
Κυριακή, τέσσερις του Ιούλη του 2004. Αθήνα, Πειραιάς, λεκανοπέδιο, όλη η Ελλάδα στο πόδι, σε κατάσταση ευφορίας και δημιουργικού οργασμού.
Ο Μπάμπης είναι «…ένας από τους ακούραστους επιστήμονες -εργάτες αυτής της λαμπρής προσπάθειας, του τιτάνιου αγώνα του ελληνικού έθνους να ανταποκριθεί στις ιστορικές του υποχρεώσεις, για τη στιγμή που η ολυμπιακή φλόγα θα καταυγάσει τον ουρανό της ένδοξης Αθήνας, δίνοντας το σύνθημα της έναρξης και της επιστροφής των αγώνων στον τόπο που τους γέννησε…» « …Ήδη ο Θεός της Ελλάδας έστειλε το πρώτο του ηχηρό -τι ηχηρό; Εκκωφαντικό!- μήνυμα. Η Ελλάδα στον τελικό του Euro 2004!…».
Πλημμυρισμένος περηφάνια, έχει κυκλώσει τα αποσπάσματα από το χρονογράφημα της αθλητικής εφημερίδας του και με σαρωτικό προαίσθημα ότι η μέρα αυτή θα χαραχθεί ανεξίτηλα στη μνήμη του, ετοιμάζεται να τη γεμίσει με αξέχαστες, όμορφες εικόνες.
Η ευδιαθεσία του είχε από την προηγούμενη μέρα, Σάββατο, πιάσει κορυφή, αφού απαλλάχθηκε οριστικά και αμετάκλητα από τα ζιζάνια του κήπου του, ακολουθώντας τις οδηγίες του εξυπηρετικού αλλά και περίεργου γεωπόνου που ευγνωμονούσε μεν, δεν κατανοούσε δε για την τόση του ανιδιοτέλεια, να παρέχει αποτελεσματικές συμβουλές, χωρίς αμοιβή και χωρίς να πουλάει την πραμάτεια του. Πώς τα κατάφερνε να ζει; Να μη σχολιάσει, τώρα, και την ανεπαρκή συμβολή του τύπου στη διαμόρφωση του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος! Ο καλός μεν, αντιπαραγωγικός δε αυτός κύριος, όταν ο Μπάμπης είχε πάει στο μαγαζί του να αγοράσει ζιζανιοκτόνο, του είχε υποδείξει να μην μολύνει το περιβάλλον με αμφίβολης αποτελεσματικότητας φυτοφάρμακα και αντί γι’ αυτά, να έμπαινε στον υγιεινό κόπο να ξεριζώσει προσεκτικά τις αδηφάγες πόες, αφού προηγουμένως-του το τόνισε αυτό- κάνει ένα καλό πότισμα, για να μαλακώσει το χώμα.
Έχει ξυπνήσει από πολύ νωρίς· θα αρχίσει με πριγκιπικό πρόγευμα στη μαγευτική μαρίνα του «Έντεμ» και θα συνεχίσει με ένα ευχάριστο περίπατο στη νεότευκτη «Εσπλανάδα» του Φαλήρου, πρόσφατος γαρ Φαληριώτης και νεόκοπος αριστοκράτης. Προσωρινά εργένης, λόγω εγκατάστασης της οικογένειάς στο εξοχικό τους στη Τζια, όπου ο ίδιος δεν μπόρεσε να ακολουθήσει, αφού το διπλό καθήκον του –εξόφληση δανείου για το σπίτι και δουλειά- τον καθήλωσε στην Αθήνα.
Του ’μεινε, όμως, για συντροφιά, ο Μήτσος το φασαριόζικο κανισάκι τους, με τις χαριτωμένες φουντίτσες -διασωθείσες από το καλοκαιρινό κούρεμα, για αισθητικούς, βεβαίως, λόγους- που θα τον συνοδεύσει στην πρωινή του έξοδο, εκνευρίζοντας και διασκεδάζοντάς τον ταυτόχρονα, με τα καμώματά του.
Μετά, τον καλεί το δεύτερο καθήκον του, αφού θα πρέπει να πεταχτεί να παραλάβει τα σίδερα μιας κατασκευής της τελευταίας τελευταίας στιγμής. Δυο ώρες θα δουλέψει, θα πληρωθεί όμως ολόκληρο μεροκάματο με προσαύξηση, λόγω απασχόλησης σε μέρα αργίας, χώρια οι υπερωρίες που ο ευφυής προϊστάμενός του θα βεβαιώσει (μήπως από την τσέπη του θα τα βγάλει;).
