Στη Γαλλική Ριβιέρα του 1956 ο Bernie Gunther αναγκάζεται από τον υποδιευθυντή της Στάζι να δεχτεί το δολοφονικό του σχέδιο για την Ανν Φρεντς αλλά κατά τη διάρκεια του ταξιδιού το σκάει κι αρχίζει ένα ανελέητο ανθρωποκυνηγητό, που σταδιακά θα τον οδηγήσει στα ίδια μέρη όπου έκλεισε μια παλιά του υπόθεση. Το 1939 είχε επίσης αναγκαστεί να αναλάβει την υπόθεση εξιχνίασης μιας δολοφονίας που έγινε στη βεράντα του εξοχικού σπιτιού του Αδόλφου Χίτλερ στο Ομπερσάλτσμπεργκ, μια ιστορία που τον οδήγησε και πάλι σε σκοτεινά μονοπάτια συνωμοσιών και εκβιασμών μεταξύ έμπιστων ανθρώπων του Φύρερ.
Είμαστε και πάλι στη Γαλλική Ριβιέρα, όπου ο Bernie Gunther εξακολουθεί να δουλεύει σε πολυτελές ξενοδοχείο. Όταν λαμβάνει μια ιδιόχειρη επιστολή της γυναίκας του, Ελίζαμπετ, με την οποία είναι σε διάσταση, δέχεται την πρόσκλησή της για δείπνο, με την ελπίδα μιας συμφιλίωσης. Δυστυχώς, αντ’ αυτής βρίσκει τον Έριχ Μίλκε, υποδιευθυντή της Στάζι και έναν από τους πιο ισχυρούς ανθρώπους στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας. Ο εχθρός του είναι έξαλλος μαζί του που κατέστρεψε τη δολοπλοκία της υπηρεσίας του στο προηγούμενο βιβλίο της σειράς, «Η άλλη πλευρά της σιωπής» και του αναθέτει να δολοφονήσει την Ανν Φρεντς, η οποία τώρα έχει καταφύγει στο Λονδίνο, για να μην εκδοθεί στη Γαλλία ώστε να δικαστεί για τον φόνο του Χάρολντ Χένιχ. Ως αντάλλαγμα, μπορεί να αποκτήσει νέο διαβατήριο και να επιστρέψει στη Γερμανία για μια καινούργια αρχή.
Έτσι ξεκινάει μια συναρπαστική περιπέτεια, με τον Gunther να προσπαθεί να βρει τρόπο να το σκάσει στη Γερμανία χωρίς τους διώκτες του, ώστε επιτέλους να ξεκινήσει τη ζωή που θέλει, καλά κρυμμένος. Στο ταξίδι αυτό τον συνοδεύει αρχικά και τον κυνηγάει έπειτα ο Φρίντριχ Κορς, τον οποίο είχε βοηθό το 1938 και 1939, όταν ήταν επιθεωρητής στο Εγκληματολογικό, και τώρα εργάζεται ως μυστικός πράκτορας για τη Σοβιετική Ένωση. Αυτή η επανεμφάνιση θα θυμίσει στον Gunther την υπόθεση που εξιχνίασε στις Βαυαρικές Άλπεις το 1939, την περίοδο που η Γερμανία προσήρτησε τμήματα της τότε Τσεχοσλοβακίας. Όταν δραπετεύει, ξεκινάει ένα ιδιόμορφο road trip στη Γαλλία, στην προσπάθειά του να βρει τρόπο να πλησιάσει τα σύνορά της με τη Γερμανία. Πόλεις και κωμοπόλεις, ποτάμια και βουνά, χαράζουν την πορεία του μέχρι την «ελευθερία». Κρύβεται, ταξιδεύει, μασκαρεύεται, τρέχει, ξαγρυπνάει. Κι όταν φτάνει στα Σπήλαια Σλόσμπεργκ γίνεται η μεγάλη ανατροπή.
