Το χέρι του ακολούθησε το τράβηγμα της πετονιάς και το σώμα του έγειρε προς την αντίθετη πλευρά για να κρατήσει αντίσταση. Ανασηκώθηκε παλαντζάροντας ελαφρά και άρχισε να τραβάει το διάφανο σύρμα. Η αντίσταση του φάνηκε μεγαλύτερη από άλλες φορές. Πάτησε τη πετονιά με το ένα πόδι και με το χέρι του βάλθηκε πεισματωμένα να τραβάει προς την αντίθετη φορά ο,τι επίμονα του αντιστεκόταν. «Μωρέ, αυτός θα με πάρει μαζί του στο τέλος», σκέφτηκε. «Στο χέρι σου είναι, κερατά, τώρα θα δεις», απείλησε μέσα από τα δόντια του κι έβαλε περισσότερη δύναμη για να ανεβάσει τον ανυπότακτο. Είχε χαλαρώσει λίγη ώρα πιο πριν και αποξεχαστεί, μάλλον λαγοκοιμόταν τη στιγμή του αιφνιδιασμού, χαράματα ακόμη και οι ριπές από το πρωινό αγιάζι παραμέριζαν το αδιάβροχο και τη σμιχτή πλέξη της μπλούζας, αναριγώντας το λιπόσαρκο σώμα.
Για λίγη ώρα ο ένας τράβαγε τον άλλο πασχίζοντας ποιος θα υπερισχύσει και ο αγώνας έμοιαζε αμφίρροπος. Από μακριά τα διερχόμενα πλεούμενα μπορούσαν να διακρίνουν τις χαρακτηριστικές κινήσεις που κάνουν οι φιγούρες στο θέατρο σκιών όταν ταλαντεύουν τον κορμό μπρος-πίσω. Η παράσταση έλαβε τέλος τη στιγμή που «ο ανυπότακτος», πληγωμένος από το αιχμηρό καρφίτσωμα του αγκιστριού που του είχε κεντήσει απ’ άκρου εις άκρον το σαγόνι, εγκατέλειψε την επιθανάτια «χορογραφία» και αφέθηκε στις επιδέξια μελετημένες κινήσεις του ενός και μόνου χεριού. Ένα ταχύπλοο σκάφος που πέρασε εκείνη ακριβώς τη στιγμή σφυροκοπώντας την υδάτινη επιφάνεια, όχι πολύ μακριά από το σημείο, λίγο έλειψε να ανατρέψει το σκεβρωμένο σκαρί. Χρόνια τώρα φιλονικούσε για τον ίδιο λόγο με τα κύματα και ύστερα από ανιστόρητες μάχες εκείνα υποχωρούσαν μερωμένα. Κρατώντας γερά την ισορροπία του, προσπάθησε να πιάσει το ψάρι που όλο τινάζονταν και του γλίστραγε και έπεφτε στο νερό. Ανέμιζε το χέρι του κατά ‘κει που ένιωθε την ύπαρξη να σειέται, να ανταριάζεται, να κραδαίνει το σώμα σα σπαθί στον αέρα για να ξεφύγει το ασφυκτικό αγκάλιασμα του θανάτου. Τα βράγχια του ψαριού ανοιγόκλειναν μανιασμένα ρουφώντας λίγο ακόμη από το οξυγόνο του νερού. Τα αγκάθια του ανασηκώθηκαν έτοιμα να κεντρίσουν το αδίστακτο χέρι. Ανώφελοι ηρωισμοί. Αλάθευτο το αγκίστρι συγκρατούσε το σώμα που σπαρταρούσε στον τελευταίο ανασασμό. Μετά από λίγο έπεσε με πάταγο στο κάτω μέρος της βάρκας αποκόπτοντας την πετονιά από τ’ αγκίστρι. Ο αποχωρισμός από το νερό ήταν πια οριστικός. Ο αποχωρισμός από τη ζωή αμετάκλητος. Ακούμπησε με πατρική στοργή το χέρι του πάνω στο βασανισμένο σώμα του ψαριού και εκείνο ησύχασε πια.
