
γράφει η Παναγιώτα Μπαϊράμη
Οι απόπειρες λογοτεχνικής καταγραφής της κοινωνικής πραγματικότητας της δεύτερης πεντηκονταετίας του 19ου αιώνα αναδεικνύουν στο λογοτεχνικό προσκήνιο το ρεαλισμό ως γενικότερη τάση εκτεινόμενη στο σύνολο της καλλιτεχνικής δημιουργίας και το νατουραλισμό ως ριζοσπαστικοποίηση, αποκορύφωμα, επίταση[1] του ρεαλισμού. Η αναμφίβολα συγγενική τους σχέση ενέχει και αναγνωρίσιμες διαφορές. Η κοινή βάση έγκειται στη μιμητική απεικόνιση της εξωτερικής πραγματικότητας, στην επιλογή θεματικής εστιασμένης στο κοινότοπο αστικό φάσμα, αναπαριστάμενης αντικειμενικά υπό του αξιώματος της αληθοφάνειας, επεξεργασμένης κριτικά, αποδιδόμενης με το ιδεώδες του απρόσωπου. Οι αποκλίσεις οφείλονται στην ύπαρξη ουσιωδών γνωρισμάτων σε θεωρία, μέθοδο, θεματική, που οριοθετούν τη λογοτεχνική αυτονομία του νατουραλισμού[2]. Ο νατουραλισμός περισσότερο προσηλωμένος στη λογοτεχνική αξιοποίηση των σύγχρονων θετικιστικών και ντετερμινιστικών θεωριών εμπιστεύεται ως μέθοδο συγγραφικής παραγωγής την αμιγώς επιστημονική για να καταστεί εφικτή η λογοτεχνική μετάβαση στη «φυσιολογική» ανθρώπινη μορφή. Επιστημονικό υπόβαθρο και μεθοδολογική προσέγγιση προκρίνουν τη χαρακτηριστική καταθλιπτική νατουραλιστική θεματική, στην οποία πρωτεύει η απεικόνιση του μέσου ανθρώπου καθοριζόμενου από κληρονομικότητα, περιβάλλον, πιέσεις της στιγμής κατά τρόπο που, όντας έρμαιο ανεξέλεγκτων δυνάμεων, αποστερείται την ελευθερία εκλογής και απεκδύεται την ευθύνη πράξεων[3].
Ο εντοπισμός των διαφοροποιήσεων, ευκρινής στα πλαίσια θεωρητικής αποτύπωσης είναι ίσως λιγότερο απτός στην αναγνωστική-βιωματική λογοτεχνική εμπειρία. Συχνά διαπιστώνεται αρμονική συνύπαρξη, λόγω χρονικής συμπόρευσης ή ενιαίας βάσης αλλά και αρραγής αλληλεπίδραση προκειμένου ο λογοτέχνης να συζεύξει προσωπική γραφή και πραγματικότητα. Η διαδικασία διάκρισης ειδοποιών διαφορών ρεαλισμού – νατουραλισμού ή η μερική συμβίωση καθίσταται ενδιαφέρουσα στην πυκνή αφηγηματική μορφή του διηγήματος που, εκ προοιμίου, ως ιστορία μικρών διαστάσεων συνιστά στιγμιότυπο, συμπυκνωμένη αφήγηση[4] της κοινωνικής πραγματικότητας. Η διηγηματογραφία αυτονομείται λογοτεχνικά βάσει ειδολογικών και δομικών χαρακτηριστικών που, αν και διέπονται από μια δυναμική μετασχηματιστική διαδικασία εν τω γίγνεσθαι[5], συνιστούν σημεία αναφοράς, εφόσον η διερεύνηση και ο εντοπισμός δεν εξυπηρετεί μια στείρα κατηγοριοποίηση αλλά ένα αποφασιστικής σημασίας εργαλείο πρόσληψης και γονιμότερης αναγνωστικής επαφής. Υπό την παραπάνω οπτική το «Το κρεβάτι 29» του Μωπασάν, κείμενο βραχύλογο με τα ειδολογικά και δομικά γνωρίσματα του διηγήματος προσφέρεται ως χώρος ανίχνευσης ρεαλιστικών και νατουραλιστικών εκφάνσεων.
