«Της αυγής το χάδι δροσιά του γιασεμιού με πληγώνει» (Σέφης Αναστασάκος, ‘Με πληγώνουν’).
Η ποιητική συλλογή του Σέφη Αναστασάκου με τίτλο ‘Στη σκιά των ανεμόμυλων’ συγκροτεί όρους ενός εμπρόθετου λυρισμού[1] ο οποίος προσδιορίζει συμβάντα διαμέσου των ‘ερειπίων’ της ιστορίας και του πολύσημου ‘τώρα’, εγγράφοντας χαρακτηριστικά δια-κράτησης συμβολισμών, συμβολισμών που δεν προστατεύονται παρά από την ίδια την φορά που προσδίδει ο ποιητής.
Η ποιητική γλώσσα[2] δια-περνάται από εντάσεις, από προσδοκίες καταλλαγής, από μία ηλιακή έγκλιση που δεν αποκαλύπτει παρά αποκαλύπτεται διαρκώς στα επάλληλα σώματα.
Διαρρηγνύοντας τους όρους της απλής προτρεπτικότητας, ο ποιητής, ανοιχτός στα κελεύσματα του καιρού του, εντάσσει στο ποιητικό πεδίο μνήμες που συνδιαλέγονται με τις ‘σκιές’ της παρηγορίας, νοηματοδοτεί τις υποκειμενικές εκφάνσεις ενός αντικειμενικού γίγνεσθαι, εκεί όπου ‘εδαφοποιούνται’ οι αλληγορίες αναγέννησης εν καιρώ κρίσης, διαμέσου της ‘επι-καρπίας’ της ‘άγνωστης’ λέξης, της οικείας στιγμής, καθώς και της ερωτικής ανάδυσης από το ‘μύθο’: σώμα και σώματα εν σχέσει με την γενεαλογία του ανθρώπινου αίματος.
Στην περιώνυμη ‘σκιά’ ενσκήπτουν οι ενοχές, η άσκηση του πένθους, η αίσθηση μίας δυνατότητας απο-λύτρωσης που εκφέρεται ως διαπεραστική αίσθηση των πραγμάτων, η πρόθεση της προσήκουσας μαρτυρίας: η δι-επαφή και η οριακότητα της: «Στα χείλη σου ροδάκινου γεύση ανυπότακτη».[3]
Στην ποιητική γλώσσα δομούνται σχέσεις εκτατικές, σχέσεις που αναφέρουν και αναφέρονται από την τριβή, από την ‘γεύση’ του ίμερου, εκεί όπου τα χείλη φέρουν την φυσικότητα της ασύγγνωστης πρόθεσης: την «γεύση του ροδάκινου» ως επανοικειοποίηση της περιεχομενικότητας του έρωτα[4], της δόμησης του ‘ανυπότακτου’ στην ίδια την φορά του ανήκειν.
Ο Σάββας Μιχαήλ στην ανάλυση του ‘Μεγάλου Ανατολικού’ του Ανδρέα Εμπειρίκου, αναφέρει σχετικά με τις ερωτικές ωσμώσεις που ενσκήπτουν: «Αυτό το ερωτικό αντικείμενο (σ.σ: η Εμπειρίκια «παιδίσκη») δεν είναι μόνο παθητικός υποδοχέας του πόθου. Είναι το ίδιο αντικείμενο-υποκείμενο και αναπροσανατολίζει την όλη κίνηση προς την αρχέγονη ενότητα, της οποίας γίνεται προ-εικόνισμα, προ-έκφανση (Vorschein, με την έννοια που δίνει στον όρο ο Ernst Bloch)».[5]
Με την ιδιαίτερη ποιητική του τροπικότητα, ο Σέφης Αναστασάκος, οικειοποιείται τις όψεις της «όλης κίνησης προς την αρχέγονη ενότητα», σπεύδοντας να αποδώσει παρά να προκαταλάβει, προσιδιάζοντας παράλληλα προς την ευόδωση στο χωροχρόνο της «Ροδακινικής» απο-κάλυψης & απόθεσης. Το φιλί-ροδάκινο καθίσταται η γεύση που αφήνει, πλαίσιο ‘απόσπασης’ από τον οίκτο, πλαίσιο-αναπαράσταση του ενωτικού πόθου.
