Έλενα Λύτρα
Μαργαριτάρι
_
γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης
–
Το 2018, από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, κυκλοφόρησε το διήγημα του Αλέκου Φλωράκη, που εν προκειμένω φέρει τον τίτλο ‘Σε παρελθόντα χρόνο’. Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως περισσότερο έχουμε να κάνουμε με μία σειρά διηγημάτων υπό τον τίτλο ‘Σε παρελθόντα χρόνο’, τα οποία έχουν μία σπονδυλωτή σειρά.
Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο; Σημαίνει πως το ένα τοποθετείται δίπλα στο άλλο με μία σχετική χρονική ακρίβεια, με αποτέλεσμα να διευκολύνεται ο αναγνώστης να παρακολουθήσει άνετα όλα τα σημαντικά επεισόδια από την παιδική ζωή του συγγραφέα. Όπως τονίζει ο Στέλιος Αρχοντίδης, παραπέμποντας στην ανάλυση του P. Pascal για την αυτοβιογραφία, αυτή «θεωρείται η ανασύνθεση της πορείας μιας ζωής ή ενός μέρους μέσα στο πλαίσιο των συνθηκών που έχει βιωθεί».[1]
Υπό αυτό το πρίσμα, μπορούμε να επισημάνουμε πως κατά κύριο λόγο ο συγγραφέας και ποιητής αυτο-βιογραφείται, όχι με βασικό διακύβευμα να προχωρήσει στην ‘ανασύνθεση της πορείας μιας ζωής’, να επαναδιαπραγματευτεί ένα δύσκολο παρελθόν, αλλά, αντιθέτως, να καταγράψει (πρωτίστως για προσωπική χρήση), όλα εκείνα τα πρόσωπα και τις καταστάσεις που άφησαν τα ‘ίχνη’ τους στην πορεία της ζωής του.
Στη σύντομη εισαγωγή του δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο ξεκάθαρος και σαφής: «Όπως και νά’ χει, επιμένω ότι το βιβλίο αυτό δε γράφτηκε για να διαβαστεί. Γράφτηκε απλώς για να γραφτεί∙ για να δώσει υπόσταση σε καιρούς και τοπία που εγκαταβιώνουν μέσα μου. Απευθύνεται όχι στους άλλους, (σ.σ: Στους αναγνώστες) όπως συνήθως, αλλά σ’ εμένα τον ίδιο».[2]
Τι δεν υπονοεί εδώ ο συγγραφέας; Πως το βιβλίο, λόγω των αφηγηματικών τεχνικών και της γλώσσας που ο ίδιος χρησιμοποιεί, καθίσταται δύσκολο να αναγνωσθεί από την αρχή έως το τέλος του. Κανένα τέτοιο πρόβλημα δεν υπάρχει.
Σε αυτή την σειρά ‘διηγημάτων’ η διάθεση παραμένει ανάλαφρη και όχι βαριά, κάτι που αποδεικνύεται από το πρώτο κιόλας διήγημα της σειράς που φέρει τον τίτλο ‘Οι τρεις μοίρες’.
Σε αυτό το διήγημα, δεν παύει να εκπλήσσει ευχάριστα ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας επενδύει γλωσσικούς πόρους προς την κατεύθυνση δημιουργίας ενός ευχάριστου και ανάλαφρου κλίματος (ο ‘μη-αναγνώστης’ μπορεί κάλλιστα να κατανοήσει πως η ανάγνωση των διηγημάτων επιφέρει ευφορία ανάλογη του να πετυχαίνει ένα γκολ η αγαπημένη του ομάδα), με μόνο ζητούμενο να καταδείξει το πως οι εμφύλιες, πολιτικοϊδεολογικές διαμάχες της δεκαετίας του 40, είχαν εισχωρήσει εντός της οικογένειας του, μέλη της οποίας (όπως ίσχυε και για μέλη άλλων οικογενειών), εντάσσονταν σε ‘στρατόπεδα’.
«Κουκουές με τσαρούχια!., είπε ο γιατρός Βανακάρης, με κάποιον κρυφό θαυμασμό για το αντάρτικο του βουνού που είχε τότε φουντώσει. – Αγόρι και θα τον κάνουμε παπά, είπε ο θείος Χρήστος, εξέχον στέλεχος της Χριστιανικής Κινήσεως «Η Ζωή», και ρούφηξε με επισημότητα τον καφέ του. – Βγάζει άστρο στους Διδύμους, ντουμπλουφάς, μυαλό και καρδιά, είπε η θεία Κατίνα, που ήξερε από ζώδια και ευκαιρίας δοθείσης έκανε και τη μοδίστρα. Αυτές ήταν οι τρεις Μοίρες που με μοίραναν πριν ακόμη γεννηθώ. Τι βγήκε απ’ αυτά αληθινό δεν είναι ξεκάθαρο. Κουκουές δεν έγινα, αν και βγήκα πολλές φορές στους δρόμους για τη Νομική, το Πολυτεχνείο, τη μεταπολίτευση. Παπάς δεν έγινα, αν και πέρασα ώρες σε όρθρους και εσπερινούς, πρώτα παπαδάκι στο ιερό, μετά στο ψαλτήρι».[3]
Εν αρχή ην λοιπόν, η γνώμη των άλλων. Μέσα από ευτράπελες καταστάσεις, ο ‘μικρός Αλέκος’ μεγαλώνει, ωριμάζει, μαθαίνει να αντιλαμβάνεται με διαφορετικό τρόπο, κάθε φορά, τα πράγματα, αποκτώντας στέρεες φιλίες.