Πίσω στο 1939, ο Ράινχαρντ Χάιντριχ, αρχηγός της μυστικής υπηρεσίας ασφαλείας, αναθέτει στον Gunther μια αποστολή και ο πρωταγωνιστής προσέχει διπλά, γιατί, με την άνοδο του ναζισμού, οι σοσιαλδημοκρατικοί δεν είναι καλοδεχούμενοι στη Γερμανία. Παρόντες στη συζήτηση ήταν ο αρχηγός της Κρίπο, Άρτουρ Νέμπε, με τον βοηθό του, Πάουλ Βέρνερ και άλλοι αξιωματικοί. Ο Μάρτιν Μπόρμαν, ένας από τους πιο ισχυρούς άντρες της Γερμανίας, υπάρχει η φήμη πως εκβιάζεται από τον ίδιο του τον αδελφό, τον Άλμπερτ, υπασπιστή του Αδόλφου Χίτλερ και επικεφαλής της Καγκελαρίας στο Ομπερσάλτσμπεργκ ενώ ένας πολιτικός μηχανικός δολοφονήθηκε στη βεράντα της ιδιωτικής κατοικίας του Χίτλερ σ’ εκείνη την περιοχή και ο Ερνστ Καλτενμπρούμερ, επικεφαλής της αστυνομίας στην Αυστρία, εργάζεται για μια νησίδα κυβερνητικής αυτονομίας στη χώρα του. Έτσι, ο Gunther πρέπει από τη μια να βρει οποιαδήποτε «βρόμα» αυτών των τριών αντρών και από την άλλη να εξιχνιάσει τον φόνο του Καρλ Φλεξ, οπότε ζητάει να πάρει μαζί και τον βοηθό του, Φρίντριχ Κορς.
Η υπόθεση καταλαμβάνει τα 2/3 του βιβλίου και προχωράει ικανοποιητικά με απανωτές εκπλήξεις, ανακρίσεις, απρόσμενα γεγονότα, μόνο και μόνο για να διαπιστώσουμε πως και πάλι ο Gunther είναι ανάμεσα και απέναντι στα ναζιστικά μεγαθήρια Χάιντριχ, Μπόρμαν και Καλτενμπρούνερ που δεν έχουν και τις καλύτερες σχέσεις μεταξύ τους. Η έρευνα γύρω από τη δολοφονία του πολιτικού μηχανικού όμως είναι αρκετά δύσκολη: «-…οι μισοί άνθρωποι με τους οποίους θα μιλήσω δεν θα μου πουν τίποτα γιατί φοβούνται τον Μπόρμαν. Και οι άλλοι μισοί δεν θα μου πουν τίποτα γιατί ελπίζουν πως ο δολοφόνος θα τη βγάλει καθαρή. Επειδή πιστεύουν πως ο Καρλ Φλεξ πήγαινε γυρεύοντας. Κι ακόμη παραπάνω» (σελ. 144). Είναι εντυπωσιακές οι λεπτομέρειες που παραθέτει ο συγγραφέας για τα κτίσματα του Χίτλερ στις βαυαρικές Άλπεις και πόσο ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής αξίας ήταν. Όλα αυτά με παρακίνησαν να ψάξω λίγο περισσότερο αλλά δεν είχε νόημα: τα πάντα καταστράφηκαν από τον βομβαρδισμό των Συμμάχων λίγες μέρες μετά την αυτοκτονία του. Ο συγγραφέας παραθέτει με συναρπαστικές λεπτομέρειες την κατάσταση στον οικισμό γύρω από το κτήριο Μπέργκχοφ, πρώην Χάους Βάχενφελντ, όπου κατέλυαν επιφανείς αξιωματικοί και φίλοι του Χίτλερ, αναγκάζοντας τους ιδιοκτήτες να πουλάνε τα σπίτια τους μισοτιμής! Όλη η περιοχή των βαυαρικών Άλπεων άλλαξε ριζικά και ως προς τη χρήση και ως προς τη ρυμοτομία όταν επελέγη όχι μόνο για