Ένα γνήσια ποιητικό βιβλίο,
μια κατάθεση ψυχής
που ξεχωρίζει για την ωριμότητα της γραφής
και τη σοφία του…
Ρίτσα Μασούρα:
«Οι άγκυρες δεν ωφελούν»
Εκδόσεις ΦΙΛΝΤΙΣΙ
–
γράφει ο Άγγελος Πετρουλάκης
–
Γιατί, άραγε, γράφουμε ποίηση; Ποιος ο ρόλος τής προσωπικής ιστορίας σε μια έκφραση που ψάχνει τον δρόμο της ανάμεσα σε λέξεις και σιωπές; Και πώς να ερμηνευτούν εξομολογήσεις που δεν αφορούν παρά τον γράφοντα; Ή μήπως δεν αφορούν μόνο τον γράφοντα, αλλά και άλλους πολλούς;
Έχω μπροστά μου το βιβλίο «Οι άγκυρες δεν ωφελούν» της Ρίτσας Μασούρα. Μια ποιητική συλλογή κοσμημένη με έργα τού ζωγράφου Γιάννη Ψυχοπαίδη. Την Ρίτσα Μασούρα την γνώρισα μέσα από την χώρα τού διαδικτύου. Βεβαίως την ήξερα από παλιά, ως δημοσιογράφο στην «Καθημερινή», στην οποία ξεχώριζε για την σοβαρότητά της, την ποιότητα της γραφής της, την περίσκεψη που έβγαινε από τα κείμενά της.
Στο διαδίκτυο την γνώρισα ως τον άνθρωπο που είχε δημιουργήσει την ηλεκτρονική εφημερίδα Globalview.gr, χώρο ιδιαίτερου προβληματισμού. Κι έγινα συνεργάτης της, φιλοξενούμενός της, θα ήταν η σωστότερη έκφραση. Απόμαχος κι εγώ της δημοσιογραφίας, την οποία θήτευα από τα 15μου, ταπεινός ταξιδευτής τής λογοτεχνίας, τόσο ως γραφιάς, όσο και ως αναγνώστης, που το θεωρώ και σημαντικότερο.
Τον Γιάννη Ψυχοπαίδη τον γνώρισα μέσα από το «Νυχτερινό ταξίδι» του (Κέδρος, 1998) και στη συνέχεια από άλλα του βιβλία, με το «ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ, Γιάννης Ψυχοπαίδης – Κική Δημουλά» (Ίκαρος, 2007), να κατέχει εξέχουσα θέση στην βιβλιοθήκη μου. Ποτέ από κοντά, όπως άλλωστε και την Ρίτσα Μασούρα. Για τούτο και χαίρομαι καθώς αρχίζω να βηματίζω στο βιβλίο της. Διαισθάνομαι πως θα είναι ένα διαφορετικό ταξίδι, μια βυθοσκόπηση σ’ έναν περίκλειστο κόσμο, στον οποίο όλα όσα έχουν ειπωθεί απαντούν στο ερώτημα «Γιατί, άραγε, γράφουμε ποίηση;».
Εντοπίζω μιαν απάντηση στην αρχή τού βιβλίου, στον τίτλο τής πρώτης ενότητας: «Εις μνήμην και εις ανάμνησιν». Τίτλος που αποτελεί ξεκάθαρη δήλωση επιστροφής στο παρελθόν, που όμως παράλληλα βεβαιώνει πως δεν θα εμπεριέχει κραυγαλέα πίκρα ή κραυγαλέο πόνο, αλλά μια ψύχραιμη κατάθεση συναισθημάτων.
«Είναι στιγμές που θα ’θελα πίσω τη ζωή μου,
όχι την ψεύτικη ζωή μου,
αλλά την άλλη που είχε αλήθειες και ψέματα
και πάθη και έρωτες και εξεγέρσεις
και συμβιβασμούς»
γράφει η Ρίτσα Μασούρα, μάλλον δηλώνοντας πως όσα θ’ ακολουθήσουν θα είναι μια επιστροφή. Και όντως. Στο ποίημα «Υπήρξες όμως, ε;» οι λέξεις αποκαλύπτουν το σημείο τομής:
«… εκείνο το τελευταίο βράδυ
πριν γίνεις άχραντο μυστήριο,
πριν παραδοθείς στο σύμπαν.
Τώρα, η αλυσίδα έχει ένα κενό.
»… ο έρωτας είναι γιορτινά ντυμένος Θάνατος».