Θεωρητικώ τω τρόπω, θα υπογραμμίσουμε πως η αφήγηση του συγγραφέα καθίσταται «πολυεστιακή»,[4] σύμφωνα με την διατύπωση του καθηγητή Τάσου Μιχαηλίδη.
Και τι εννοούμε λέγοντας κάτι τέτοιο; Εννοούμε πως εντός των διαφόρων διηγημάτων υπάρχουν πολλές ‘σταθερές’ οι οποίοι από κοινού συγκροτούν τον ‘κόσμο’ του συγγραφέα, από τον οποίο αποκομίζουμε την εντύπωση πως δεν θα ήθελε να ‘βγει ποτέ’, καθότι του προσφέρει εκείνη την αίσθηση του ‘ανήκειν’ που δεν θα μπορούσε εύκολα να του προσφέρει η ποίηση.
Μία από τις μορφές που ξεχωρίζουν στον ‘Παρελθόντα Χρόνο,’ είναι η γιαγιά του συγγραφέα την οποία και ενθυμείται (ας μην ξεχνάμε πως έχουμε να κάνουμε κατά βάση με ‘διηγήματα μνήμης’ ή αλλιώς, με μνημονικά διηγήματα), με προφανή ευχαρίστηση.
Για την καπατσοσύνη της, για τον τρόπο με τον οποίο κατάφερε να επιβιώσει μετά τον θάνατο του συζύγου της, για το ό,τι δεν κρύβει τα συναισθήματα της, για την σοφία της,[5] για την αθυροστομία της η οποία διανθίζονταν και με ψήγματα ενός λαϊκότροπου αντισημιτισμού (ή αντι-εβραϊσμού), που ακόμη και σήμερα ενδημεί κυρίως σε χωριά της επαρχίας την περίοδο του Πάσχα.
Και δεν ήσαν λίγες οι ηλικιωμένες γυναίκες (οι ‘γιαγιάδες’), που γίνονταν αθυρόστομες όταν επιθυμούσαν να στηλιτεύσουν ή αλλιώς, να ασκήσουν κριτική και δη έντονη κριτική σε γυναίκες ‘ελαφρών ηθών’ και σε ‘άπιστες’, ήτοι σε γυναίκες που απατούσαν τους συζύγους τους.
Το αντι-Εβραϊκό τραγούδι που τραγουδά η γιαγιά του ποιητή και συγγραφέα, μας προσφέρει ένα δείγμα της αθυροστομίας της, την οποία δεν μπορεί να αποκρύψει η χρήση των αποσιωπητικών μετά το αρχικό ‘που….’, και, κατ’ επέκταση, η γλωσσική προσαρμογή και η αντικατάσταση της λέξης ‘πουτάνα’ από την λέξη ‘παλιογυναίκα’. «Ο Χαμάμης κι ο Μπιμπής κι άλλοι τέσσερις Εβραίοι, πολεμούσαν τα καρφιά να καρφώσουν το Χριστό. Φέρτε ξύλα και κλαδιά, να κάψουμε τον Οβριό, της που…- παλιογυναίκας (διόρθωνε)- τον υιό».[6]
Στα διηγήματα του Αλέκου Φλωράκη, η μνήμη δεν αναδύεται ‘απρόσμενα’ στην επιφάνεια, όπως υποστηρίζει ο Ευάγγελος Γκανάς[7] για το έργο του πεζογράφου Δημήτρη Νόλλα. Αντιθέτως, όλα είναι πολύ προσεκτικά καμωμένα,[8] με τον συγγραφέα να μπορεί να θυμάται πολύ καλά και καθαρά, κάτι που αντανακλάται και στον τρόπο με τον οποίο πλάθει τους χαρακτήρες του.
