Προς Βολταίρον…
Σου φαίνεται παράξενο που γράφω.
Και όμως ο χρόνος δεν είναι πια το τείχος.
Έγινε και αυτός μια γέφυρα και μέσα από τα νεύρα του φωτοβολεί το αίμα.
Και από όπου και αν ξεκινά το πορφυρό ποτάμι,
ντυμένο καρδινάλιος φθάνει στο νου μας και τον στέφει
– όπως μας έλεγε ο Δανός μετεωριζόμενος σε αναβαθμούς του «είναι»
Μα δεν είναι τώρα ο καιρός να σου γράφω για αυτά.
Διάβασα για σένα τις προάλλες, σε μια άλλη λαλιά, σε μια άλλη φόρμα
Δεν μιλούσαν για σένα ακριβώς μα νόμισα πώς σε είδα να παλεύεις πίσω από τις γραμμές.
«Εκείνη τη νύχτα του Νοέμβρη μέσα στα φώτα της πόλης πολλοί περπατούσαν. Πολλοί μιλούσαν, πολλοί χειρονομούσαν, πολλοί σκέφτονταν και ίσως και κάποιοι να φαντάζονταν. Λευκό το ποτάμι επέστρεφε τα φώτα στις αποβάθρες και αντιμαχόταν το ξάστερο στερέωμα. Τα αγάλματα των σοφών ρέμβαζαν περήφανα για τον κόσμο που έχτισαν. Και ξαφνικά όμοια με τη νύχτα ξεπρόβαλε η στρατιά των οπλοφόρων και τα φως άρχισε να καίγεται ώσπου έσβησε.
Και για μια στιγμή όλα σταμάτησαν. Η φωτιά, οι οπλοφόροι. Όλα σταμάτησαν μέσα στη στιγμή που μεσολαβεί ώσπου το άγγελμα να φτάσει από τα μάτια στο μυαλό σου.
Τότε τα αγάλματα κατέβηκαν από τα βάθρα τους. Περπάτησαν ανάμεσα στους πληγωμένους. Έβαλαν το δάχτυλο τους στα τραύματα των σκοτωμένων για να είναι βέβαια πως δεν ξεγελάστηκαν από τα σκαλισμένα τους μάτια. Άρχισαν τότε να κλαίνε, μα ένας φράχτης έκοψε τη φωνή τους. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και στο βλέμμα τους ξεπρόβαλε ο αόρατος θίασος της πόλης που φεύγει. Έστησαν αυτί και άκουσαν για πρώτη φορά τις φωνές τους να ζωντανεύουν τον χορό της τραγωδίας.
«Θρηνητικό τραγούδι πες, μα στο τέλος όλα θα πάνε καλά!…»
Για αυτά σου γράφω. Και – αλήθεια σου λέω – «απορώ παντάπασιν επί σοι».
Σίγουρα δεν θα το περίμενες, σίγουρα δεν θα το σκέφτηκες.
Πάντα κάτι αρπάζουν οι μεγάλες ώρες από όσα γράφεις στην επικράτεια τους.
Ήσουν και εσύ ανάμεσα στα αγάλματα. Σε έβλεπα να προεξάρχεις του χορού των οικιστών.
Και σίγουρα αυτή η θέση σε γεμίζει πια με νέες έννοιες.
Με πόσα χέρια να ισορροπήσεις από τη μια το βάρος των βιβλίων και των χρόνων
Και από την άλλη ανθρώπους που περπατούν σε άγνωστα μέρη,
ανθρώπους που φοβούνται να περπατήσουν,
και ανθρώπους που ακροβατούν στον ήλιο της ασετιλίνης.
Μην παρεξηγήσεις. Δεν θέλω να σε ειρωνευτώ.
Και αν κομπάζω πάνω σε ξένο αίμα, είναι σαν να κομπάζω πάνω στο δικό μου.
“On agree qu’ on disagree…”
Και όμως γιατί τους όπλισες με τόσες λέξεις;…
Γιατί να χτίσεις την πολιτεία του δήμου
πάνω σε σπαθιά που βάλθηκαν να πληγώσουν τον Ελλήσποντο
ή σε βέλη που ρίχνονται για να ματώσουν τον ουρανό;…
Δεν σου μιλώ για τον «κόσμο των στοχαστικών εφαρμογών».
Και με αυτές και με άλλα πολλά στόλισες την πόλη σου.
Όσο για τα ουράνια.
Ναι ξέρω: είναι όλα ένας πύργος του παραμυθιού δίχως τύπους και εξισώσεις.
Κάτι που δεν θυμάσαι να ξαναείδες.
Εσύ όμως δεν σκεφτόσουν πώς μοιάζουμε με άγραφα χαρτιά;…
Και πώς πάντα θα έχουμε πολλά να διδαχθούμε;…
Πώς άφησες έτσι ατείχιστη μια τόσο πλούσια πόλη;…
Λησμόνησες τη μεγάλη επιδρομή των Νορμανδών;
Θυμάσαι τότε ποιος νίκησε τους βαρβάρους… Θυμάσαι πώς έφευγαν;…
Πώς έδιωξες τον Άγιο Γερμανό τώρα που τόσοι βάρβαροι γυρνάνε εκεί έξω;…
_
γράφει ο Χρήστος Τσαγκάρης
0 Σχόλια