Μια τοιχογραφία της μεταπολεμικής Σικελίας
–
γράφει η Λεύκη Σαραντινού
–
Νατουραλισμός, ρεαλισμός και διάθεση εξομολόγησης μιας ταλαιπωρημένης γυναίκας και ενός αστυνομικού, φανατικού καταδιώκτη της σικελικής μαφίας, χαρακτηρίζει το νέο βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου Σικελικό Ειδύλλιο.
Η συγγραφέας δεν χρειάζεται, φυσικά, συστάσεις, ούτε και η ιδιαίτερη, χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις γραφή της, αλλά ούτε και ο τρόπος με τον οποίο μπλέκει αριστοτεχνικά, για άλλη μία φορά, την Ιστορία με τη Λογοτεχνία.
Το τελευταίο της βιβλίο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ιστορικό μυθιστόρημα, απεναντίας μάλιστα. Όμως, μέσα από τις προσωπικές εξομολογήσεις των δύο πρωταγωνιστών διαφαίνεται ολοκάθαρα η μεταπολεμική Ιστορία της Σικελίας και, σε κάποιον βαθμό, και ολόκληρου του ιταλικού έθνους.
Πρόθεση της συγγραφέως, βέβαια, δεν είναι η ιστορική πληροφόρηση του αναγνώστη, αλλά η ανάδειξη της προσωπικότητας των δύο πρωταγωνιστών, του συναισθηματικού και του ιδεολογικού τους κόσμου. Η βόλτα στις ατραπούς της Ιστορίας προκύπτει μέσα από αυτήν ακριβώς την προσπάθεια της Σώτης ως “παράπλευρη απώλεια”, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η συγγραφέας δεν απεικονίζει πιστότατα τα ιστορικά γεγονότα τα οποία τυγχάνει να συναντούν τα προσωπικά βιώματα των ηρώων της. Ούτε μπορεί να αγνοήσει, φυσικά, τις ορδές των κατακτητών ανά τους αιώνες, από τους Έλληνες, ως τους Νορμανδούς και τους Άραβες που άφησαν ο καθένας το δικό του στίγμα στο πολύπαθο νησί.
Το ίδιο ακριβής είναι και η απεικόνιση του χώρου. Η σικελική ύπαιθρος αναδεικνύεται σε όλο της το μεγαλείο, με τα χρώματα, τα αρώματα και την υπέροχη φύση της, το ίδιο και η αστική δομή των πόλεων του ιταλικού Νότου, όλα υπό τη σκιά της διάσημης σικελικής μαφίας, που πέφτει βαριά επάνω στις ζωές των κατοίκων του νησιού. Διότι είναι αδύνατον να μιλήσει κανείς για τη Σικελία, χωρίς να αναφερθεί στη διαβόητη ιταλική μαφία.
Το “ειδύλλιο” του τίτλου είναι άτυπο όσο και μεταφορικό. Μεταξύ της Κοντσέττα Βιτάλε και του Λούκα Ντε Ματέις δεν υπάρχει αληθινή σαρκική σχέση, παρά ένας λανθάνων ερωτισμός. Η Σώτη επιλέγει να μας μιλήσει για τη ζωή τους στη Σικελία διαμέσου των δικών τους στομάτων. Έτσι το βιβλίο αποτελείται από τις εναλλασσόμενες πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις του Λούκα και της Κοντσέττα. Οι ζωές τους, όσο κι αν οι ίδιοι το θέλουν, αδυνατούν να ξεφύγουν μέσα από τα στενά όρια του νησιού τους, από όλα αυτά που χαρακτηρίζουν τη ζωή στη Σικελία, δηλαδή τη μαφία, τη βαριά σκιά του Μουσολίνι και των πολέμων που πέρασαν, του φασισμού, του καθολικισμού, του φλογερού ταμπεραμέντου των νησιωτών, αλλά και της όπερας και του ιταλικού κινηματογράφου.
Οι δύο εναλλασσόμενοι αφηγητές μιλούν για της ζωή τους και, κάποιες φορές, ο ένας για τον άλλον, αλλά ο τρόπος της γνωριμία τους δεν παρουσιάζεται στους αναγνώστες από την αρχή του βιβλίου, ούτε και η ιδιαίτερη σχέση την οποία θα αναπτύξουν τελικά μεταξύ τους.
Η Κοντσέττα- η Κοντσεττίνα όπως αρέσκονται χαϊδευτικά να την αποκαλούν οι γύρω της- είναι μία ταλαιπωρημένη ύπαρξη που διψάει για ζωή. Μεγαλωμένη μέσα στη φτώχεια, με τρεις ακόμη αδελφές, δυσκολεύεται να δει το χαρούμενο πρόσωπο της ζωής. Θύμα βιασμού και επανορθωτικού γάμου, θα καταφέρει, παρ’ όλες τις δυσκολίες της, να βρει τον δρόμο της ως το τέλος.