Η πολύ καλή του μνήμη[9] (και αυτό για έναν συγγραφέα που θέλει να ‘σκαλίσει’ το παρελθόν αποτελεί σημαντική δεξιότητα), τον βοηθά να πλάσει τους οικογενειακούς χαρακτήρες έτσι όπως ήσαν και όχι όπως ο ίδιος θα ‘ήθελε να είναι,’ στρεφόμενος, προκειμένου να επιτύχει κάτι τέτοιο, και στην μυθοπλασία. Η οποία βέβαια, δεν απουσιάζει εντελώς από την αφήγηση του συγγραφέα.[10]
Όλα λοιπόν είναι συνειδητά και τακτοποιημένα (‘τάξη’), και ακολουθούν την φυσική φορά των πραγμάτων για έναν ώριμο και ικανό συγγραφέα πλέον: Γέννηση, συνύπαρξη, επικοινωνία με λέξεις που επιλέγονται αυθόρμητα, θάνατος των μελών της οικογένειας και πρώτα των πιο γηραιών εξ αυτών. Τι δεν είναι η μνήμη για τον Αλέκο Φλωράκη;
Μια «σπορά» (sowing), που δεν μπορεί να «επαναληφθεί επ’ άπειρον»,[11] για να παραφράσουμε πολύ ελαφρά την Σπίβακ. Ο θάνατος θα ‘σβήσει’ την μνήμη. Ή ορθότερα και την μνήμη. Και η γραφή; Η γραφή θα την ‘κρατήσει στη ζωή’ και θα την διατηρήσει στο προσκήνιο για όσο διάστημα χρειάζεται. Με επίδικο την συγκρότηση μίας οικογενειακής ‘ιστορίας’. Μίας οικογενειακής ‘saga’ που ξεκινά από πολύ παλιά και συνεχίζεται.
_____
[1] Βλέπε σχετικά, Αρχοντίδης, Στυλιανός., ‘Το αυτοβιογραφικό στοιχείο στο έργο του Γρηγορίου Ναζιανζηνού,’ Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2021, σελ. 14, Διαθέσιμη στο: Το αυτοβιογραφικό στοιχείο στο έργο του Γρηγορίου Ναζιανζηνού (didaktorika.gr) Για τον αναγνώστη που ζητά να μάθει περισσότερα περί αυτοβιογραφίας, παραπέμπουμε στο έργο του P. Pascal, με τίτλο ‘Design and Truth in Autobiography,’ Harvard university Press, Cambridge Mass., 1960. Επίσης, Φλωράκης, Αλέκος., ‘Σε παρελθόντα χρόνο,’ Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2018. Ο Αλέκος Φλωράκης κατά κύριο λόγο μπορεί να θεωρηθεί ποιητής, καθότι έχει εκδώσει όλα αυτά τα χρόνια πλήθος ποιητικών συλλογών. Και όμως, δεν διστάζει να ‘δοκιμαστεί’ και στην πρόζα, παραδίδοντας μία διηγήματα που βρίθουν από αναμνήσεις και ονόματα. Εμβαθύνοντας περισσότερο, θα πούμε πως το στοιχείο που τον διαφοροποιεί από ομοτέχνους του που ανήκουν στην ίδια γενιά με τον ίδιο (λαμβάνοντας υπόψιν τις αναφορές του συγγραφέα Δημοσθένη Παπαμάρκου στον όρο «γενιά», προσεγγίζουμε τον συγκεκριμένο όρο με ηλικιακά κριτήρια πρώτα και κύρια), καθίσταται ακριβώς το γεγονός πως δεν έχει διστάσει να ‘δοκιμαστεί’ στον πεζό λόγο, και μάλιστα με μεγάλη ευχαρίστηση. Με τον πεζό λόγο ‘φλερτάρει’ ενίοτε ένας ποιητής που ανήκει στις νεότερες γενιές ποιητών: Ο Δημήτρης Μιχελουδάκης, ο οποίος όμως δεν πλάθει ολοκληρωμένες ιστορίες ή αλλιώς, ολοκληρωμένα διηγήματα όπως ο Αλέκος Φλωράκης. Για την ακρίβεια, προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ ποιητικού και πεζού λόγου, αφήνοντας τον δεύτερο να εισχωρήσει στον πρώτο. Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο; Σημαίνει πως μας παραδίδει ποιήματα υπό μορφή πεζού κειμένου. Βλέπε και την πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη του Δημοσθένη Παπαμάρκου στον έγκριτο κριτικό λογοτεχνίας Νίκο Κουρμουλή. Κινούμενοι σε ένα θεωρητικό επίπεδο, δεν θα διστάσουμε να τονίσουμε πως η ανάγνωση αυτής της συνέντευξης μπορεί να βοηθήσει ένα άτομο, κυρίως νεαρής ηλικίας, να αποκτήσει αναγνωστική κουλτούρα. ‘Δημοσθένης Παπαμάρκος: «Στην Ελλάδα ολόκληρες γενιές αρνούνται να ενηλικιωθούν»,’ Συνέντευξη στον Νίκο Κουρμουλή, Εφημερίδα ‘Τα Νέα,’ 27/01/2024, Δημοσθένης Παπαμάρκος: «Στην Ελλάδα ολόκληρες γενιές αρνούνται να ενηλικιωθούν» – ΤΑ ΝΕΑ (tanea.gr)