Μεταξύ κοινωνικών αποτυπώσεων και σήμανσης των στοιχείων εκείνων που δύνανται να συνθέσουν την ποιητική ‘αλήθεια’, ο Σέφης Αναστασάκος επικοινωνεί με τις όψεις της δοτικότητας, φέρει το περίβλημα μίας σκληρής εποχής, διευρύνοντας παράλληλα τα όρια μίας ποίησης που, από τις ίδιες τις απευθύνσεις της, αναμένει πολλά.
Στο κειμενικό ποιητικό ‘σώμα’ εντυπώνονται μνήμες αίματος, μνήμες φόνευσης, η ποιητική του Φεδερίκο Γαρθία Λόρκα ο οποίος, δια-κρατεί την ευρύτητα της παρουσίας στην αρένα: «Γυάλινα βουνά διαβήκαμε καλπάζοντας στίχους ανένταχτους μ’ αφηνιασμένες λέξεις που κροτάλιζαν στο δισάκι μας. Στα στενά του Τολέδο περιμέναμε να γυρίσεις Φεδερίκο. Πήγαμε στην εκκλησιά. Στην εκκλησιά, φέραν το σώμα του ταυρομάχου. Τον βρήκαν να κοιμάται, κάτω απ’ τις ήσυχες καστανιές με το περιδέρειο του θανάτου. Χυμένο αίμα στα πέταλα των ρόδων, χυμένο αίμα στους κρόταφους των αστεριών στις ρίζες των δέντρων. Στο ναό των νεκρών πουλιών στο ναό των νεκρών ποιητών ένα καντήλι φέγγει τα σκοτάδια».[6]
Η ίδια η φασματικότητα εντυπώνεται ως μνήμη της παρουσίας, αίρει τις προκείμενες του ανώφελου, δύναται να ‘κατασκευάσει’ πεδία κριτικής: ‘γιατί τώρα;’. Η απόκριση αναφέρεται ‘μητρικά’, ζητεί από τον Λόρκα και την Λορκική ποίηση την λέξη ή τις λέξεις, ήτοι την πορεία στην οριακότητα του διά-κενου, καθώς και της συνάρθρωσης μορφής και διάκρισης της μορφής.
Η ποίηση προσδιορίζεται ως πορεία εντός προθέσεων, εντός των απολήξεων ζωής και θανάτου. Ο Σάββας Μιχαήλ αναφέρει πως «ο κάθε θάνατος έχει τη δική του εσχατολογία. Κάθε φορά μοναδικός, το τέλος ενός κόσμου».[7] ‘Εγγίζοντας’ τις πλαισιώσεις των αναφορών, ο Σέφης Αναστασάκος, επι-φέρει την τομή της Λορκικής παρουσίας, αναζητώντας την έκθεση της ποίησης, το δια-μοίρασμα των αναφορών, την φαντασιακή κοπή του ειδικού και του επώδυνα μοναδικού: «Στο ναό των νεκρών πουλιών στο ναό των νεκρών ποιητών ένα καντήλι φέγγει τα σκοτάδια».
