
Σπύρος Χαλβαντζής
Vakxikon
ISBN: 978-618-5144-71-5
Η ποίηση έχει την ξεχωριστή ιδιότητα να αποτυπώνει μέσα από τον υποκειμενισμό του δημιουργού, ως φίλτρο, το ευρύτερο κοινωνικό συναίσθημα και βίωμα. Τούτο φάνηκε τόσο στην αλληγορική φύση των πολιτικών και κοινωνικών συμβολισμών κατά τη δικτατορία που αποτυπώθηκαν στην ποίηση της γενιάς του ‘70 (συντελώντας καταλυτικά στην κρυπτική και ενδοσκοπική ποιητική της όταν τελικά εξαλείφθηκαν οι πολιτικές καταστάσεις που την ανέδειξαν[1]), ενώ η απομόνωση που επέφερε η αστικοποίηση αποτυπώθηκε στον κλειστό χώρο και το ιδιωτικό όραμα της γενιάς του ‘80[2].
Σήμερα πια η -αστική- ποίηση, πιο συλλογική και λιγότερο εγωιστική, εκφράζει ένα αίσθημα απογοήτευσης και οργισμένης δυσφορίας. Ωστόσο, η αγανάκτηση τούτη ξεπερνά το στενά ορώμενο πολιτικό στοιχείο και απλώνεται σε μία γενικότερη κοινωνική κριτική με μία υπαρξιακή διάσταση. Αυτά τα χαρακτηριστικά αποτυπώνονται και στην πρώτη εμφάνιση του Σπύρου Χαλβατζή στα ελληνικά γράμματα με την ποιητική συλλογή «οροσειρές του εαυτού» (vakxikon, 2016).
Ο δημιουργός με την πρωτοενική εκφορά αναζητά μία ποιητική διέξοδο στην έκφραση μιας υπερατομικής αναζήτησης από την οποία αναδύονται υπαρξιακής φύσης αγωνίες για την κοινωνία. Συχνά η απογοήτευση καταλήγει σχεδόν σε έναν νεανικό μηδενισμό που μέσα στη γενικότητά της και το αλληγορικό της ύφος εκδηλώνουν την απόλυτη άρνηση (ας μετρήσουμε κεφαλιά).
Αδιάλειπτη είναι η παρουσία του συλλογικού βιώματος που εκφράζεται με την εισαγωγή πολλών κοινωνικών στιγμιότυπων σαν σε ασπρόμαυρη φωτογραφική αποτύπωση (μία ζωή στο ψυγείο, η αφελής αιωνιότητα). Ποιήματα με οικολογική ανησυχία (εμείς οι φονιάδες) συνυπάρχουν δίπλα σε κοινωνικοπολιτικές αλληγορίες (ο δυνάστης η ζωή, επιθανάτιος ρόγχος, κάλπικα χρυσά νομίσματα, ο αγγελιοφόρος, η σκέψη μέσα στο χρόνο) ή αμιγώς κοινωνικές συνθέσεις (ας μετρήσουμε τα κεφάλια, τα δυο χέρια).
Την ίδια στιγμή ο Χαλβατζής εκθέτει στιχουργικά σε μία πρωτοπρόσωπη προοπτική την υπαρξιακή αγωνία για το μέλλον (πλάνης στα κάτω δώματα του Άδη) και το χρόνο (ο αγγελιοφόρος, η σκέψη μέσα στο χρόνο) με τη μνήμη (η αφελής αιωνιότητα). Μέσα στο πένθιμο και σκουρόχρωμο κάδρο του έντονο είναι το συναίσθημα της απογοήτευσης που αισθητοποιείται με το σκοτεινό κάδρο (εγώ και το σκοτάδι) και τις αναφορές στο θάνατο (πλάνης στα κάτω δώματα του Άδη, επιθανάτιος ρόγχος, ας μετρήσουμε κεφάλαια) ή την αντιλυρική εικαστική (εμείς οι φονιάδες, ο αγγελιοφόρος, χαρτοπόλεμος στη χώρα του παιδιού, ποιος τις αισθήσεις έκλεψε;, η σκέψη μέσα στο χρόνο).
Ο δημιουργός αξιοποιεί αρχαιοελληνικούς μύθους (μια ζωή στο ψυγείο, εμείς οι φονιάδες), ενώ λιτές μεταφορές (κάλπικα χρυσά νομίσματα, τα δυο χέρια, επιθανάτιος ρόγχος, πλάνης στα κάτω δώματα του Άδη, ποιος τις αισθήσεις έκλεψε;) και παρομοιώσεις (χαρτοπόλεμος στη χώρα του παιδιού, η αφελής αιωνιότητα) συμπλέκονται με τη ρεαλιστική γραφή, την αλληγορία και το δηκτικό ύφος που εκθέτει μία διαρκή οδυνηρή ειρωνεία δίχως χαμόγελο (ας μετρήσουμε κεφάλαια).
Η αυτοαναφορικότητα σε συνδυασμό με τα α΄ και β’ πληθυντικά πρόσωπα δημιουργεί την αίσθηση μία σκηνικής δημιουργίας με πολιτικό ή κοινωνικής κριτικής περιεχόμενο που απευθύνεται στο κοινό (ας μετρήσουμε κεφάλαια, επιθανάτιος ρόγχος, εμείς οι φονιάδες, η αφελής αιωνιότητα, κάλπικα χρυσά νομίσματα). Τη θεατρικότητα υποστηρίζει και το β΄ ενικό μέσα από διαλογικά σε διαλογικά θραύσματα (μια ζωή στο ψυγείο, εμείς οι φονιάδες, επιθανάτιος ρόγχος, κάλπικα χρυσά νομίσματα, ο αγγελιοφόρος) ή το αοριστολογικό β’ πρόσωπο (εγώ και το σκοτάδι) και οι ερωτήσεις (επιθανάτιος ρόγχος, ας μετρήσουμε κεφάλια, η σκέψη μέσα στο χρόνο, η αποτυχία ενός ξιπασμένου γέρου).
Η ψευδοδιαλογική όμως τούτη η ζωντάνια δεν συμβάλλει στην ανάδυση του κυρίαρχου συναισθήματος. Τούτο περιορίζεται/εγκλωβίζεται στη ρητορική έκφραση και την αδύναμη σκηνική διάσταση (η αποτυχία ενός ξιπασμένου γέρου). Ταυτόχρονα, ο πυκνόρρευστος λόγος μέσα στο πεζολογικό ύφος ενισχύει το αίσθημα του πνιγμού που βιώνει ο δημιουργός και την ίδια στιγμή αποπροσανατολίζει, καθώς η πεζο-στιχουργική πυκνότητα συμπλέκεται με το ρητορικό ύφος.
Η αυτοβιογραφική εκφραστική του Χαλβατζή συνυπάρχει με το συλλογικό εκφράζοντας το ευρύτερο συναίσθημα της απογοήτευσης που ψυχογραφείται στον τρόπο που βλέπουν ειδικά οι νέοι την κοινωνία· μία κοινωνία που διώχνει τα παιδιά στα οποία επένδυσε και τα εγκαταλείπει μπροστά σε ένα ζοφερό μέλλον. Και αυτή ακριβώς η αποτύπωση ορίζει και την ποιητική ειλικρίνεια του Χαλβατζή μέσα στην έκθεση υπερατομικών αγωνιών.
_____________
[1] βλ. και Δήμου Χλωπτσιούδη, Η ποιητική γενιά του ’70, vakxikon, τεύχ. 30 (Ιούνιος 2015).
[2] βλ. και Δήμου Χλωπτσιούδη, Ποιητική γενιά του ’80 ή του “ιδιωτικού οράματος” και κριτική, vakxikon, τεύχ. 31 (Σεπτέμβριος 2015).
0 Σχόλια