[2] Βλέπε σχετικά, Φλωράκης, Αλέκος., ‘Προς τους μη αναγνώστες…ό.π., σελ. 11. Αρχικά, θα επισημάνουμε πως εάν ο Αλέκος Φλωράκης ‘έγραψε απλώς για να γράψει’ διηγήματα και δη διηγήματα τα οποία συναρπάζουν και προκαλούν πλήθος συναισθημάτων, τότε δικαιούμαστε να αναρωτηθούμε, ‘πόσο καλύτερα διηγήματα μπορεί να γράψει εάν έχει έμπνευση;’ Δεν θεωρούμε πως ο Αλέκος Φλωράκης με αυτόν τον τρόπο, ακολουθώντας το παράδειγμα του Γάλλου φιλοσόφου Ζακ Ντεριντά, ‘αποδομεί’ τον αναγνώστη. Κατά δεύτερον, πως απευθύνεται σε έναν αναγνώστη ‘φάντασμα.’ Τι επιτυγχάνει με την συγγραφική μέθοδο που ακολουθεί; Ας το δούμε αναλυτικότερα: Πρώτον, να διατηρεί την αναγκαία απόσταση μεταξύ του ιδίου (και των αναμνήσεων του) και των αναγνωστών, στο εγκάρσιο σημείο όπου αυτοί πάντα θα βρίσκουν τρόπο να αποκτούν πρόσβαση στο κείμενο και να αλληλεπιδρούν με έναν συγγραφέα και με τις ιδέες του. Από την στιγμή όπου ένα βιβλίο, ανεξαρτήτως περιεχομένου, παίρνει τον δρόμο για το εκδοτήριο, τότε κάποιος αντιλαμβάνεται πως ο επόμενος προορισμός του είναι οι αναγνώστες. Και από αυτή την συγγραφική πραγματικότητα δεν μπορεί να ‘ξεφύγει’ ούτε ο Αλέκος Φλωράκης, ο οποίος πασχίζει να διατηρήσει ανέπαφη και μη εύκολα προσβάσιμη την παιδική του ηλικία. Άλλως πως, να διατηρήσει ανέπαφες και μη εύκολα προσβάσιμες τις μνήμες της παιδικής του ηλικίας. Δεύτερον, να αποδώσει τα πρωτεία στο ‘γράφειν,’ μέσω του οποίου μπορεί και επαναπροσεγγίζει το παρελθόν του, διεισδύοντας βαθιά μέσα σε αυτό. Μέσω της γραφής ‘υφαίνει’ ένα παρελθόν που έχει και θα εξακολουθήσει να έχει την σημασία που του αποδίδει ο ίδιος και όχι οι άλλοι. Οι τρίτοι. Οι αναγνώστες, αυτοί οι ‘ανεπιθύμητοι εισβολείς’ στους οποίους όμως ‘κλείνει το μάτι’ και τελικά δεν επιτιμά. Τρίτον, να σκιαγραφήσει εκ νέου τα πρόσωπα της ζωής του. Για τα οποία ‘γράφει’ με στόχο να τα καταστήσει ‘διαχρονικά,’ ‘αθάνατα’: Εάν διάβαζε για αυτά σε κάποιο χαρτί ή ημερολόγιο, τα συναισθήματα που θα γεννιούνταν, θα ήσαν στιγμιαία. Όπως επίσης, σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα θα κρατούσε η ενθύμηση τους. Μέσω της διαδικασίας του ‘γράφειν’ ‘κατανέμονται’ μέσα στο χρόνο, για να παραπέμψουμε στην πολύ εύστοχη διατύπωση του Ντεριντά, αποκτώντας την ‘ζωή’ και status λογοτεχνικού ήρωα. Βλέπε σχετικά, Κακολύρης, Γεράσιμος., ‘Ο Ζακ Ντεριντά και η αποδομητική ανάγνωση,’ Εκδόσεις Εκκρεμές, Αθήνα, 2004, Διαθέσιμο στο: Kakoliris__G.__J._Derrida___Deconstructive_Reading.pdf (frenchphilosophy.gr) Εν είδει υποθέσεως εργασίας, μπορούμε να υποστηρίξουμε πως όσο περισσότερο γράφει, τόσο περισσότερο καταφέρνει να ‘αποτινάξει’ από πάνω του την ‘σκιά’ των συγγενικών του προσώπων.