‘Στη σκιά των ανεμόμυλων’, ο ποιητής διαλέγεται με την δυστοπία, με το αίμα ως συμβολισμό του εικονοκλαστικού γίγνεσθαι, με την ιστορία που συνυφαίνεται με τον τόπο ή με τους τόπους εκδήλωσης της, χρησμοδοτώντας συνάμα για το διαρκώς άλλο: «Στους όρμους οι ανέμοι λεηλατούν ιστιοφόρα στις όχθες άνθη αιχμάλωτα ανασαίνουν τ’ απόβροχο. Η συντέλεια, σε εξάμηνες ισόποσες δόσεις, περπατά στην ομίχλη της νύχτας σκιάς χαράσσοντας το μέτωπο. Σε κόκκινα ερείπια γράφεται το χρονικό της άλωσης των δορικτητόρων. Και ο Βονιφάτιος ο Χλωρός, (υιός του Βιλεαρδουίνου), ο Τισαφέρνης, ο Βελισάριος, ο Γοδεφρίδος; Τίποτα δεν ξέρουμε γι’ αυτούς, στην ανάπαυλα της μάχης πνίγηκαν, στο αίμα του δύοντος ηλίου».[8]
Το αίμα ρέει ενώπιον της ‘προδοσίας’, της διάστικτης αμαρτίας, τείνοντας προς την λειτουργία της επί-γνωσης που δύναται να προσφέρει η πράξη. Ενώπιον του στοχασμού, η πράξη, το «ήμαρτον» σε κινήσεις πληθυντικές. «Πολλά τα «συγγνώμη» που έστειλες στο θεό, με poste restante. Στείλε και μερικά «κύριε ελέησον», να ξέρει που τον σέβεσαι. Άλλωστε ο ίδιος πήρε τις αποφάσεις του. Δεν του αρέσουν οι «συγγνώμες» περιέχουν αλαζονία έστω και ξεθωριασμένη. Προτιμά τα «ήμαρτον» καταχωρούνται πιο εύκολα παραπέμπουν στην αμαρτία».[9]
Η ποίηση ενσκήπτει μεταξύ επί-γνωσης και απεύθυνσης, εντάσσοντας στη χορεία της, στο φάσμα της σιωπές, καθημερινές προβολές, την αγωνία της αναζήτησης της σωτηρίας, της εξιλέωσης. Στη ‘σκιά’ των εγγραφών, στο Canto των υποκειμένων, η ‘σκιά’ της άλλης μορφής, η δια-πάλη με τους ‘ανεμόμυλους’ του χασματικού γίγνεσθαι, οι όψεις της αναγνώρισης και της αλληλεγγύης, η απώλεια και η υπενθύμιση της ομορφιάς: «Στη Βαβυλώνα δεν έχουν Αγνώστους, κηδεύουν τριαντάφυλλα».[10]
Ο ποιητής, για να παραπέμψουμε στην Σπινοζική φιλοσοφία, ζει, «ex solo rationis dictamine visit»[11], «ακολουθώντας μόνον την υπαγόρευση του Λόγου», ενσωματώνοντας στοιχίσεις, συνειρμούς και ανθρώπινα υποκείμενα, ακροάσεις, προσδοκίες γεννήσεων και στοχεύσεις. Αυτή είναι η καθημερινή ύλη των πραγμάτων.
Το διακύβευμα, το πρόταγμα, καθίσταται ο ίδιος ο Λόγος-Ποίηση, η συν-διαλλαγή με την ‘οικεία ανοικειότητα’. Όπως τονίζει ο Γιάννης Ρίτσος: «ΕΔΩ το φλογερό πράσινο των δέντρων, η βέβαιη βουή των νερών, οι νέοι σπαρτιάτες με τα ποδήλατα, ο νέος ιερέας με το κυανό αντερί διασχίζοντας την εσπέρα, το λεωφορείο στη σκιά της Μητρόπολης. Εκεί τ’ ασκητικό βουνό με το σφιγμένο του σαγόνι με το γδαρμένο στέρνο της υπεροψίας του γυμνό, κατάγυμνο τ’ ασκητικό βουνό. Κ’ εμείς, ανάμεσα».[12]
Το ποιητικό πράττειν του Σέφη Αναστασάκου, φέρει τα ‘θραύσματα’ της απωλεσθείσας εμπιστοσύνης. Παραπέμποντας και παραλλάσσοντας ελαφρά την Pascale Casanova, δύναται να αναφέρουμε πως η ίδια η ποίηση, η ποιητική ‘νησιωτικότητα’, «επιβάλλει την ιδέα ότι υπάρχει κάτι που πρέπει να αναζητήσουμε», κάτι που δεν έχει ακόμη περιγραφεί».[13]
_
γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης
_____
[1] Ο ποιητικός λυρισμός εξελίσσεται & ‘μετασχηματίζεται’ στο ίδιο μήνυμα που αναδεικνύει την ποικιλία του ευρύτερου γίγνεσθαι.