Μια φωνή έσκισε μονομιάς την ανησυχαστική σιωπή. «Ε, Γιώργη, τι κάνεις μες το ξημέρωμα; Από τη νύχτα πάλι άρχισες να ψαρεύεις;» Από τη χροιά της φωνής κατάλαβε το συγχωριανό του που πλησίαζε με τη βάρκα. «Νύχτα ή μέρα το ίδιο μου κάνει, Θοδωρή. Τα λαβράκια τσιμπάνε καλύτερα αυτήν την ώρα», απάντησε. «Έπιασες τίποτα καλό;» συνέχισε ο άλλος. «Μεγαλούτσικο φαίνεται μα δεν το ζύγισα κιόλας». «Άντε, το λοιπόν, να δούμε ποιος θα αδειάσει τη θάλασσα πάλι σήμερα. Χθες, λέει, είχε ρέντα ο Στράτος, δεν έμαθα ακριβώς, αλλά έβγαλε πολλά με τα δίχτυα. Θες τίποτα;» «Όχι, να ‘σαι καλά». «Καλή ψαριά, το λοιπόν». «Καλή ψαριά και σε σένα».
Η βάρκα προσπέρασε κι απομακρύνθηκε. Ένιωσε τώρα λίγο την κούραση από την πάλη που προηγήθηκε και απ’ την αγρύπνια της χθεσινής νύχτας. Σηκώθηκε πριν να ξημερώσει, σχεδόν την ίδια πάντα ώρα κάθε μέρα, αρματώθηκε τον απλό εξοπλισμό που είχε για το ψάρεμα και πήρε το δρόμο για τη βάρκα του που ήταν αγκυροβολημένη ανάμεσα σε άλλες στο λιμανάκι, στη στροφή του κεντρικού δρόμου, στο έμπα του χωριού. Χρόνια τώρα το ίδιο δρομολόγιο, χρόνια τώρα ήξερε καλά τα κατατόπια και ακόμη περισσότερο έμαθε να αφουγκράζεται τις διαθέσεις του καιρού, πότε ο σιρόκος καταφθάνει με δρασκελιές απ’ το νοτιά κι εκεί που η θάλασσα είναι λάδι, άξαφνα αρχίζει τα τσαλίμια, μέχρι που φρενιάζει και καταπίνει πλεούμενα. Αναγνώριζε τη θέρμη του γαρμπή και το φρεσκάρισμα του γρεγολεβάντε. Αυτοί που βρίσκονταν την ίδια στιγμή και για τον ίδιο λόγο στο λιμανάκι, απορούσαν με την ακρίβεια και τη δεξιοτεχνία που έλυνε με το χέρι του τον κάβο της βάρκας που ήταν δεμένη στο μόλο και με τι σβελτάδα πήδαγε μέσα, κρατώντας στον ένα ώμο τα σύνεργα του, ενώ από τον άλλο ανέμιζε «κούφιο» το πανωφόρι. Άλλα κι όσοι τον πετύχαιναν μεσοπέλαγα, γνώριζαν πως ήξερε καλύτερα απ’ τον καθένα σε ποιο σημείο και ποια ώρα πρέπει να βρεθεί και σπάνια αποτολμούσαν να προτείνουν κάποια βοήθεια, από ντροπή για την περηφάνια και τη λεβεντοσύνη της ψυχής.
Από νωρίς το απόγευμα καθόταν στη μικρή αυλή του σπιτιού του, ψηλάφιζε με το χέρι του ξεδιαλέγοντας προσεχτικά, σχεδόν τελετουργικά, τα πιο καλά δολώματα, με τις γαρίδες και τις ζαργάνες τσιμπάνε καλύτερα οι τσιπούρες, συλλογιζόταν, τοποθετούσε τα πιο εκλεκτά σε ένα φορητό ψυγειάκι για να διατηρούνται φρέσκα, κι ύστερα καταπιανόταν με την τακτοποίηση της πετονιάς και των αγκιστριών. Όταν τέλειωνε τη διαδικασία, γευμάτιζε ο,τι είχε απομείνει από το μεσημέρι κι ύστερα αναπαυόταν, προσμένοντας το πέρασμα από το σκοτάδι της μέρας στο σκοτάδι της νύχτας, τότε που άρχιζε γι αυτόν η αληθινή ζωή. Συχνά αποκοιμιόταν εκεί στην αυλή και καταλάβαινε πως πρέπει να πάει στο κρεβάτι του από τα νυχτοπούλια που άρχιζαν τη μονότονη φλυαρία τους στ’ αντικρινά δέντρα και από το δυνατό άρωμα του νυχτολούλουδου. Όχι πως δεν είχε αληθινούς φίλους, όχι πως δεν είχε ανθρώπους να τον νοιαστούν, να τον καλέσουν να πιει μαζί τους ένα κρασί μηρυκάζοντας ένδοξες ιστορίες ψαρέματος. Μα εκείνος πιο πολύ αγαπούσε εκείνες τις μοναχικές ώρες κοντά της, μέσα στο παρηγορητικό σκοτάδι, οσφραίνοντας την αλμύρα της, κι η πρωινή δροσιά να του χαϊδεύει με γυναικεία στοργή το πρόσωπο. Μπορούσε να κάθεται ώρες και να «ατενίζει» νοερά τη θάλασσα, κρατούσε την ανάμνησή της αναλλοίωτη, όπως κρατάει κανείς την ανάμνηση του πρώτου του έρωτα. Έπιανε κάθε ήχο από τα θαλασσοπούλια και κάθε «συνωμοσία» που εξυφαίνονταν κάτω από τη βάρκα του από τα ψάρια, για να του αρπάξουν τα δολώματα δίχως να πιαστούν. Έμαθε με τις αισθήσεις του να ερμηνεύει περισσότερο τη συμπεριφορά των έμβιων όντων του ουρανού και του βυθού, πολύ περισσότερο από ο,τι των ανθρώπων.