Αυτόν τον προϊστάμενο τον πάει πολύ και τα αισθήματα δείχνουν να είναι αμοιβαία, σε αντίθεση με τον προηγούμενο, που αποκαλούσε το Μπάμπη «ριζίδιο», χωρίς να δίνει καμία εξήγηση γι’ αυτό το ενοχλητικό παρατσούκλι, που ο Μπάμπης έκανε πως δεν άκουγε, για να μην οξύνει τα πράγματα.
Η αρμονική του σχέση με το νέο προϊστάμενο ξεκίνησε όταν εκείνος τον κάλεσε μια σπουδαία, για την καριέρα του Μπάμπη, μέρα, για να του αναθέσει την επίβλεψη ενός δύσκολου και καθυστερημένου έργου τους. Ο προϊστάμενος, του ξανοίχτηκε, χωρίς επιφυλακτικότητες και του δήλωσε ότι λογαριάζει πολύ στη συμβολή του, ώστε η Υπηρεσία τους να ανταποκριθεί στο βαρύ φόρτο εργασίας αλλά και δόξας που της έλαχε. Του εξήγησε πως δεν έχει σημασία ο λιγοστός χρόνος τής ως τότε συνεργασίας τους και ότι η έλλειψη αυτή είχε καλυφθεί από τις πληροφορίες που, ως ικανός προϊστάμενος, είχε ήδη συλλέξει.
Ο Μπάμπης είχε πολύ εντυπωσιασθεί από την σύντομη, αλλά απόλυτης ακρίβειας περιγραφή, από τον νέο του προϊστάμενο, των δυνατών και αδύνατων σημείων της δικής του προσωπικότητας, με την οποία περιγραφή, απολύτως συμφωνούσε, οικτίροντας νοερά τον προηγούμενο, για την ανικανότητά του να αξιολογήσει σωστά ένα πρόθυμο υφιστάμενο και να τον αξιοποιήσει. Είχε χαρεί, ενθουσιαστεί πιο σωστά, όταν αυτός ο νέος προϊστάμενος του ζήτησε να διατηρήσει και να επαυξήσει την αποφασιστικότητά του, να μην στέκεται σε επουσιώδεις λεπτομέρειες και να αντιλαμβάνεται με ευρύτητα πνεύματος τους κανονισμούς και τη νομοθεσία.
Με ένα σύντομο μάλιστα λογύδριο διευκρίνισε απολύτως τις οδηγίες που του έδινε: «Το βλήμα που αντικαθιστάς αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγή. Μπλοκάριζε διαρκώς τα έργα με τη σχολαστικότητά του, λες και είναι δυνατόν να είναι όλα τέλεια… Εδώ σε θέλω, φίλε μου, να έχεις την κρίση να αντιληφθείς ότι με μια εκτροπούλα -δεν αναφέρομαι σε υπερβολές- από τον κανονισμό δε χαλάει ο κόσμος, όταν επιτρέπεις να προχωρά το έργο, χωρίς να μας φέρνεις σε δύσκολη θέση… Αν ήταν όλα τέλεια, δεν θα χρειαζόμασταν επιβλέποντες μηχανικούς… Και το εξωφρενικότερο όλων, να μην αντιλαμβάνεται ότι με κατεστραμμένους εργολάβους τα έργα δε θα γίνουν. Των αδυνάτων αδύνατο να εφαρμοστεί, τώρα, στην τούρλα του Σαββάτου, η σύμβαση σχολαστικά κι αυτός να επιμένει ότι δήθεν έχει ευθύνες, ότι χειρίζεται χρήματα του Δημοσίου, ότι δεν μπορεί να υπογράφει λογαριασμούς χωρίς να είναι σε θέση να τους ελέγξει ουσιαστικά, ότι αυτός δε βρίσκει το νόμο λανθασμένο, ότι δεν είναι δουλειά του να νομοθετεί και άλλες τέτοιες αηδίες, κατηγορώντας, εμμέσως πλην σαφώς, τη δική μας κατανόηση στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι άλλοι, αλλά, κυρίως, την πατριωτική μας προαίρεση… Βλέπεις, δεν βρέθηκε ποτέ του απέναντι στους γάτους του Ταθελολά, να τρέμει σαν το ψάρι… Πνεύμα αντιλογίας όταν χρειάστηκε ν’ αλλάξει η ανεφάρμοστη αρχική μελέτη. Αυτός να επιμένει πως η μελέτη μπορεί να εφαρμοστεί και ότι η αλλαγή, που ζητάει ο ανάδοχος, είναι κακόβουλη και θα εκτρέψει το έργο χρονικά και οικονομικά. Κάτι τέτοιοι δειλοί, που αρνούνται να αναλάβουν τις ευθύνες τους, βάζουν σε κίνδυνο την έγκαιρη παράδοση των έργων… Το φαντάζεσαι να μας αφαιρέσουν τους ολυμπιακούς εξ’ αιτίας τους; Ευτυχώς που του δώσανε προαγωγή και γλυτώσαμε από δαύτον. Είμαι απόλυτα βέβαιος ότι εσύ καταλαβαίνεις και θα βρεις τρόπους να ξεπεραστούν τα αδιέξοδα που δημιούργησε το βλήμα. Καλή σου επιτυχία! Κάποια απορία;».