[3] Βλέπε σχετικά, Φλωράκης, Αλέκος., ‘Οι τρεις μοίρες…ό.π., σελ. 11-12. Εντός του διηγήματος εμφιλοχωρούν και κοινωνιολογικού τύπου, παρατηρήσεις. Για παράδειγμα, σχετικά εύκολα μπορεί κάποιος να συναγάγει το συμπέρασμα περί του σημαντικού ρόλου που είχε ένα ιερέας εντός μίας οικογένειας και, σε ένα δεύτερο επίπεδο, εντός μίας μικρής κοινωνίας (και για τον γιατρό θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε το ίδιο). Ο Αλέκος Φλωράκης, στα διηγήματα του οποίου συνυπάρχουν τα πολλά διαλογικά μέρη με τις εξομολογήσεις, μας υπενθυμίζει κάτι που οι περισσότεροι έχουν μάθει και μέσω διηγήσεων γονέων και παππούδων: Το ό,τι δηλαδή δεν ήσαν οι λίγοι οι συγγενείς που έβλεπαν στο νεογέννητο παιδί μία προέκταση του δικού τους εαυτού και των δικών τους επιθυμιών. Οι πολιτικοϊδεολογικές αντιπαραθέσεις μπορεί να είχαν εισχωρήσει εντός της ελληνικής οικογένειας, ‘διαβρώνοντας’ την και απειλώντας την συνοχή της, δεν κατάφεραν όμως ποτέ να την διαρρήξουν ολοκληρωτικά. Ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα. Εάν επιλέγαμε ένα σημείο του ‘Παρελθόντα Χρόνου’ στο οποίο διαφαίνεται εναργώς πως ο συγγραφέας σπεύδει να αξιοποιήσει την ποιητική του ιδιότητα ή την ποιητική ‘γλώσσα,’ τότε αυτό θα ήσαν το σημείο εκείνο όπου περιγράφει τον θάνατο από καρκίνο της μικρής Λίλιας. Σε αυτό ακριβώς το σημείο, η συγκίνηση υπερτερεί της μνήμης, με τον Αλέκο Φλωράκη να περιγράφει τον θάνατο της όχι ως ‘λύτρωση’, αλλά, ως διαδικασία μέσω του οποίου το μικρό κορίτσι μετασχηματίζεται, συμβολικώ τω τρόπω, σε άγγελο, κάτι που συναντάμε συχνά και στη δημοτική μας παράδοση. «Ούτε πέντε χρονώ η καλή μου Λίλια έφυγε από τον κήπο. Η κορδέλα που φορούσε στα μαλλιά, έκρυβε από κάτω έναν όγκο. Στο τέλος εκείνου του καλοκαιριού άνοιξε τα φτερά της και πέταξε σε τόπο χλοερό». Βλέπε σχετικά, Φλωράκης, Αλέκος., ‘Ο κήπος με το σπίτι…ό.π., σελ. 25. Το γεγονός πως ο Αλέκος Φλωράκης περιγράφει με αυτόν τον τρόπο έναν επώδυνο θάνατο, επιθυμώντας να ‘αποκρύψει’, όσο αυτό είναι εφικτό τον όγκο, ώστε να μην χαθούν από το προσκήνιο η ομορφιά και η αθωότητα της παιδικής ηλικίας, φανερώνει όχι απλά την συμπάθεια, αλλά την αγάπη που έτρεφε στο πρόσωπο της. Για τις νέες ιστοριογραφικές τάσεις που προέκυψαν την τελευταία εικοσιπενταετία όσον αφορά την μελέτη του τριετούς Εμφυλίου Πολέμου (μία εξ αυτών των τάσεων ήσαν και η εστίαση στη «μικροϊστορία»), βλέπε το εξόχως κατατοπιστικό άρθρο του ιστορικού Στάθη Καλύβα. Καλύβας, Στάθης., ‘Εμφύλιος Πόλεμος (1943-1949):Το τέλος των μύθων και η στροφή προς το μαζικό επίπεδο,’ Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, Τεύχος 11, 2003, Διαθέσιμο στο: Προβολή του Εμφύλιος πόλεμος (1943-1949): Το τέλος των μύθων και η στροφή προς το μαζικό επίπεδο (ekt.gr) Δεν θα συμφωνήσουμε (επιστημονικά) με την εκτίμηση περί έναρξης του Εμφυλίου Πολέμου στα 1943, εν καιρώ Γερμανικής κατοχής. Είναι περισσότερο ορθό να πούμε πως τότε άρχισαν να τίθενται οι προϋποθέσεις για την μετέπειτα εκδήλωση του Εμφυλίου Πολέμου, που άρχισε στα 1946.
[4] Βλέπε σχετικά, Μιχαηλίδης, Τάσος., ‘Άνθρωποι και ζώα στη μεταπολεμική πεζογραφία, η συγκρότηση μιας αλληγορικής εξεικόνισης: παραδειγματική εξέταση έργων των Ν. Κάσδαγλη, Α. Κοτζιά, Σ. Πλασκοβίτη,’ Εισήγηση στο Επιστημονικό Συνέδριο ‘Άνθρωποι και ζώα,’ Κεντρική Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης, 2019, Διαθέσιμο στο: (PDF) Άνθρωποι και ζώα στη μεταπολεμική πεζογραφία, η συγκρότηση μιας αλληγορικής εξεικόνισης: παραδειγματική εξέταση έργων των Ν. Κάσδαγλη, Α. Κοτζιά, Σ. Πλασκοβίτη (researchgate.net) Σε όλα τα διηγήματα που συν-αποτελούν τον ‘Παρελθόντα χρόνο,’ ο συγγραφέας χρησιμοποιεί το πολυτονικό σύστημα (ο Saussure μας υπενθυμίζει πως «στη γλώσσα δεν υπάρχουν παρά μόνο διαφορές»), εξέλιξη που επιφέρει τα εξής. Πρώτον, συμβάλλει στη διατήρηση ενός κλίματος νοσταλγίας για μία απωλεσθείσα εποχή και για ανθρώπους που είναι πολύ πιθανό και οι ίδιοι να έκαναν χρήση του πολυτονικού συστήματος. Δεύτερον, αποδεικνύει πως ο Αλέκος Φλωράκης αποτελεί τυπικό γλωσσικό ‘προϊόν’ της εποχής όπου μεγάλωσε και ενηλικιώθηκε (δεκαετίες του 1950 και του 1960), τότε που στο εκπαιδευτικό σύστημα η χρήση του πολυτονικού δεν ήσαν απλά διαδεδομένη. Αλλά, δέσποζε, ή αλλιώς, κυριαρχούσε πλήρως. Άρα, μέσω αυτής της επιλογής που είναι προτιμότερο να την χαρακτηρίσουμε ως ‘τονική’ και όχι γλωσσική (θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο σε θεωρητικό επίπεδο, για γλωσσική επιλογή, εάν ο ίδιος επέλεγε να γράψει στην καθαρεύουσα), αποκτούμε εικόνα των επιρροών του συγγραφέα που εξακολουθούν και διαδραματίζουν ρόλο στη γραφή του, και, διαμέσου αυτού, σε μία ολόκληρη γενιά που έμαθε να γράφει κάνοντας χρήση του πολυτονικού τόσο καλά, ώστε να δυσκολευθεί να περάσει στο μονοτονικό σύστημα μετά την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που προώθησε ο τότε υπουργός Παιδείας της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, Γεώργιος Ράλλης (1976-1977). Τρίτον, το πολυτονικό σύστημα τονισμού μπορεί και προσδίδει μία κομψότητα και μία καλαισθησία στους πολλούς διαλόγους που υπάρχουν εντός των διηγημάτων, κάτι που δεν μπορεί να κάνει εύκολα το μονοτονικό. Ας δώσουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από το διήγημα ‘Τα μαλλιά με το διχτάκι’ και από τον διάλογο της γιαγιάς του συγγραφέα (Ελένη), με την θεία του (Κατίνα): «- Μια φορά το μήνα, Ελένη μου, τα τρίβω ν’ αστράφτουν, έχω δα τον τρόπο μου, μη βλέπεις που μας πήραν τα χρόνια∙ που ξέρεις καμιά φορά…»! Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αφενός μεν το πολυτονικό σύστημα τονισμού (ο γράφων χρησιμοποίησε το μονοτονικό γιατί με αυτό το σύστημα είναι παρά πολύ καλά εξοικειωμένος), αναδεικνύει στην επιφάνεια όλη εκείνη την ‘χάρη’ που μπορεί να είχε ένα διάλογος μεταξύ δύο γυναικών (η περισπωμένη πάνω από την λέξη ‘πήραν’ της προσδίδει την ίδια χάρη με αυτή που μπορεί να προσδώσει στα μαλλιά της θείας του συγγραφέα το ‘διχτάκι’), και, αφετέρου δε, συντελεί καταλυτικά στην ακριβή ή στην πιστή ανασύσταση μίας εποχής. Γιατί, πως αλλιώς θα έγραφαν δύο γυναίκες μεγάλης ηλικίας, εκ των οποίων η μία εξ αυτών (η θεία του συγγραφέα), ήσαν ανύπαντρη, ‘γεροντοκόρη’ σύμφωνα με την ιδιόλεκτο της εποχής; Ο όρος ‘γεροντοκόρη’ χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα, αν και λιγότερα συχνά συγκριτικά με τις πρώτες μεταπολεμικές-μετεμφυλιακές δεκαετίες. Τι άλλο μπορούμε να συναγάγουμε από αυτή την αποκάλυψη ενός οικογενειακού μυστικού; Πως η οικογένεια του συγγραφέα δεν ήσαν παρά μία τυπική ελληνική οικογένεια της εποχής, καθότι ουκ ολίγες οικογένειες συμπεριλάμβαναν στις τάξεις τους ανύπαντρες γυναίκες. Βλέπε και, Saussure, de F., ‘Μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας,’ Μετάφραση: Αποστολόπουλος, Φ.Δ. Εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα, 1979, σελ. 100. Και, Φλωράκης, Αλέκος., ‘Τα μαλλιά με το διχτάκι…ό.π., σελ. 35. Η ανύπαντρη θεία δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί μία ‘Παπαδιαμαντική’ φιγούρα.