“Με λένε Κοντσέττα Βιτάλε κι έχω γεννηθεί στο Ριβοντόρο, στη δυτική Σικελία. Ήμουν δεκαέξι χρονών όταν άρχισε η ιστορία. Τώρα είμαι σχεδόν δεκαεννιά. Όποιος με ξέρει καλά με φωνάζει Τσεττίνα ή Τσεττί. Η μάνα μου φωνάζει σκέτο Τσε, αν και συνήθως δεν με φωνάζει τίποτα”.
Έτσι συστήνει η ίδια τον εαυτό της στον αναγνώστη και, μέσω του παρακάτω αποσπάσματος, τη μικρή πόλη του Ριβντόρο στον αναγνώστη:
“Όλα στο Ριβοντόρο μου φαίνονται μικρά: μερικά σοκάκια είναι τόσο στενά, ώστε δεν χωράνε στο πλάτος πάνω από τρία άτομα. Μοιάζουν με διαδρόμους σπιτιών. Τα σπίτια έχουν το χρώμα της ώχρας. Τα περισσότερα είναι δίπατα κι άλλα, λιγοστά, μαρτυρούν περασμένα μεγαλεία, με μπαλκόνια, αψίδες και πέτρινες διακοσμήσεις, με φθαρμένα και χορταριασμένα σκαλοπάτια. Υπάρχει ένα μισογκρεμισμένο νορμανδικό κάστρο στην κορυφή του λόφου-εκεί όπου το χρώμα γίνεται κόκκινο- και δυο τρεις γοτθικές εκκλησίες, σε μια από τις οποίες, με το παράδοξο όνομα Παναγία του Ναυάρχου, είδα μια ενδιαφέρουσα νωπογραφία με παχουλά χερουβείμ, γυμνά και φτερωτά”.
Οι Σικελοί παρουσιάζονται σε αντιπαράθεση με τους υπόλοιπους Ιταλούς, με τους οποίους διαφέρουν αρκετά. Το ίδιο διαφέρει και ο φτωχός, βαθιά καθολικός Νότος με τον πλούσιο βιομηχανικό Βορρά. Πώς είναι, λοιπόν, οι ίδιοι οι Σικελοί;
“Δεν νομίζω ότι υπάρχουν επαναστάτες στη Σικελία: δεν μπορείς να κινητοποιήσεις τους Σικελούς τις ώρες της θείας λειτουργίας, του φαγητού και των ματς του ποδοσφαίρου. Οι Σικελοί παραείναι τεμπελχανάδες για να κάνουν επανάσταση{…}. Η φτώχεια και η αιματοχυσία προσδίδουν στη Σικελία μία σοβαρότητα που δεν τις αξίζει”.
Οι άντρες όμως, είτε είναι ο πατέρας της Κοντσέττα, είτε ο βιαστής της, είτε διάφοροι άλλοι, θα ταλαιπωρήσουν ιδιαίτερα την ηρωίδα με τη συμπεριφορά τους. Η Κοτσέττα υποτάσσεται στην πατριαρχική δομή του μεσογειακού σικελικού Νότου, υποφέρει, αλλά και αγωνίζεται συνάμα, εναντιώνεται στον σικελικό τρόπο ζωής.
Κι πού είναι, μέσα σε όλα αυτά τα προσωπικά οικογενειακά τραυματικά βιώματα, η μαφία; Τι γίνεται με την περίφημη σικελική μαφία, η οποία έχει κοστίσει βαρύ φόρο αίματος σε πολλούς Ιταλούς -και όχι μόνο;
“…Η μαφία δρούσε επί έναν αιώνα και κανείς δεν είχε κάνει τον κόπο να μελετήσει την οργάνωσή της, το πώς λαμβάνονταν οι αποφάσεις κι αν υπήρχαν, εκτός από αρχηγοί, υπαρχηγοί και στρατιώτες που έβγαζαν σε πέρας τη βρώμικη δουλειά: δολοφονίες, εκβιασμούς και τα τοιαύτα”.
Και εδώ ερχόμαστε στον έτερο πρωταγωνιστή, τον Λούκα, ο οποίος, υπό την ιδιότητα του αστυνομικού, είναι σφοδρός διώκτης της μαφίας, από τα νύχια της οποίας, όμως, δεν θα γλιτώσει ως το τέλος. Η δολοφονία του από τα ανελέητα γρανάζια της προσθέτει μία αδιόρατη αστυνομική χροιά στο μυθιστόρημα. Ο πρωταγωνιστής θα βρει τελικά, αναπόφευκτα, τον καθιερωμένο σικελικό τρόπο θανάτου. Ας δούμε όμως τι λέει ο ίδιος ο Λούκα για τη σικελική μαφία, την εμμονή της ζωής του:
“Πιστεύω πως πρέπει να πάρουμε τη μαφία στα σοβαρά, όπως η μαφία παίρνει στα σοβαρά τον εαυτό της.{…}Το μόνο που θέλω είναι να επιζήσω, να χώσω τους μαφιόζους σε σκοτεινά μπουντρούμια και να δω κάμποσους, όσο το δυνατόν περισσότερους, στημένους στον τοίχο μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Να τι θέλω“.