απλό κατάλυμα αλλά ακόμη και για κεντρικό αρχηγείο! Και πάλι ο συγγραφέας στήνει με αριστοτεχνικό τρόπο ένα ιστορικό περιβάλλον και συνδέει υποδειγματικά όχι μόνο τους κεντρικούς χαρακτήρες μεταξύ τους σε συνωμοσίες και δολοφονίες αλλά και ανατρέποντας συνεχώς τα δεδομένα ως την τελική λύση. Που και πάλι, δεν αρκεί να βρεθεί ο δολοφόνος αλλά και ο Φύρερ να μη μάθει τίποτα επ’ αυτού, επομένως…
Νουάρ ατμόσφαιρα, οι γνωστές ειρωνικές και πετυχημένες παρομοιώσεις και μεταφορές του πρωταγωνιστή κατά την αφήγησή του, ισοπεδωτικό και απρόσμενο χιούμορ, ένα διαφορετικό road trip γεμάτο αγωνία ως προς το αν θα ξεφύγει τελικά ο Gunther τώρα, ένα σωρό μυστικά στα ανώτερα κλιμάκια του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος τότε, μικρά συναρπαστικά περιστατικά που δείχνουν τον κύκλο του Gunther και διαδέχονται το ένα το άλλο ώστε να σχηματίσουν καλύτερα τον τόπο και την ατμόσφαιρα είναι μερικά από τα γνωστά πλέον θετικά χαρακτηριστικά των βιβλίων με ήρωα τον Bernie Gunther που κι εδώ με κέρδισαν, αν και όχι τόσο απόλυτα. 667 (χμμμ…) σελίδες κύλησαν σχετικά αργά, με τα πισωγυρίσματα στον χρόνο να μη με έχουν κουράσει ούτε αποπροσανατολίσει στιγμή αλλά από ένα σημείο και μετά οι πληροφορίες ήταν παραπάνω από αρκετές.
Είναι ίσως το πιο γεμάτο κείμενο από αναφορές σε λογοτεχνία, μυθολογία, Ιστορία, κινηματογράφο, καλές τέχνες, όλα στον βωμό του σαρκασμού και της «εξυπνάδας» του Gunther, και ίσως το πιο εκτεταμένο και πυκνογραμμένο μυθιστόρημα της σειράς. Ομολογώ πως ήταν μεν συναρπαστικό αλλά έφτασα σε σημείο πλήρωσης με όλες αυτές τις παράπλευρες πληροφορίες που τεκμηριώνουν σωστά εποχή, τόπο και αντιλήψεις και τονίζουν την ικανότητα σαρκασμού του Gunther αλλά πραγματικά «μπούχτισα». Το βάρος της πλοκής δίνεται στην υπόθεση του 1939, μιας και το 1956 έχουμε μια απηνή καταδίωξη σε όλη σχεδόν τη Γαλλία με προορισμό τα γερμανικά σύνορα, επομένως τα πρόσωπα και οι θέσεις ισχύος τους στον ναζιστικό μηχανισμό, οι απανωτές αποκαλύψεις, οι δολοφονίες που ακολουθούν την πρώτη, οι εκβιασμοί, οι συνωμοσίες, τα μυστικά που πρέπει να μείνουν καλά κρυμμένα και πολλά άλλα στοιχεία με «ανάγκασαν» να παραμείνω κολλημένος σε κάθε σειρά και παράγραφο, με τον κίνδυνο να χάσω κάτι σημαντικό αν παρέλειπα έστω και το παραμικρό. Όταν μάλιστα φτάσαμε στο τελευταίο σκέλος, στον ίδιο τον Άλμπερτ Μπόρμαν, που πρωταγωνίστησε σε αρκετές από τις τελευταίες σελίδες, με τον δικό του ρόλο στην υπόθεση, εκεί σήκωσα τα χέρια ψηλά.