[5] Και ο Ηπειρώτης συγγραφέας Χριστόφορος Μηλιώνης, στη σειρά διηγημάτων του με τίτλο ‘Καλαμάς κι Αχέροντας,’ θυμάται στιγμές από την παιδική του ηλικία στην Ήπειρο. Και μάλιστα, με την ίδια νοσταλγία που παρατηρούμε και στον ‘Παρελθόντα Χρόνο’ του Αλέκου Φλωράκη. Πέραν αυτού, οι δύο συγγραφείς συγκλίνουν ως προς το ό,τι δεν αποδίδουν μεγάλη έμφαση στην πολυφωνική αφήγηση (εδώ η προσέγγιση μας καθίσταται φιλολογική). Ενώ δηλαδή στα διηγήματα τους, παρελαύνουν πολλές μορφές από το παρελθόν το οποίο και επικαλούνται, οι ίδιοι διατηρούν τον ρόλο του αφηγητή, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Και είναι ο Αλέκος Φλωράκης αυτός που το πράττει σε μεγαλύτερο βαθμό, παραχωρώντας χώρο ώστε να ακουστούν ‘φωνές’ όπως αυτή της γιαγιάς του η οποία τον νουθετεί και τον ‘διδάσκει’ μέσω δίστιχων, τρίστιχων και τετράστιχων. Στην αφήγηση και των δύο, υπάρχει το «εγώ» (αυτός ο τρόπος γραφής δεν ενθουσίαζε τον Ιρλανδό συγγραφέα James Joyce), ή αλλιώς, η «εκφωνητική λειτουργία», όπως θα μας έλεγε πολύ παραστατικά, ο Στέλιος Αρχοντίδης. Που μπορεί να αποκλίνουν οι δύο συγγραφείς; Πρώτον, εν αντιθέσει με τον Χριστόφορο Μηλιώνη ο οποίος ‘απλώνει’ όσο χρειάζεται χρονικά την αφήγηση του, η οποία έτσι αποκτά μεγαλύτερο ηλικιακό εύρος (ο ίδιος θυμάται και γράφει για την περίοδο όπου υπηρετούσε την στρατιωτική του θητεία), ο Αλέκος Φλωράκης λειτουργεί περισσότερο συγκρατημένα, περιοριζόμενος να αφηγείται ιστορίες από την παιδική του ηλικία, φθάνοντας περίπου έως το τότε Γυμνάσιο. Δίχως όμως να αυτοπροσδιορίζεται ως το ‘παιδί που δεν μεγάλωσε ποτέ’. Δεύτερον, το κλίμα σε αρκετά εκ των διηγημάτων του Χριστόφορου Μηλιώνη, παραμένει σχετικά ‘βαρύ’, σε ένα πολύ λεπτό σημείο όπου όσο περισσότερο διαβάζει κάποιος, τόσο πιο εύκολα μπορεί να αποκομίσει την εντύπωση πως η ιστορία είναι ‘κάτι πολύ μεγάλο που στο τέλος θα μας πλακώσει όλους’. Αντίθετα, στα διηγήματα του Αλέκου Φλωράκη τον οποίο δεν θα σπεύσουμε να χαρακτηρίσουμε ως ‘μεταμοντέρνο’ συγγραφέα (θα ήσαν προδήλως εσφαλμένο κάτι τέτοιο θεωρητικά), το κλίμα, όπως είδαμε και πιο πάνω, είναι ανάλαφρο, ευχάριστο, οικογενειακό. Στον ‘Καλαμά κι Αχέροντα’ δεν έχουμε απλά και μόνο μνημονικά flash back. Δεν είναι λίγες οι φορές, ιδίως στα πρώτα και ‘παιδικά’ διηγήματα της συλλογής, που κάποιος μπορεί να θεωρήσει πως όλα και κάποια ιστορική μορφή του παρελθόντος (ένας αντάρτης του ΕΛΑΣ, ο στρατηγός Ναπολέων Ζέρβας του ΕΔΕΣ), θα ξεπηδήσει μπροστά του. Τρίτον, εν αντιθέσει με τον Χριστόφορο Μηλιώνη για τον οποίο η γραφή συνιστά ‘φάρμακο,’ κατά τον εύστοχο Ντεριντιανό όρο, μέσω του οποίου επαναδιαπραγματεύεται στιγμές του παρελθόντος, αποτιμά τον ρόλο συγκεκριμένων προσώπων και καταστάσεων στη ζωή του, επουλώνει ‘πληγές’ και τακτοποιεί εκκρεμότητες, στον Αλέκο Φλωράκη και στα δικά του διηγήματα δεν παρατηρούμε κάτι τέτοιο. Ο ίδιος γράφει και κατα-γράφει, στοχεύοντας να αφήσει ως ‘κληρονομιά’ στα δικά του παιδιά, σημαντικό πληροφοριακό υλικό για το γενεαλογικό τους δέντρο. Και, τέταρτον (πάντα η εμβάθυνση είναι απαραίτητη), ενώ στην «μικρή φόρμα» του Μηλιώνη, χωρά ο «μεγάλος κόσμος», κατά την προσέγγιση της Τιτίκας Δημητρούλια, στην αντίστοιχη του Αλέκου Φλωράκη, πρωταρχικό σημείο αναφοράς ήσαν και παραμένει η οικογένεια (και με άξονα την οικογένεια, αναπτύσσονται οι παράλληλες μικροϊστορίες), χωρίς αυτό να σημαίνει πως εκλείπουν κοινωνιολογικού τύπου, παρατηρήσεις και αναφορές. Δεν έχουμε όμως σχόλια για την πολιτική κατάσταση. Ο Χριστόφορος Μηλιώνης, κυρίως στα τελευταία διηγήματα της συλλογής, αφήνει να διαρρεύσει μία αίσθηση απογοήτευσης για την ‘κανονικοποίηση’ ατόμων που συμμετείχαν σε ‘αγώνες’ και συλλογικές δράσεις. Βλέπε σχετικά, Δημητρούλια, Τιτίκα., ‘Ο μεγάλος κόσμος στη μικρή φόρμα: ρεαλισμός, μοντερνισμός και μεταμοντερνισμός στα διηγήματα του Δημήτρη Νόλλα,’ Περιοδικό Νέα Εστία, Αφιέρωμα: Δημήτρης Νόλλας, Γενέθλιο Δώρο, Τεύχος 1896, 2023. Βλέπε σχετικά, Κακολύρης, Γεράσιμος., ‘Ο Ζακ Ντεριντά και η αποδομητική ανάγνωση…ό.π. Μηλιώνης, Χριστόφορος., ‘Καλαμάς Κι Αχέροντας,’ Εκδόσεις Κίχλη, Αθήνα, 1990. Και, Αρχοντίδης, Στυλιανός., ‘Το αυτοβιογραφικό στοιχείο στο έργο του Γρηγορίου Ναζιανζηνού…ό.π., σελ. 16.