Καμιά απορία, σιγά τα δύσκολα. Ο Μπάμπης, το γατόνι, είχε καταλάβει και δυσκολότερα, εξ ου και το πλατύ χαμόγελο που είχε φορέσει και τα επιδοκιμαστικά κουνήματα του κεφαλιού του. Αυτός ήταν ένας άνθρωπος έξω καρδιά και ποτέ δεν άφηνε να του σκοτίζουν μεγάλες έγνοιες το τσερβέλο. Το Πολυτεχνείο δεν είχε βιαστεί να το τελειώσει, αφού σπούδαζε και τον τζόγο παράλληλα και όντας ωραίο παιδί, αφιέρωνε και αρκετό χρόνο στο να έχει να θυμάται από τα φοιτητικά του χρόνια. Στις εμπειρίες του από το τζόγο είχε τεκμηριώσει την ακαταμάχητη οικονομική του θεωρία. Διακήρυσσε πως η οικονομία της Ελλάδας είναι ακλόνητη, χάρη στο μέγεθος της παραοικονομίας της και οι κακές γλώσσες διάδιδαν πως, όντας ακραιφνής πατριώτης, φρόντιζε και αυτός να συμβάλει στη θωράκιση της. Οι ικανότητές του, ως μηχανικού –διέδιδαν πάλι οι κακές γλώσσες- ερείδονταν στην εμπιστοσύνη του προς τις ικανότητες των καλών κολλητών του συναδέλφων, τους οποίους ποτέ δε στενοχωρούσε, ήξεραν εκείνοι τη δουλειά τόσο καλά, που ο ίδιος αρκούσε μόνο να υπογράφει. Εξ άλλου και οι εργοληπτικές εταιρείες, για τα επίπεδα οργάνωσης και τεχνογνωσίας των οποίων καμάρωνε σαν να ήταν δικές του, εγγυόταν την άψογη εκτέλεση των έργων, γι’ αυτό και τον γέμιζαν εθνική υπερηφάνεια.
Όλα αυτά, όμως, δεν αφαιρούσαν από τις διηγήσεις του και επεισόδια όπου η επιστημονική του δεινότητα, η εμπειρία του αλλά και η πονηριά του (απολύτως αναγκαία και αυτή) είχαν επαναφέρει στην τάξη εκτραπέντες εργολήπτες, είχαν γλυτώσει το Δημόσιο από αχρείαστες δαπάνες και όχι σπάνια, είχαν αποτρέψει μεγάλους κινδύνους και σοβαρές κακοτεχνίες. Καρφί δεν του καιγόταν, που όσα διηγιόταν χαρακτηρίζονταν από έντονη αντιφατικότητα, που αδυνάτιζε δραματικά την πειστικότατά του και που κανείς άλλος δεν τα θυμόταν με τον ίδιο τρόπο,·μπορεί και να μην το αντιλαμβανόταν. Κακεντρεχείς συνάδελφοί του έλεγαν, σ’ αυτά τα διαδρομίστικα πηγαδάκια των πισώπλατων κουτσομπολιών και των χαμένων ωρών εργασίας, ότι αν τον έβαζες να μοιράσει δυο γαϊδάρων άχυρα, θα έλυνε το πρόβλημα πυροβολώντας τον ένα. Κλασσικό θύμα των διαδόσεων ήταν ο Μπάμπης.
***
Ο ήλιος συνεχίζει να ανεβαίνει στο στερέωμα της τετάρτης Ιουλίου 2004 και ο Μπάμπης, έχοντας ολοκληρώσει το απολαυστικό του πρόγευμα, κατευθύνεται, με συνοδηγό το Μήτσο, στην «Εσπλανάδα». Σ’ ένα πεζοδρόμιο, πιάνει το μάτι του κάτι γραμμένο και σταματά να το διαβάσει. Εξυπνάδες! ΕΣΥ ΕΧΕΙΣ ΤΟ ΣΚΥΛΟ ΣΟΥ, ΤΟ ΣΥΝΤΡΟΦΟ, ΤΟ ΦΙΛΟ ΣΟΥ ΚΙ ΕΓΩ ΤΟ ΚΑΤΑΓΜΑ ΜΟΥ. Θυμώνει! «Ζωώδης έχθρα αναρχικών», μονολογεί. Παραβλέπει, όμως, πως και αυτός ξεχνά μονίμως να εφοδιασθεί με τα απαραίτητα για την περισυλλογή των περιττωμάτων του Μήτσου, αδιαφορώντας για τις συνέπειες.