Έχοντας πάψει από την αρχή σχεδόν να ψάχνω με ποια σειρά πρέπει να διαβάσω τα βιβλία με πρωταγωνιστή τον Gunther, αν και πλέον πιστεύω πως μπήκα σε καλή ακολουθία, μιας κι άρχισε να υπάρχει νοητή αλυσίδα μεταξύ τους, επικεντρώνομαι πλέον στην υποβλητική ατμόσφαιρα της εκάστοτε εποχής και περιοχής που διαλέγει ο συγγραφέας να τοποθετήσει τον ήρωά του και στην εκπληκτική ψυχογράφηση του ήρωα αυτού, που σε κάθε μα κάθε βιβλίο όλο και κάποιο πετραδάκι προστίθεται. Η στάση του απέναντι στον θάνατο είναι αξιοσημείωτη: «Ποτέ δεν φοβόμουν τον θάνατο όταν κοιτούσα τον ουρανό, γεννηθήκαμε από κοσμική σκόνη και στην κοσμική σκόνη θα γυρίσουμε. Δεν νομίζω να έδωσα και μεγάλη σημασία στον ηθικό νόμο μέσα μου, ίσως εντέλει να ήταν μια πολυτέλεια πέρα από τον ορίζοντα του βλέμματός μου. Βάλε και το ότι ήταν σκέτος μπελάς να κοιτάω προς τα κει, πόσο μάλλον και επικίνδυνο» (σελ. 338). Ο αυτοσαρκασμός του σπάει κόκαλα: «Αυτή η υπόθεση τα έχει όλα, είπα μέσα μου: παραδοξότητες, αποξένωση, υπαρξιακό άγχος και μπόλικους πιθανούς και απίθανους υπόπτους. Αν ήμουν πολύ έξυπνος Γερμανός, από εκείνους που γνώριζαν τη διαφορά ανάμεσα στους γιους του Δία, στον Λόγο και στο Χάος, μπορεί και να ήμουν αρκετά ηλίθιος να γράψω κι ένα βιβλίο γι’ αυτή» (σελ. 353). Και ξεκαθαρίζει: «Για να απογοητευτείς, σημαίνει πως πιστεύεις σε κάτι, και τώρα τελευταία δεν πιστεύω σε τίποτα. Και σίγουρα σε ελάχιστα από το 1933 και μετά. Ο μόνος λόγος που εξακολουθώ να είμαι μπάτσος δεν είναι επειδή πιστεύω στον νόμο ή σε κάποια ηθική τάξη αλλά επειδή οι ναζί θέλουν να είμαι μπάτσος. Μου είπαν να γυρίσω γιατί θέλουν μια μαριονέτα να κάνει τις λάθος ερωτήσεις τη σωστή στιγμή. Και γι’ αυτό κατά πάσα πιθανότητα είμαι εξίσου κακός μ’ εκείνους» (σελ. 388).
Το πρωσικό μπλε είναι μια συνθετική χρωματική ουσία που λειτουργεί ως αντίδοτο στο θάλλιο. Η θέση του όμως ως έννοια και ως φράση είναι πανέξυπνη και καταλυτική σε κομβικό σημείο μάλιστα της ιστορίας! Το ομότιτλο μυθιστόρημα είναι μια χορταστική, γεμάτη περιπέτεια στα έγκατα του Ομπερσάλτσμπεργκ και ταυτόχρονα στα άδυτα του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, ένα παιχνίδι ανατροπών και εκπλήξεων και μια μεγάλη εγκυκλοπαίδεια πληροφοριών για τον τόπο αναψυχής του Αδόλφου Χίτλερ, για τα πρόσωπα εμπιστοσύνης του και για όλα αυτά που προετοίμαζαν τον δεύτερο αιματηρό πόλεμο του 20ού αιώνα. Πυκνογραμμένο, πολυεπίπεδο, τεκμηριωμένο, ανατρεπτικό, θέλει τον χρόνο του για μεγαλύτερη απόλαυση.
0 Σχόλια