[6] Βλέπε σχετικά, Φλωράκης, Αλέκος., ‘Η πολυθρόνα της γιαγιάς…ό.π., σελ. 176. Μπορούμε να θίξουμε εκ νέου το ζήτημα της αυτο-βιογραφίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα υπογραμμίσουμε πως για τον Αλέκο Φλωράκη η συγγραφική αυτο-παρουσίαση ή αυτο-βιογραφία καθίσταται ένα «μέσο αυτογνωσίας», για να δανεισθούμε την ορολογία του Gusdorf. Και επιπλέον, μέσο εκ νέου ανακάλυψης των ‘κρυμμένων’ αρετών’ των μελών της οικογένειας του. Ευρύτερα, και όχι μόνο του πατέρα και της μητέρας. Βλέπε σχετικά, Gusdorf, G., ‘Conditions and limits in Autobiography,’ στο: Olney, James., (επιμ.), ‘Autobiography, essays, theoretical and critical,’ Princeton, 1980, σελ. 38.
[7] Βλέπε σχετικά, Γκανάς, Ευάγγελος., ‘Η απρόσμενη ανάδυση της μνήμης στο έργο του Δημήτρη Νόλλα,’ Περιοδικό Νέα Εστία…ό.π. Η λεγόμενη και «απρόσμενη ανάδυση της μνήμης» ως αφηγηματική τεχνική μπορεί να ‘ανατρέψει’ τον ρυθμό της αφήγησης (ακόμη και σε ένα ποίημα μπορεί να ακολουθεί αυτή η τεχνική), φέροντας το παρελθόν ή ένα ‘επεισόδιο’ από το παρελθόν δίπλα στο παρόν. Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί όταν ο λογοτεχνικός ‘ήρωας’ έχει ταραχθεί συναισθηματικά, όταν επιθυμεί να συγκρίνει και να αφηγηθεί κάτι σημαντικό που πρέπει να ‘βγει στο φως,’ όταν δεν βρίσκει στο παρόν τις κατάλληλες απαντήσεις.
[8] Εάν η μνήμη αναδύονταν στην επιφάνεια με τρόπο απρόσμενο, τότε το πιθανότερο θα ήσαν πως θα τα διηγήματα και οι διάλογοι που αναπτύσσονταν εντός αυτών, θα διέθεταν περισσότερες παύσεις και θα σταματούσαν απότομα. Εάν η μνήμη έρχονταν στο προσκήνιο με έναν τρόπο απρόσμενο, τότε το πιθανότερο θα ήσαν πως κάποια εκ των τραγουδιών και των δίστιχων που υπάρχουν εντός διηγημάτων, να παρουσιάζονται μισο-ολοκληρωμένα.
[9] Αξίζει να σημειώσουμε πως το πολυτονικό σύστημα γραφής υιοθετεί ο Αλέκος Φλωράκης και στην περίπτωση του συγκεντρωτικού τόμου με όλα του τα ποιήματα. Βλέπε και, Φλωράκης, Αλέκος., ‘Τα ορατά και τα αόρατα. Ποιήματα 1968-2018,’ Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2020.
[10] Το καίριο ερώτημα το θέτει ο συγγραφέας: «Υπάρχει μύθος αλλά και ιστορία (ποια τάχα να είναι τα όρια;)». Εκτιμούμε πως η μυθοπλασία δεν υπάρχει στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων, αλλά σε κάποιες επιμέρους ιστορίες. Για να τις κάνει πιο ‘εύπεπτες’ και όχι ‘πικάντικες’. Βλέπε και, Φλωράκης, Αλέκος., ‘Επίλογος…ό.π., σελ. 218.
[11] Βλέπε σχετικά, Spivak, G.S., ‘Translator’s preface,’ στο: Derrida, J., ‘Of Grammatology,’ Μετάφραση από την Γαλλική Γλώσσα: Spivak, G.S. Johns Hopkins University Press, Βαλτιμόρη, 1976.
0 Σχόλια