
γράφει ο Πάνος Τουρλής
Μια γυναίκα μεγαλώνει διαβάζοντας σε μια οικογένεια όπου δεν υπάρχει βιβλίο ούτε για δείγμα. Πώς και πότε θα αλλάξει η ζωή της; Θα καταφέρει να απαγκιστρωθεί από τα στερεότυπα που συνοδεύουν τον ρόλο και την ύπαρξη του φύλου της, να σταθεί στα πόδια της και να επιβιώσει ψυχολογικά από τις συνεχείς αποβολές και τη θλίψη που επιφέρει η απώλεια αγαπημένων προσώπων; Πώς και γιατί αποφάσισε να ανοίξει ένα βιβλιοπωλείο μακριά από την πατρίδα της;
Η Paula Vázquez είναι συγγραφέας και ιδιοκτήτρια των βιβλιοπωλείων «Lata Peinada» στη Βαρκελώνη και στη Μαδρίτη, αφιερωμένων στη λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία. Στο νέο της μυθιστόρημα, ένα τρυφερό, λυρικό και γλυκόπικρο αυτοβιογραφικό κείμενο, μας εξομολογείται τον φόβο της για τη μητρότητα, τον ψυχοσυναισθηματικό πόλεμό της κατά της πατριαρχίας, τις ελπίδες και τα όνειρά της για τα βιβλιοπωλεία που άνοιξε. Μέσα από ένα δυνατό, ρεαλιστικό κείμενο, γεμάτο σκέψεις, εικόνες και λέξεις που δημιουργούν αδρά στιγμιότυπα, ταξιδεύουμε στη μαγεία της ανάγνωσης, του βιβλίου και των βιβλιοπωλείων από τη μια, στη σκληρότητα και στη γλύκα της μητρότητας από την άλλη. Πρόκειται για την εξομολόγηση μιας γυναίκας που απέβαλλε δυο φορές, που έχασε νωρίς τη μητέρα της, που κατέφυγε από παιδί στο διάβασμα και στη γραφή για να αντέξει τα όσα έζησε. Από το χωριό όπου μεγάλωσε, έναν τόπο κι ένα σπίτι χωρίς βιβλία, με την άφιξη του πλασιέ να τη γεμίζει φως, μας φέρνει στο Μπουένος Άιρες κι από κει στην Ισπανία. Ποικίλες αναμνήσεις και διαφορετικά ερεθίσματα συγκροτούν τον χαρακτήρα της και γεμίζουν τις σελίδες του βιβλίου με παραστατικές και ρεαλιστικές εικόνες, φτιαγμένες από υπέροχες λέξεις και έναν λόγο που κυλάει σα νεράκι.
Η Paula Vázquez είναι μια γυναίκα που ερωτεύτηκε, που αγάπησε και που δόθηκε, βιώνοντας μια σειρά από ερωτικές σχέσεις: «μια συλλογή από διασταυρώσεις, σύντομα σταυροδρόμια και μονίμως διακλαδιζόμενα μονοπάτια». Τώρα που παντρεύτηκε, προσπαθεί δύο φορές αλλά μάταια ν’ αποκτήσει παιδί: «Η γαβάθα άδεια. Το σπίτι χαμένο. Πια δεν είχαν σημασία ούτε τα τραπεζομάντιλα ούτε τα παχύφυτα». Πάντως, δεν επεδίωξε να γίνει σύζυγος και να αποκτήσει παιδιά, γιατί «Ήθελα να είμαι άλλου τύπου γυναίκα. Ένας καλύτερος τύπος γυναίκας». Πολεμάει το στερεότυπο πως «μια γυναίκα που δεν απέκτησε παιδί επιβεβαιώνει την αποτυχία και την καταδίκη σε μια ανεκπλήρωτη ζωή», όχι μόνο επειδή είναι η κόρη μιας μητέρας που παντρεύτηκε έναν σύζυγο «με την άθλια δύναμη που παρέχει το χρήμα», μιας γυναίκας που «κατάπινε τις φωνές δαγκώνοντας το πιατόπανο που κρατούσε πάντα στα χέρια της» αλλά γιατί αυτός είναι ο δικός της χαρακτήρας. Δεν είναι λίγες δυστυχώς οι γυναίκες-θύματα που συνάντησε στη ζωή της, άβουλα πλάσματα, υποχείρια των αντρών και δυσανασχέτησε με την ανδροκρατία και την πατριαρχία της εποχής μας και όχι μόνο! Παλεύει, στηλιτεύει, υποστηρίζει, καταρρίπτει είδωλα και θέσφατα με την πένα της και με τον λόγο της.
Η συγγραφέας καταγράφει με ειλικρίνεια και χωρίς να ωραιοποιεί καταστάσεις τις προσπάθειές της να μεταμορφωθεί από γυναίκα σε μάνα, τις δυσκολίες που βίωσε, την κατάθλιψη που την παραμόνευε, τις φοβίες της και τις ελπίδες της ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να νιώσει και να κατανοήσει πόσο σημαντική είναι μια γυναίκα που δεν απέκτησε παιδιά. Έζησε ως κόρη, άραγε πώς θα είναι, αν κι εφόσον τα καταφέρει, ως μάνα; Και ιδού: «Το πένθος είναι μια συνεχής διαδικασία, έχει όμως επιστρώσεις και διόδους, δεν προχωράει σε ευθεία γραμμή. Ένα από τα πιο πικρά και επίμονα κομμάτια του πένθους είναι η ενοχή. Όλες οι κόρες, σε κάποια στιγμή της ζωής τους, θα νιώσουν ενοχή που είναι κόρες. Το σώμα της μητέρας γερνάει, καμπουριάζει, παρακμάζει ενώ το δικό μας αναπτύσσεται, φουσκώνει, αποκτά καμπύλες, ετοιμάζεται να γεμίσει. Δεν υπάρχει κάτι που μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτό» (σελ. 20). Παρ’ όλες τις σκοτεινές γωνίες, το βιβλίο διαπνέεται από αισιοδοξία και δύναμη, χειρίζεται με προσοχή την απώλεια και την ψυχική υγεία που τραυματίζει: «…η ζωή και ο θάνατος δεν είναι αντίθετα αλλά φάσεις, η μία πάνω στην άλλη, ένα ακορντεόν που διπλώνει και ξεδιπλώνει…» (σελ. 20). «Η λογοτεχνία ως συμπληρωματικός τρόπος του πόνου, που τον ταρακουνά και τον κάνει να στριφογυρίζει βίαια ώσπου από την άλλη πλευρά πέφτουν ο σπόρος, η φλόγα, οι στίχοι, η τροφή» (σελ. 21).
Ταυτόχρονα, ξεδιπλώνεται η επαγγελματίας, η βιβλιοπώλισσα, η έμπορος, η γυναίκα που συνδυάζει το όραμα ενός χώρου φιλαναγνωσίας, δημιουργικότητας και έκφρασης με την σκληρή πραγματικότητα των λειτουργικών εξόδων. Το πρώτο βιβλιοπωλείο που άνοιξε με τον φίλο της, Εσέκιελ, ήταν στη συνοικία Ραβάλ της Βαρκελώνης και είχαν ως όραμα μια κοινότητα για παρουσιάσεις, αναγνώσεις, εργαστήρια, με τη λατινοαμερικανική λογοτεχνία στο επίκεντρο, με βιβλία που δεν κυκλοφορούν στην Ισπανία. «Τα βιβλία ήταν για εμάς ένας… φεγγίτης στις ζωές των άλλων, τα βιβλιοπωλεία ήταν οι γενναιόδωροι χώροι που μας επέτρεπαν να συναντηθούμε μαζί τους» (σελ. 27). Γιατί το άνοιξε τόσο μακριά κι όχι στο χωριό των παιδικών της χρόνων; «Η λογοτεχνία για μένα δεν είναι παιδική ηλικία ούτε καταγωγή αλλά ένα ανοιχτό παράθυρο προς ένα πιο πλατύ κομμάτι του κόσμου» (σελ. 51). Τρυφερή η σκέψη που ξεδιπλώνεται: «Ανοίγοντας ένα βιβλιοπωλείο…καθιερώνεις έναν τόπο γεμάτο φωνές και τις άπειρες δυνατότητές τους για διάλογο…οργανώνεις τον χώρο για τη γονιμότητα που συνεπάγονται η ανάγνωση και οι εκβολές της προς τη συζήτηση» (σελ. 56). Διανομείς και ποσοστά έκπτωσης, δόσεις πληρωμών, διαδικαστικά για την εισαγωγή βιβλίων από τη Λατινική Αμερική, επικοινωνιακή στρατηγική, επαφές με το σωματείο βιβλιοπωλών, με ατζέντηδες, με συμβολαιογράφους και εμπορικούς αντιπροσώπους, με εκδότες, «μάθαινα μια καινούργια γλώσσα», γράφει χαρακτηριστικά. Και ευκαιρίας δοθείσης ξεδιπλώνονται ενδιαφέρουσες σκέψεις για την ποίηση και τη γραφή («Ένα εργαστήριο ποίησης δεν είναι απαραίτητο να χρησιμεύει σε κάποιον για να γράψει ποιήματα αλλά πρέπει να χρησιμεύει για να χειραφετηθεί», σελ. 29), καταγράφονται αποσπάσματα χαρακτηριστικών Λατινοαμερικάνων λογοτεχνών κι όλα αυτά δημιουργούν ένα συναρπαστικό βιβλιοφιλικό πλαίσιο.
Το «Σπίτι από βιβλία και πηλό» είναι η προσπάθεια της συγγραφέως Paula Vázquez να κατανοήσει τι συμβαίνει στο σώμα, στη ζωή και στην ψυχή μιας γυναίκας που δεν καταφέρνει να γίνει μάνα και ταυτόχρονα η γλυκόπικρη γεύση ενός επιτυχημένου βιβλιοπωλείου που αφυπνίζει τους αναγνώστες με πρωτότυπες επιλογές και δραστηριότητες. Ειλικρίνεια και αμεσότητα, ποιητικότητα και λυρισμός στις εκφράσεις, μικρά κεφάλαια, πρωτοπρόσωπη αφήγηση είναι μερικά μόνο από τα θετικά χαρακτηριστικά ενός βιβλίου που με ταξίδεψε στον μαγικό κόσμο της ανάγνωσης και των βιβλιοπωλείων και ταυτόχρονα μου σύστησε την πραγματική θέση της γυναίκας στη σημερινή εποχή και τι μπορεί να κάνει μακριά από τα στερεότυπα που καταπιέζουν τις επιθυμίες και την αυτοδιάθεσή της.
0 Σχόλια