[2] Στα ποιητικά συμφραζόμενα διαρκεί η αίσθηση της φρεσκάδας που φέρουν τα λουλούδια ως θέαση, κρυφός πόθος και ορμέμφυτο ‘ξύπνημα’ του κόσμου. Στον ανοιχτό ορίζοντα, το σημείο-μηδέν της ανθρώπινης, της αιμάσουσας δημιουργίας, του τραύματος με αλλά και δίχως αριθμό: «Κόκκινος ουρανός κυριεύει τον ορίζοντα έτος πρώτο μετά την καταιγίδα». Βλέπε σχετικά, Αναστασάκος Σέφης, ‘Ανάγλυφα’, Ποιητική Συλλογή, ‘Στη σκιά των ανεμόμυλων’, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2005, σελ. 14.
[3] Βλέπε σχετικά, Αναστασάκος Σέφης, ‘Ορτανσίες…ό.π., σελ. 35.
[4] Ο έρωτας καθίσταται το πεδίο της εναγώνιας προσδοκίας, της σωματικής κατάπληξης. Όπως το θέτει η Κική Δημουλά: «Περιττός θάνατος δεν είναι και ο έρωτας»; Βλέπε σχετικά, Δημουλά Κική, ‘Δυσπνέεις. Κατανοητό.’ Ποιητική συλλογή ‘Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως’, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, 2007, σελ. 9.
[5] Βλέπε σχετικά, Μιχαήλ Σάββας, ‘Πλους και κατάπλους του «Μεγάλου Ανατολικού», Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 1995, σελ. 44.
[6] Βλέπε σχετικά, Αναστασάκος Σέφης, ‘Επικήδειος στον Λόρκα…ό.π., σελ. 31.
[7] Βλέπε σχετικά, Μιχαήλ Σάββας, ‘Η απόγνωση ως ευγένεια’, στο: Μιχαήλ Σάββας, (επιμ.), ‘Homo Liber. Δοκίμια για την Ποίηση, την Εποχή και την Ελευθερία’, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2016, σελ. 177.
[8] Βλέπε σχετικά, Αναστασάκος Σέφης, ‘Αίμα του δύοντος ηλίου…ό.π., σελ. 19.
[9] Βλέπε σχετικά, Αναστασάκος Σέφης, ‘Ήμαρτον…ό.π., σελ. 42.
[10] Βλέπε σχετικά, Αναστασάκος Σέφης, ‘Στον Άγνωστο Στρατιώτη…ό.π., σελ. 7. Στην ποιητική του συλλογή με τίτλο ‘Δραπέτες’, ο Σέφης Αναστασάκος ανα-πλαισιώνει τους όρους πρόσληψης του προσφυγικού-μεταναστευτικού υποκειμένου, κινούμενος εντός και εκτός καιρού συνάμα και υπενθυμίζοντας, την ευρύτητα και την βαρύτητα της πρόσφατης όξυνσης του προσφυγικού-μεταναστευτικού ζητήματος, με όρους μίας διάστικτης, κοινωνιο-γεωγραφικής διασποράς της αλληλεγγύης.
[11] Αναφέρεται στο: Μιχαήλ Σάββας, ‘Ελευθερία..non ut Legem, sed ex amore…ό.π., σελ. 19.
[12] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Προσχέδια’, Ποιήματα, Τόμος Γ’, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 2004.
[13] Βλέπε σχετικά, Casanova Pascale, ‘Η Παγκόσμια Πολιτεία των Πραγμάτων’, Μετάφραση: Γιαννοπούλου Έφη, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2011, σελ. 21.
0 Σχόλια