Πολύ νέος ακόμα, βρέθηκε τη λάθος στιγμή και κυρίως στο λάθος τόπο. Γιατί η στιγμή πάντα λάθος θα ήταν οποιοσδήποτε κι αν βρισκόταν σε τόπο που αγρυπνούν αθέατα τα απομεινάρια της Κατοχής. Από μια αποκοτιά της νιότης που αψηφά με αλαζονεία τον κίνδυνο, «μια ώρα αφορεσμένη και πικρή», που θα ‘λεγε και ο ποιητής, «μια πέτρα λάθος» αφύπνισε νάρκη στη λήθη θαμμένη μέσα σε χωράφι κοντά στο λιμανάκι του χωριού, παρακαταθήκη του πολέμου που είχε πια τελειώσει. Η σιδερένια γροθιά άρχισε να «ξερνάει» φωτιά, κι απόμεινε αυτός με δυο μάτια χυμένα απέξω, άδεια κουφάρια, και με ένα χέρι μόνο να κουμαντάρει στο εξής το πηδάλιο της ζωής. Η κοπέλα που ήταν μαζί του τραυματίστηκε πιο ελαφρά, μα δεν άντεξε να κοιτάζει για το υπόλοιπο της ζωής της δυο άδεια μάτια και ύστερα από καιρό πήρε των ομματιών της.
Κάθισε λίγο στην πρύμη. Μέτραγε πια τα κουράγια του. Δεν ήταν όπως πρώτα. Έψαξε το ψάρι στο κάτω μέρος της βάρκας, πολύ θρεμμένο του φάνηκε για “αδέσποτο”. Το σώμα τρεμούλιασε στο άγγιγμα του. Ζούσε ακόμα. «Ζεις, μωρέ, ζεις; Εφτάψυχος είσαι;!» Για δευτερόλεπτα η σκέψη του μετεωρίστηκε στο κενό. Καθώς έπιασε το ψάρι, ένιωσε νερό στον πάτο του γέρικου σκαριού. Το ψάρι ήταν μισοβυθισμένο. “Από κάπου μπάζει”, σκέφτηκε. Μεμιάς αρπάζει το σώμα που σκιρτούσε και αναπαλλόταν για να ξεφύγει από τη μέγγενη του χεριού, το ζύγιασε για λίγο και χωρίς δισταγμό το πέταξε στη θάλασσα. «Ήτανε το τυχερό σου, πάλεψες για να ζήσεις». Αμέσως πήρε τον κουβά που είχε φυλαγμένο στο πλάι κι άρχισε να αδειάζει το νερό. Όλο άδειαζε, κι όσο άδειαζε, άλλο τόσο γέμιζε απ’ αλλού. Γονάτισε και με τα δάχτυλά του έψαυσε στη σεντίνα της βάρκας μήπως υπάρχει ρήγμα. Ρήγμα εκεί δε φαινόταν να υπάρχει. “Θα ‘χουν λασκάρει οι αρμοί”. Κάτι γλαροπούλια λίγο πιο πέρα συναγωνίζονταν για τα αφρόψαρα και χάλαγαν τον κόσμο. Το φουσκοθαλάσσι κοντοζύγωνε απρόσκλητο. Η θάλασσα γέμιζε αφρισμένες ζαρωματιές. Στάθηκε κοντανασαίνοντας να ακούσει τους ψιθύρους. Σίμωνε σιρόκος.