Μετά τον περίπατό τους, αφήνει το Μήτσο στο σπιτάκι του με γεμάτα τα μπολ του νερού και της τροφής του και φεύγει για τη δουλειά.
Φθάνει κεφάτος στο εργοτάξιο, έχοντας κιόλας ξεχάσει το πεζοδρομιακό σύνθημα και το θυμό του. Δεν θα του χαλούσαν τη μέρα αυτές οι αηδίες. Ο υπεύθυνος εργοταξίου τον ενημερώνει πως ο οπλισμός της πλάκας είναι έτοιμος και μπορεί να τον παραλάβει. Αυτή την όρεξη είχε τώρα ο Μπάμπης, ντάλα μεσημέρι.
«Εσείς τα έχετε ελέγξει; Σας έχω, όπως ξέρεις, εμπιστοσύνη. Η εταιρία σου δεν ρισκάρει τη φήμη της κι εγώ δε θέλω να σας καθυστερώ. Φέρε μου να υπογράψω την παραλαβή. Στην αυριανή σκυροδέτηση δεν θα έλθω απ’ το πρωί, όμως λογάριαζέ με ως παρόντα και, σε παρακαλώ, όχι βλακείες γιατί, να είσαι σίγουρος, θα το καταλάβω».
Πού βρίσκει αλήθεια αυτή τη σιγουριά; Αλλά ο Μπάμπης ανήκει σ’ αυτούς που αρκούνται στα προσχήματα. Εξ άλλου, για να κάνει αυτά που παραλείπει, θα έπρεπε να έχει μελετήσει τη σύμβαση, τη νομοθεσία και τα σχέδια, και όλα αυτά τα περίπλοκα, έλεγε πως ήταν για τους σχολαστικούς σπασίκλες που τα μαθαίναν για να δυσκολεύουν την πορεία των έργων. Εκείνον, το λιγότερο, τον κούραζαν πολύ, άσε που δεν είχαν καμιά σχέση με την ευρύτητα πνεύματος που του ζητούσε ο προϊστάμενός του. Όταν ήταν νέος και άπειρος, είχε κάποτε επιχειρήσει να παρέμβει με δικές του υποδείξεις από το πουθενά, δίνοντας έτσι στον εργολάβο μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να εγείρει πρόσθετες αξιώσεις. Είδε κι έπαθε να γλυτώσει τις συνέπειες και κατάλαβε, από τότε, γιατί «Το λακωνίζειν…».
«Αν με ζητήσουν από την Υπηρεσία, πες τους πως με είδες. Άντε, λέγε τώρα προγνωστικά. Εγώ στοιχηματίζω ότι απόψε θα είμαστε πρωταθλητές Ευρώπης», γυρίζει την κουβέντα. Ο υπεύθυνος έχει την ίδια γνώμη και έτσι το στοίχημα δεν μπαίνει. Του διαβιβάζει και μια πρόσκληση του αφεντικού του, να πάει στη βίλα του στο Κεφαλάρι, που κάνει πάρτι, να δούνε όλοι μαζί παρέα τον αγώνα··θα είναι εκεί και πολλοί άλλοι. Ο Μπάμπης πετάει από τη χαρά του. Και βέβαια θα πάει σε μια τόσο σημαντική κοινωνική εκδήλωση, όπου θα μπορούσε να κερδίσει νέες συμπάθειες. Την ώρα που ετοιμάζεται να φύγει, ο εργοδηγός θυμάται:
«Α, κύριε Μπάμπη, την Παρασκευή πέρασαν δύο ελεγκτές από την Ανεξάρτητη Υπηρεσία Ελέγχων, την ΑΝΥΠΕΛ, και δεν άφησαν γωνιά του εργοταξίου να μην την ελέγξουν. Πριν φύγουν, είπαν πως έχουν συντάξει μια αναφορά για παραλείψεις, ελαττώματα, προχειρότητες και κινδύνους. Επισήμαναν πως πρέπει να αντιμετωπιστούν άμεσα, πριν τη σκυροδέτηση και πριν γίνει καμιά μεγάλη ζημιά. Μου άφησαν αντίγραφο, να σας το φέρω; Οι πιο σοβαρές παρατηρήσεις είναι για τη σκαλωσιά».
Του ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. Άντε τώρα να γίνει η στραβή και να βρεθεί κατηγορούμενος. Όλα αυτά είναι δική του υποχρέωση να τα επισημαίνει και να τα αποτρέπει. Πάει να ιδρώσει, αλλά αμέσως αλλάζει σκέψεις. Σιγά μην εκτεθεί! Το έργο είναι ασφαλισμένο για την αστική ευθύνη κι αυτό είναι που έχει σημασία. Ακόμα κι αν συμβεί το χειρότερο, η ασφαλιστική εταιρία θα πληρώσει για τις ζημιές και τα θύματα, θα τσοντάρει και η εταιρεία και τότε κανείς δεν θα ασχοληθεί ουσιαστικά για τις τυχόν ποινικές ευθύνες. Όσο για το δημοσιογραφικό θόρυβο, θα κοπάσει σε λίγες μέρες. Εξ άλλου αυτός είναι γάτα κι όλο και κάτι θα σκαρφιστεί να ρίξει σε άλλους τις ευθύνες. Γυρίζει στον εργοδηγό και επιχειρεί να σώσει, κατά την προσφιλή του συνήθεια, τα προσχήματα.
«Καλά ρε· κι εσείς τι κάνετε; Πού τη γράφετε την εμπιστοσύνη μου; Άντε τώρα, διορθώστε τα χοντρά και βλέπουμε. Κι’ αυτά τα δύο βλήματα να κάνουνε ελέγχους στο παρά πέντε· αύριο, άνθρωποί μου, αρχίζουν οι αγώνες. Ξυπνάτε! Να ξέρεις, πάντως, πως η έκθεσή τους θα μας κάψει, αν στραβώσει κάτι. Μη διανοηθείς να αφήσεις την ίδια κατάσταση».
Ο υπεύθυνος βράζει αλλά δεν τολμά να το δείξει. Νοιώθει μια ξαφνική νοσταλγία για τον προηγούμενο επιβλέποντα που τον στρίμωχνε αλλά, όμως, τον έσωζε και από τα λάθη και από τις πιέσεις για εκπτώσεις σε ζητήματα ποιότητας και ασφάλειας.
«Θα κάνω ό,τι περνά απ’ το χέρι μου», διαβεβαιώνει. «Όμως ο χρόνος είναι λίγος, η μέρα Κυριακή, εδώ έχω ένα μικρό συνεργείο που όλοι βιάζονται να φύγουν για το ματς και το κατεβατό με τις παρατηρήσεις, που αυτοί οι δύο μας άφησαν πεσκέσι, δεν συμμαζεύεται. Σε παρακαλώ, κύριε Μπάμπη, μη λείψεις αύριο… ξανασκέψου το».
Ο Μπάμπης κατευθύνεται προς το αυτοκίνητό του σκεπτικός και δεν προσέχει τις σκυλίσιες ακαθαρσίες. Γλιστράει.
«Ευτυχώς» σκέπτεται «που βρέθηκε κι αυτό το δεντράκι και αρπάχτηκα. Ώρες είναι τώρα να χάσω το πάρτι και να δω τον αγώνα ξάπλα, σε κρεβάτι νοσοκομείου! Πώς στράβωσε το πράγμα έτσι ξαφνικά;». Ξεκινά και πάλι με προσοχή. Από τα παπούτσια του ανεβαίνει ανυπόφορη μπόχα.
***
Η επόμενη μέρα ήταν για τον Μπάμπη μέρα θριάμβου. Η Ελλάδα ήταν πρωταθλήτρια Ευρώπης, στο πάρτι είχε ακούσει τα κολακευτικότερα σχόλια για την αξιοσύνη του και είχε κάνει νέες σπουδαίες και χρήσιμες γνωριμίες, ενώ η σκυροδέτηση ολοκληρώθηκε χωρίς παρατράγουδα, προσθέτοντας μια ακόμη συμβολή του στον καμβά της διάψευσης των κακόγλωσσων που πρόβλεπαν ότι τα έργα δεν θα προλάβαιναν την έναρξη των αγώνων. Κοντά σε όλα αυτά, πέρασαν εντελώς απαρατήρητα τα πρησμένα μάτια και ακόμα περισσότερο, τα τσακισμένα νεύρα του υπεύθυνου εργοταξίου.
–
γράφει ο Απόστολος Παλιεράκης
Το σχόλιό σας είναι επιθυμητό!
Απόστολε, τα σέβη μου….
Καλημέρα Νίκο. Σ’ ευχαριστώ πολύ και εκ βαθέων.