Μια ερωτική ιστορία βρίσκεται στο θεματικό επίκεντρο του διηγήματος[6]. Εκκινώντας από τον συγγενή του ρεαλισμού θεματικό πυρήνα της αποτύπωσης ενός περιστατικού της καθημερινότητας οριοθετημένου χωροχρονικά (επαρχία της Ρουέν, 1868-70) ο Μωπασάν διανθίζει τη γραφή με νατουραλιστικές πινελιές. Ο επηρμένος, λόγω εμφάνισης και απήχησης στις γυναίκες, αξιωματικός Epivent[7], βιώνει ένα πρωτόγνωρο πάθος με την όμορφη Irma, για το οποίο καυχιέται σε όλη την πόλη προκαλώντας τη ζήλια των συναδέλφων του στο 102ο σύνταγμα των Ουσάρων, στο οποίο υπηρετεί. Ο πόλεμος ως αναγκαία νατουραλιστική συνθήκη του δρώντος ανατρεπτικά περιβάλλοντος επιτρέπει την αφηγηματική μεταβολή των συναισθημάτων του λοχαγού, αλλά κυρίως επιβεβαιώνει τη νατουραλιστική ντετερμινιστική θέση[8] της υπαγωγής της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε ζωώδη, λόγω εξωτερικών δυνάμεων και εσωτερικών παρορμήσεων. Ο αξιωματικός φεύγει για το μέτωπο και η πόλη της Ρουέν καταλαμβάνεται από τους Πρώσους. Το τέλος του πολέμου σηματοδοτεί ανατρεπτικά και νατουραλιστικά την έκβαση της ερωτικής ιστορίας. Όταν επιστρέφει στη Ρουέν ο Epivent, αναζητά την πρώην ερωμένη του, την οποία συναντά, μετά από δική της πρωτοβουλία, στο νοσοκομείο. Αγνώριστη οπτικά και μολυσμένη από σύφιλη, απόρροια του βιασμού της από Πρώσους στρατιώτες προκαλεί την αποστροφή στον πριν από τον πόλεμο αγαπημένο της. Η Irma διεκδικεί τη διατήρηση του έρωτά τους τονίζοντας περήφανα πως αντιστάθηκε μεταδίδοντας στους Πρώσους την ασθένεια[9], πως χρησιμοποίησε ως όπλο το μολυσμένο σώμα της, αλλά ο Epivent επηρεασμένος και από τον χλευασμό όσων άλλοτε τον επευφημούσαν για τη σχέση του με την Irma, επιδεικνύει, με την αποστασιοποίησή του, αναλγησία[10]. Έτσι ο εγκλωβισμός στη συνθήκη νοηματοδοτεί μια πεσιμιστική άποψη για την ανθρώπινη μοίρα.
Ο θεματικός πυρήνας του κειμένου, προσδιορισμένος χρονικά, υφαίνεται στον καθημερινό χώρο και στροβιλίζεται με αφηγηματική οικονομία[11] γύρω από την αενάως σημαντική πτυχή της ανθρώπινης ζωής, τον έρωτα, η έκβαση του οποίου αποβαίνει καταλυτική στη διαφοροποίηση της οπτικής του κεντρικού χαρακτήρα. Το ερωτικό πάθος και η, εκ των συνθηκών, αποσύνθεσή του στο κείμενο του Μωπασάν συγκλίνουν με τη ρεαλιστική θεματική, αλλά φανερώνουν ιδίως νατουραλιστική προέκταση, λόγω της προκλητικότερης και καταθλιπτικά παρουσιαζόμενης θεματικής επιλογής, της αλτρουιστικής δηλαδή στάσης της πόρνης-πατριώτισσας που μάχεται τον εχθρό με πολεμική στρατηγική την ερωτική συνεύρεση και όπλο τη μεταδοτική ασθένεια. Η θεματική επιλογή εξυπηρετεί γόνιμα την αφηγηματική οικονομία και συνδέεται άρρηκτα με τα δομικά συστατικά του κλασικού διηγήματος.[12] Στη βάση αυτή, ο κενόδοξος κομπασμός του Epivent για τη σωματική του υπεροχή και η απολυτότητα του συναισθήματος και της συμπεριφοράς της Irma δικαιώνουν την ύπαρξη «παροξυμμένων χαρακτήρων» στη σκιαγράφηση των βασικών προσώπων. Το αντιθετικό δίπολο συναισθημάτων και στάσης, που διαμορφώνεται βάσει της συγκυρίας του πολέμου, εκφράζει την οξύμωρη δομή του διηγήματος,[13] που κορυφώνεται με το αφηγηματικό απόγειο της καταληκτικής αιχμής. Η τελική φράση αφενός ολοκληρώνει δραματικά την ένταση των αντιθετικών αφηγηματικών πτυχών, αφετέρου αποκαλύπτει τη νατουραλιστική συγγραφική σύλληψη.