Να, λοιπόν, ο λόγος περί απωλείας. Ο θάνατος με το πλέον φιλικό του πρόσωπο, με μιαν γεύση Έρωτα, με μιαν απαλότητα, ίδια με του ανοιξιάτικου αγεριού το χάδι.
Εκεί και η αυτογνωσία. «Υπάρχω μέσα από τα λάθη μου», γράφει η Ρίτσα, στο «Σωτήρια σιωπή». Αυτό και μόνο, ίσως, αρκούσε. Όμως, προχωρά σε μια πιο ξεκάθαρη ομολογία:
«Την ατελή μου μνήμη προφυλάσσει η σιωπή.
Σωτήρια σιωπή της ύπαρξής μου».
Αυτή η ατελής μνήμη, όμως, θυμάται. Και πλέον δίνει την εξήγηση του τίτλου «Οι άγκυρες δεν ωφελούν», μπορεί και να κοπούν, ίσως και να μην χρειάζεται να χρησιμοποιηθούν. Εκείνο που ωφελεί είναι η αξιοπρέπεια, έστω κι αν εκλαμβάνεται ως συμβιβασμός.
Διαβάζω και ξαναδιαβάζω για ένα «ήσυχο βράδυ του Σεπτέμβρη», στο ποίημα «Συμβιβασμός». Όχι, δεν προσπαθώ να ερμηνεύσω κάποιο ‘‘γιατί;’’, αυτό που μπορεί να έχει σχέση με την ιστορικότητα της στιγμής. Είναι εμφανές πως αφορά έναν χωρισμό, το τέλος μιας διαδρομής, η μεταφορά μιας εικόνας σε απόφαση ζωής να μην βαλτώσει η ίδια η ζωή:
«Σου είχα πει:
‘‘Καμιά φορά οι άγκυρες δεν ωφελούν.
Οι άνθρωποι δεν πρέπει να αγκυροβολούν,
πρέπει να νιώθουν ελεύθεροι να φεύγουν,
ακόμα κι αν οι καιροί λυσσομανούν’’.
Μα κείνο το βράδυ
δεν είχε καιρό».
Και ως υστερόγραφο θα συμπληρώσει τον
«ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟ
Και τότε θυμήθηκα πως καμιά φορά οι άγκυρες δεν ωφελούν.
Λιμνάζουν οι βάρκες σαν μείνουν ώρες δεμένες στο μουράγιο.
Το ίδιο και οι άνθρωποι.
Λιμνάζουν και λεκιάζουν το γαλάζιο της θάλασσας
γι’ αυτό και ώρες ώρες γίνονται αποδημητικά πουλιά,
χωρίς να ξέρουν αν και πότε θα επιστρέψουν.
Σήκωσα το χέρι σαν σε μια κίνηση συμβιβασμού.
Ούτε που γύρισες να με κοιτάξεις.
Το χέρι έμεινε μετέωρο.
Συμβιβασμένο χέρι μιας μοναχικής πια γυναίκας».
Κρατώ αυτήν την εικόνα και προχωρώ. Το επόμενο ποίημα έχει τίτλο «Επιβίωση». Ένας φιλοσοφικός βηματισμός στο ‘‘μετά’’, με τον θάνατο παρόντα ξανά, ως φιλοσοφική ερώτηση απέναντι στην ζωή:
«Ποτέ δεν είχα χρόνο για το θάνατο,
ακόμα και τότε
που βγήκες τόσο ξαφνικά απ’ τη ζωή μου.
………………………………………………
»Τώρα οι αναμνήσεις πιάνουν περισσότερο χώρο από τα όνειρα.
Κι αναρωτιέμαι αν η σκέψη του θανάτου
Θα πιάνει στο εξής περισσότερο χώρο από την ίδια τη ζωή.
Φοβάμαι πως δεν θα το μάθω ποτέ.
Η επιβίωση θα τα σαρώνει όλα».
Προχωρώ μετ’ ευλαβείας και ξυπόλυτος στα ποιήματα που ακολουθούν. Δεν θέλω να ταράξω τις λέξεις, που με παρατηρούν μέσα από τη σιωπή τους. Στέκουν ακίνητες περιγράφοντας έναν κόσμο που ήθελε να είναι καλύτερος, αλλά αρκείται με στωικότητα στην καθημερινότητά του. Η δημιουργός περπατά ανάμεσα στο βεβαιωμένο παρόν και το αβέβαιο αύριο, με διαβατήριο την κατανόηση, αλλά και την αυτοκριτική για λογαριασμό τού συνόλου.
«Υπήρξαμε δραπέτες μιας κανονικότητας.
Ξοδέψαμε ζωές σε άφρονα στοιχήματα κέρδους.
Αγνοήσαμε τους απηνείς τυφώνες.
…………………………………………………
Κι έτσι ακόμη και σήμερα,
χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης,
δεν καταφέραμε ν’ ασχοληθούμε
με τα βαθύτερα αίτια που ρήμαξαν
το εξιδανικευμένο τοπίο
μιας κακοποιημένης, τελικά, ευζωίας».
Στην ενότητα αυτή («Κραυγές μιας καθολικής κρίσης») η διάθεση της αυτοκριτικής δεν εντυπωσιάζει απλά, αλλά και μας καθηλώνει με τις ασκήσεις αυτογνωσίας. Η Ρίτσα Μασούρα, ως κοινωνικός φιλόσοφος, απογυμνώνει την ίδια της την υπόσταση, ομολογώντας την εμπράγματη αδυναμία της απέναντι στις νοοτροπίες που έχουν εγκλωβίσει τη ζωή μας:
«Συχνά εκείνα τα πρωινά κυκλοφορούσα στους δρόμους με σημαίες εφόδου.
Πίστευα στις κοσμογονικές αλλαγές της εποχής.
Έκρυβα μέσα μου απατηλές δόσεις ριζοσπαστισμού
κι ένιωθα ικανή να γκρεμίσω
οχυρά
Ανελευθερίας,
Πουριτανισμού,
Συντηρητισμού,
Δεισιδαιμονίας.
Ήταν ο τρόπος μου απέναντι στην κρίση.
Είχα ξεχάσει πως η Ιστορία έχει το δικό της υπόστρωμα
συχνά απροσπέλαστο από τη δική μου αμεσότητα.
Κι έτσι, ξανάπιανα το νήμα απ’ την αρχή
με τις μισές πια σημαίες εφόδου».
Στην ίδια ενότητα, δραματικά λιτά, στρέφει το βλέμμα της στον εκπατρισμό χιλιάδων και χιλιάδων ανθρώπων που αναζητούν αν όχι τον παράδεισο, τουλάχιστον την μη κόλαση, Αρκούν στην Ρίτσα μια χούφτα λέξεις, στο ποίημα «Το σώμα του πρόσφυγα», για να δώσει όσα οι εικόνες έχουν κρατήσει ως μαρτυρία ντροπής και οδύνης τής εποχής:
«Στους ώμους τους σήκωσαν
τους πολέμους των πατρίδων τους.
Στον κόρφο έκρυψαν το λιγοστό ψωμί τους.
Στα χέρια κάρφωσαν τις αγάπες τους.
Και με το σώμα ολάκερο προφύλαξαν τα παιδιά τους.
Ύστερα, διέσχισαν τη Μεσόγειο».
Η επόμενη στάση έχει ένα ξεθωριασμένο κόκκινο χρώμα, κάτι από έρωτες ανεκπλήρωτους, ή που ως δραπέτες άφησαν κάτι από το άρωμά τους. Το λέει, άλλωστε, και ο τίτλος τής ενότητας: «Του έρωτα οι καημοί κι οι απολογισμοί».
Νιώθω ένα απόσταγμα πίκρας στις άκρες τών στίχων. Πώς θα γινόταν αλλιώς; Και όπως τα αποστάγματα των σταφυλιών που ωριμάζουν καρτερικά σε ανοξείδωτες δεξαμενές, έτσι και η πίκρα αυτών των ερώτων καρτερικά συμμαχεί με τον χρόνο. Σαν μια μακρινή μουσική από βιολί, που ήθελε να παίξει ένα βαλς τού γάμου, αλλά ξεστράτισε κι έγειρε στις νότες μιας σονάτας για καφέ μοναχικού απογεύματος…
«Πάντα είχες ένα πάθος που με παρέσερνε,
ασχέτως χρόνου και ηλικίας.
……………………………………..
Ήσουν πάντα ο απέναντι δρόμος
και το διάζωμα στη μέση,
για να αποφεύγονται οι μετωπικές συγκρούσεις…
Το ’ξερα εξ αρχής
πως ήταν ανώφελο να διασχίσω το διάζωμα…»
Με τις αισθήσεις μουδιασμένες προχωρώ στους απολογισμούς, διαισθανόμενος πως το ένα ποίημα είναι συνέχεια του προηγούμενου, για να φτάσει η Ρίτσα σ’ αυτό που ίσως θα ήθελε να πει «εξ αρχής»:
«Στον έρωτα
εισβάλλεις με τον αέρα του νικητή.
Αποχωρείς με την στάμπα του ηττημένου.
Πικρή νομοτέλεια!»
Μου δημιουργείται η αίσθηση πως με το τετράστιχο αυτό, η ποιήτρια τα έχει πει όλα, τα πριν και τα μετά. Αλλά, όχι. Λίγο πιο κάτω, στο ποίημα «Ελπίδα», θα συναντήσω μιαν ανατροπή:
«Γι’ αυτό σας λέω πως χειμώνιασε για τα καλά μέσα μου.
Ακόμα και τα πουλιά που συχνά ξεχειμωνιάζουν στην πόλη
πήραν τους δρόμους για θερμότερα κλίματα.
Άγνωστο αν θα ’ναι δω του χρόνου.
Τουλάχιστον στα πουλιά μπορείς να στηρίξεις μια ελπίδα».
Κι ένα βήμα πιο κάτω, η μαχαιριά. Ένα ξαφνικό τράβηγμα του σεντονιού και η αλήθεια κυκλωμένη από ένα στεφάνι στεγνού αίματος. Γνήσιος ποιητικός λόγος για την εσωτερική περιπέτεια του έρωτα:
«Θέλω να σας μιλήσω
για τις νύχτες
που έμεινα ξάγρυπνη,
παλεύοντας με τη συνείδησή μου.
Δεν ήξερα αν έπρεπε να σας εκθέσω
ή να αναλάβω την ευθύνη των πράξεών σας.
Διάλεξα το δεύτερο.
Ίσως γιατί ήμουν για σας το υπόστεγο.
Η Αγία Τράπεζα χωρίς το δισκοπότηρο.
Γι’ αυτό και τώρα απολογούμαι ενώπιον σας,
σαν κορασίδα απάρθενη
που διέπραξε μοιχεία.
Σαν πόρνη
που παρέμεινε απλήρωτη για χρόνια.
Δεν θα ’μαι εδώ στην ετυμηγορία σας.
Προς τι, στο κάτω κάτω;
Ήδη ένα μαχαίρι έχει ξεκινήσει
την αντίστροφη διαδρομή
προς την καρδιά μου.
Και δεν είδα κανένα δικό σας χέρι
να απλώνεται
για να του κόψει το δρόμο».
Ώριμη ποίηση. Συμβαδίζει απόλυτα με τα πεζά κείμενα της Ρίτσας Μασούρα, όπου κι αν τα διαβάζουμε. Η σοφία, που την χαρακτηρίζει, είναι διακριτή και στην ποίησή της. Γράφει:
«Στην ηλικία μου
έχω συλλέξει εμπειρίες αιώνων».
δηλώνει, κάτι που παράλληλα αποκαλύπτει και μιαν συνεχή ανησυχία για το διαφορετικό, αυτό που υπόσχεται τον νέο και γόνιμο βηματισμό στη ζωή:
«Έμαθα να κοιτάζω μπροστά,
να αναζητώ νεόκτιστους φάρους
σε εγρήγορση.
Έμαθα να ψάχνω για το καινούργιο
ατόφιο υλικό από ψήγματα σοφίας».
Δεν είναι υπερβολή που ισχυρίζομαι ότι η ποίηση της Ρίτσας Μασούρα είναι απόσταγμα σοφίας, συν τοις άλλοις. Και δεν θα μπορούσε να ήταν κάτι άλλο, αφού η δημιουργός της διακρίνεται για όσα έχουν συνδεθεί με την πορεία της, ως διανοούμενης, ως δημοσιογράφου, ως σκεπτόμενης. Έχοντας ένα πλεονέκτημα δυσεύρετρο: την σεμνότητα.
Επιλέγω να κλείσω αυτό το σύντομο σημείωμα μ’ ένα διαμάντι, καθώς πίστη μου είναι πως η γνήσια ποίηση αποτελεί και καθρέφτη τού εσωτερικού κόσμου τού ποιητή. Ένα λιτό ποίημα με τον τίτλο «Προσευχή»:
«Υπέρλαμπρος ήλιος κάτω απ’ το μάτι του Θεού.
Ας σεβαστούμε όσα μας δόθηκαν.
Είναι κι αυτό ένα από τα αιτήματά μου,
καθώς σιγά σιγά σμικρύνομαι
κι αποχωρώ.
Ας εισακουστώ».
0 Σχόλια