχνημα… Ήταν ελεύθερος, μάλλον γιατί μόνο αυτός μπορούσε.
_
γράφει ο Άκης Παρισιάδης
0 Σχόλια