Πέραν της προκλητικής θεματικής νατουραλιστικές προεκτάσεις διακρίνονται και στη μέθοδο συγγραφής. Ο Μωπασάν με έμφαση στην, εκ ρεαλιστικής κοιτίδας, παρατήρηση και αντικειμενική αποτύπωση του υλικού κόσμου συνθέτει νατουραλιστική περιγραφή του Epivent, ώστε ο επιτονισμός λεπτομερειών σχετικών με σωματικά προσόντα παραπέμπει στις σύγχρονες πραγματιστικές επιστημονικές θεωρήσεις[14]. Γενικότερα, η ρεαλιστικά εναργής σύνθεση αφηγηματικών χαρακτήρων ως προτύπων της τάξης στην οποία ανήκουν, προκειμένου να καταστεί εύληπτη η πρόσληψη από τον αναγνώστη,[15] επιτείνεται εμφατικά στον Μωπασάν. Οι αποτυπώσεις αυτές εκφράζονται με γραμμικά εξελισσόμενη αφήγηση, τριτοπρόσωπη, από «αφηγητή-παντογνώστη» δίχως εστίαση αλλά με υποτυπώδη εξωτερίκευση σκέψεων των κύριων χαρακτήρων[16] δια του μιμούμενου ευθέος λόγου[17] επιβεβαιώνοντας τη ρεαλιστική ψευδαίσθηση αληθοφάνειας. Η τελευταία λειαίνεται ίσως από την πυκνή χρήση επιφωνηματικών και ερωτηματικών προτάσεων, ρητορικών ερωτήσεων, ασύνδετου σχήματος,[18] που «παραβιάζουν» την αποστασιοποιημένη ένταξη του αναγνώστη στην αιτιοκρατική αφήγηση. Το ουδέτερο ύφος, αξιωματική προϋπόθεση της αληθοφανούς προοπτικής, εξακτινώνεται στην ιδεώδη αναπαράσταση της πραγματικότητας με την κλινική καταγραφή της χωρίς ωραιοποίηση ή συγκάλυψη αποκρουστικών πλευρών, έκδηλη στο νοσοκομειακό χώρο,[19] επιτρέποντας να αναδυθεί νατουραλιστικά η κριτική οπτική του γράφοντος για τη συγκαιρινή του πραγματικότητα. Η τελευταία επιβεβαιώνεται και στην κριτικά παρουσιαζόμενη Irma ως καθρέφτη αντανάκλασης της κοινωνικής υποκρισίας (θαυμασμός-χλευασμός) μετουσιωμένη στο αγαπημένο νατουραλιστικό μοτίβο των ιεροδούλων,[20] πεδίο προβληματισμού αφενός του αστικού αμοραλισμού, αφετέρου της σοσιαλιστικής-εργασιακής υπόστασης, αλλά και στις με κριτική διάθεση ειρωνικές επισημάνσεις για τον ρόλο του στρατού εν καιρώ ειρήνης.[21]
Εν τέλει η ανίχνευση διακριτών στοιχείων ένταξης του εν λόγω διηγήματος στο ρεαλιστικό και στο νατουραλιστικό πλαίσιο αποτελεί διαδικασία συναρπαστική που έλκει τη γοητεία της από την ενασχόληση με βασικές πτυχές και δομικά χαρακτηριστικά του αφηγηματικού είδους της κλασικής διηγηματογραφίας, που το 19ο αιώνα βρίσκεται σε πορεία γόνιμης ανανέωσης και αναπόφευκτης μεταξύ λογοτεχνικών εκφάνσεων αλληλεπίδρασης. Η διαπίστωση, επομένως, ευκρινών αξιωματικών ορίων ρεαλισμού-νατουραλισμού στο κείμενο είναι εφικτή αλλά συνάμα ρευστή, αφού ρεαλιστικά λογοτεχνικά ερείσματα επιτρέπουν τη νατουραλιστική κορύφωση. Άλλωστε η σε όποιο εκ των δύο ρευμάτων ένταξη δεν μειώνει τη βασική αποστολή κάθε διηγήματος -και δη του συγκεκριμένου- που είναι η αισθητική απόλαυση, απορρέουσα εκ της οικειότητας που συνεπάγεται η ανάγνωσή του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Α. Βλαβιανού, Γ. Γκότση, κ. ά., Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας από τις αρχές του 18ου έως τον 20ό αιώνα, τ. Β΄, ΕΑΠ, Πάτρα 22008
- Α. Βλαβιανού, «Το διήγημα στην καμπή του 19ου αιώνα. Από την κλασική αρτιότητα στις πρώτες καινοτόμες αποκλίσεις», Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας στο Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων, επιμ. Αποστολή Π., ΕΑΠ, Πάτρα 2008
- Guy de Maupassant, «Το κρεβάτι 29» (1884), στο: Επίλεκτα διηγήματα, μτφ Πιομπίνος, Φ., Ίκαρος, Αθήνα 2005 σσ 297-311
- Travers, Εισαγωγή στη νεότερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία, μτφ. Ναούμ Ι. και Παπαηλιάδη Μ., Βιβλιόραμα, Αθήνα 2005.
_____
[1] Α. Βλαβιανού, Γ. Γκότση, κ. ά., Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας από τις αρχές του 18ου έως τον 20ό αιώνα, τ. Β΄, ΕΑΠ, Πάτρα 22008, σ.177. Από την επόμενη υποσημείωση το συγκεκριμένο έργο θα αναφέρεται συντομογραφικά ως ΙΕΛ Β’
[2] ΙΕΛ Β΄, σ. 177
[3] ΙΕΛ Β΄, σ. 178
[4] Α. Βλαβιανού, «Το διήγημα στην καμπή του 19ου αιώνα. Από την κλασική αρτιότητα στις πρώτες καινοτόμες αποκλίσεις», Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας στο Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων επιμ. Αποστολή Π., ΕΑΠ, Πάτρα 2008 σ. 187
[5] Α. Βλαβιανού, «Το διήγημα στην καμπή του 19ου αιώνα. Από την κλασική αρτιότητα στις πρώτες καινοτόμες αποκλίσεις», Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας στο Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων, επιμ. Αποστολή Π., ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σ. 186-187
[6] Guy de Maupassant, «Το κρεβάτι 29» (1884), στο: Επίλεκτα διηγήματα, μτφ Πιομπίνος, Φ., Ίκαρος, Αθήνα 2005, σσ. 297-311
[7] Guy de Maupassant, ο. π., σσ. 297-300 όπου εκτός της έπαρσης του Επιβάν για τη σωματική του κατασκευή ανιχνεύονται η νατουραλιστική φιλοσοφική ενατένιση του ρόλου της γονιδιακής ταυτότητας και της κληρονομικότητας και η θετικιστική προσέγγιση της επικράτησης του ισχυρότερου, αφού ο λοχαγός θεωρεί αυτονόητη την υπεροχή λόγω του παραστήματός του.
[8] ΙΕΛ Β΄, σ. 178
[9] Guy de Maupassant, ο. π., σ. 307 στο σημείο «Όχι, θέλησα να εκδικηθώ […] κοιταχτώ». Ομοίως σ. 310 «Όμως ήθελα να τους ξεκάνω […] δαύτους»
[10] Guy de Maupassant, ο. π., σ. 309-310
[11] Α. Βλαβιανού, ο. π., σ. 190 και σ.193
[12] Α. Βλαβιανού, ο. π., σ. 190-192
[13] Α. Βλαβιανού, ο. π., σ. 191
[14] Guy de Maupassant, ο. π., σσ. 297-300 βλ. και υποσημείωση 14
[15] Α. Βλαβιανού, ο. π., σ. 193-194
[16] Ενδεικτική επισημάνση στο διήγημα του Μωπασσάν σ. 304 «Θα πρέπει να βρέθηκε […] υπάρχοντά της»
[17] Σε αρκετά αφηγηματικά σημεία του διηγήματος γίνεται αξιοποίηση του μιμούμενου ευθέος λόγου είτε οριοθετημένου με εισαγωγικά είτε με παύλες. Ενδεικτική αναφορά σ. 306-308
[18] Guy de Maupassant, ο. π., σ..307 (ενδεικτική επιλογή επιφωνηματικών προτάσεων «Κιόλας! Μ’ αφήνεις κιόλας! […] ακόμα!…», σ. 307 (ομοίως ενδεικτική παρουσίαση ερωτηματικής πρότασης «Πως τα’ άρπαξες […] καημενούλα μου;», σ. 299 ρητορική ερώτηση «Δε στολίζουν […] έτσι;» και σ. 299 ενδεικτική αναφορά σε ένα εκ των πολλών ασύνδετων « Όταν διάβαινε, η κυρά […] εξομολόγηση».
[19] Guy de Maupassant, ο. π., σ. 304-305
[20] ΙΕΛ Β΄, σ. 178 όπου η πορνεία αναφέρεται ως βασική συνιστώσα της νατουραλιστικής καταθλιπτικής θεματικής.
[21] Guy de Maupassant, ο. π., σ. 299 στο σημείο «Για δες τον πως φουσκώνει […] δεν είν’ έτσι» και σ. 300 «Πρέπει να ‘ναι κανείς […] κορδωμένοι»
0 Σχόλια