Πώς βιώνει, όμως, ο ίδιος ο Λούκα την εντοπιότητά του; Πώς αυτή καθορίζει τον χαρακτήρα και τις επιλογές του, όσο κι αν ο ιδιος δεν το επιθυμεί;
“Το νησί μέσα μας έχει παραμείνει ίδιο: ήμασταν και παραμένουμε υπερβολικά απομονωμένοι για να πάρουμε μέρος στην ιστορία. Όλα είναι τσακισμένα και ξεκοιλιασμένα. Πάντα έτσι ήταν. Το παρελθόν διδάσκει όποιον θέλει να μάθει, εμείς όμως δεν θέλουμε να μάθουμε”.
Ο Λούκα, όσο σκληρός κι αν θέλει να φαίνεται στα μάτια των αναγνωστών του λόγω της δουλειάς του, δεν παύει να είναι άντρας. Ένας άντρας που κάποτε ερωτεύτηκε τη Ρομπέρτα, έγινε πατέρας, και κατόπιν είχε την ατυχία να βιώσει την απώλεια του παιδιού του και να χωρίσει. Όλα αυτά, φυσικά, σημάδεψαν την προσωπικότητά του το ίδιο με το μέρος στο οποίο ζει. Ο ίδιος, όμως, αφορίζει το φύλο του με τα παρακάτω λόγια:
“Εμείς οι άνδρες δεν είμαστε άτομα. Είμαστε μέλη ενός ομοιόμορφου πλήθους: πιτσιλίζουμε τη λεκάνη της τουαλέτας, κοιτάμε τα οπίσθια των γυναικών σαν να μας έχουν προγραμματίσει μ’ αυτά τα αμερικανικά προγράμματα ρομπότ- κι όταν βρισκόμαστε πολλοί μαζί, είμαστε ικανοί για ανεπανόρθωτες βλακείες. Ακόμα και για φρικαλεότητες. Αγελαία ζώα. Ζώα. Παραλλαγές του ίδιου προτύπου που αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο στο ίδιο ερέθισμα. Ρομπέρτα, δεν έχασες τίποτα. Μάλλον γλίτωσες”.
Οι πρωταγωνιστές, ο Λούκα και η Κοντσέττα είναι τόσο διαφορετικοί, μα συγχρόνως και τόσο όμοιοι. Μπορεί να μη βλέπουν τις ίδιες ταινίες και να μην ακούν την ίδια μουσική-ο Λούκα σιχαίνεται την όπερα- όμως τους περιβάλουν οι ίδιες μεταπολεμικές μνήμες και η αύρα του καταρρέοντος φασισμού. Ο Μουσολίνι δεν ξεχνιέται εύκολα, ούτε οι ατυχείς, εν τέλει, εκστρατείες του στην Ελλάδα και την Αφρική. Το ίδιο και οι καταστροφές που υπέστη η χώρα στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και η οδυνηρή ήττα. Μεταπολεμικά, οι συγκρούσεις με τον κομμουνισμό δεν αφήνουν αλώβητες τη χώρα και η φτώχεια εξακολουθεί να υπάρχει.
Η αφήγηση τελειώνει εν έτει 1957, λίγο μετά τη δολοφονία του Λούκα. Το ιδιαίτερο όμως αυτό και ατμοσφαιρικό βιβλίο, τελειώνει αισιόδοξα, παρά τον χαμό του Λούκα Ντε Ματέις, με τα λόγια της Κοντσέττα: “Ο Ντε Ματέις έλεγε πως ζούμε το πολύ δύο φορές. Vivere! Θα ζήσω δύο ζωές. Τουλάχιστον δύο”. Η ίδια η ζωή εξάλλου διαιωνίζεται μέσω των γυναικών. Η Κοντσέττα είναι, επομένως, εκείνη η οποία αρχίζει, αλλά και εκείνη που κλείνει το βιβλίο. Στη Σικελία. Έναν άλλο κόσμο, ιδιότυπο και ξεχωριστό από την Ιταλία που γνωρίζουμε.
Ιταλικά αυτοκίνητα, σικελική ύπαιθρος, αδίστακοι μαφιόζοι, φτωχοί οικογενειάρχες, πληγωμένοι άνθρωποι από τον πόλεμο, σκέψεις για τον φασισμό, αλλά και τους ίδιους τους ανθρώπους. Όλα αυτά απαρτίζουν, επομένως, τον καινούριο κόσμο της Σώτης Τριανταφύλλου, δεμένα μεταξύ τους από την ίδια με τη δεινή λογοτεχνική της μαεστρία, η οποία μας δίνει το εισιτήριο για ένα καινούριο, κάθε φορά, όσο και ιδιαίτερο λογοτεχνικό κόσμο.
0 Σχόλια