_
γράφει η Μαρία Αμέντα
Τι ζωντανή περιγραφή!!!!!!!!!!!!! Μπράβο , Μαρία…. Και να ‘ξερες πιο είναι το χόμπυ μου!!!!!!!!! Παρ’ όλα τα εξήντα ένα συναπτά που κουβαλώ στην πλάτη , λατρεύω το ψαροντούφεκο… Ώρες ολόκληρες στα καταγάλανα νερά του Λαφονησιού με τη μάσκα μου απολαμβάνω το μεγαλείο της θάλασσας!!!!!!! Να σαι καλά !!! Μου έφερες το καλοκαίρι στην καρδιά μου!
ΚΑΛΗ ΣΟΥ ΣΥΝΕΧΕΙΑ!!!
Εξαιρετικό…το απόλαυσα…Οι περιγραφές χορταστικές…
Σας ευχαριστώ πολύ για τη ζεστή αποδοχή και για τα όσα όμορφα μου είπατε!!! Οι άνθρωποι που έχουν πάθος για τη ζωή δεν έχουν ηλικία! Η αστείρευτη αγάπη σας για τη θάλασσα και πολύ περισσότερο η δραστηριότητά σας, είναι η ακατάβλητη δύναμη και θέλησή σας για ζωή!! Στη φωτογραφία του κειμένου εικονίζεται ένα ψαροχώρι της Χίου, η Λαγκάδα. Οπότε, και για μένα η επιρροή της θάλασσας είναι καθοριστική. Να είστε πάντα καλά και να κάνετε ο,τι πολύ αγαπάτε!!!
Ευχαριστώ πολύ για τη σημαντική για μένα άποψή σας για το κείμενο!!
Όμορφες εικόνες γεμάτες από αγαπημένα χρώματα…ομορφογραμμένη και απολαυστικότατη η ιστορία σας. Μπράβο σας!!!
!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Σας ευχαριστώ πολύ για το εξαιρετικό σχόλιο σας πάνω στο κείμενο!!
Πολύ χάρηκα που διάβασα κάτι δικό σου Μαρία. Ελπίζω να έχει και συνέχεια (αν δεν την αποτελεί τούτο το γραπτό σου ήδη δηλαδή) αυτή η Ομορφιά από εικόνες και λέξεις. Γνώριμες εικόνες για τους… “μυημένους” αλλά η ζωντάνια του γραπτού σου δίνει χρώμα, γεύση, ψιθύρους και μυρουδιές ζωντανεύοντας τις αισθήσεις.
Εύχομαι να είσαι πάντα καλά. Και πάντα Δημιουργική.
Καλή συνέχεια όπου κι αν είσαι και σε ότι κι αν κάνεις. 🙂
Κώστα, η χαρά μου που είδα σχόλιο δικό σου, ξεπέρασε την έκπληξη! Πραγματικά χαίρομαι που σε “συναντώ” σ’ αυτόν τον όμορφο διαδικτυακό τόπο. Και σ’ ευχαριστώ πολύ για τη θέρμη με την οποία περιέβαλες το κείμενο και τις ξεχωριστές πινελιές που του προσέδωσες. Είναι τόσο ωραία αυτά που γράφεις και ο τρόπος που τα γράφεις. Πιο γνώριμες δεν θα μπορούσαν να είναι οι εικόνες σε σένα… μιας και το σκηνικό που είχα στο μυαλό μου όταν έπλαθα την ιστορία είναι εκεί στο λιμανάκι του Γλυφού… Να είσαι κι εσύ πάντα καλά και εύχομαι ο,τι κάνεις στη ζωή σου να σε κάνει ευτυχισμένο!
Αλήθεια, που κατατάσεται ένα έργο που το διαβάζεις μέσα σε δέκα λεπτά, την πρώτη φορά και που το συλογίζεσαι μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες; Σα να τελείωσες μόλις την ανάγνωση ενός υπέροχου μυθιστορήματος, η σα να βγήκες από την αίθουσα ενός κινηματογράφου μεθυσμένος από εικόνες, πλοκή, αρώματα και ήχους! Συγχαρητήρια Μαρία! Κατάφερες σε δέκα λεπτά να ικανοποιήσεις και τις πέντε μου αισθήσεις!
Και πως μπορεί να πει κανείς μόνο ευχαριστώ που ανέβηκε πατώντας πάνω σε λίγες γραμμές στον ουρανό;! Οι λέξεις πολύτιμες, ακριβά τα νοήματα, με γέμισε το σχόλιο σου χαρά και ενθάρρυνση! Δεν έχω λόγια. Ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου!