Σταύρος Μίχας: ‘Ραβδοσκόπος του κενού’

Σταύρος Μίχας

Ραβδοσκόπος του κενού

_

γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης

Οι εκδόσεις ‘Μανδραγόρας’ εξέδωσαν εντός του 2023 την όγδοη κατά σειρά ποιητική συλλογή του Σταύρου Μίχα, που εν προκειμένω φέρει τον εξόχως ποιητικό τίτλο ‘Ραβδοσκόπος του κενού’. Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως ο ποιητής που κατάγεται από την πόλη της Λαμίας, ομνύει ή αλλιώς, επενδύει πόρους στις έννοιες της ‘τάξης’ και της ‘πειθαρχίας,’[1] για να παραπέμψουμε στην ανάλυση της Αγορή Γκρέκου για την ποίηση του Γιώργου Σεφέρη.

Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο; Σημαίνει πως έχουμε μία πλειάδα καλά ‘σφιχτοδεμένων’ μεταξύ τους ποιημάτων, τα οποία κατά κύριο λόγο περιγράφουν και δεν ερμηνεύουν, εφόσον κάτι τέτοιο δεν είναι στις προθέσεις του ποιητή.

Αυτά τα περιγραφικού τύπου ποιήματα, το μέγεθος των οποίων μπορεί να ποικίλλει, καταπιάνονται με διάφορα πεδία, μεταξύ των οποίων και οι λέξεις, που συνιστούν την ‘πρώτη ύλη’ για την δημιουργία ενός ποιήματος και δη ενός καλού ποιήματος.

Ποια άλλη όμως κρίσιμη λειτουργία μπορούν να επιτελέσουν; Να τεθούν στον αντίποδα της ανυπαρξίας, του ‘τίποτα’ (βλέπε την υποσημείωση νούμερο ‘1’), όντας σε θέση να προσδώσουν στο ποίημα[2] ‘ζωή’ και στον ποιητή ‘χαρά’ από την στιγμή που είναι αυτός ο ‘γεννήτορας’.

Και ο ποιητής «διψάει»[3] για λέξεις, για να παραφράσουμε ελαφριά τον Μάριο Μαρκίδη (ομνύουμε και εμείς στη ‘μεταφορά’) ανεξαρτήτως σημασίας και όχι τόσο μεγέθους, επιθυμώντας να τις δει να καταλαμβάνουν την θέση που τους αναλογεί εντός του ποιήματος.

Ας εστιάσουμε στο ποίημα ‘Η κάθοδος του ποιητή’: «Βηματίζω μες στο δωμάτιο αχνίζει ζεστή η ανάσα μου: Τοίχος Τοίχος κρύος της ομιλίας. Η φωνή μου είναι εδώ είν’ η φωνή μου εκεί κι εγώ μπορώ να κουβεντιάσω μόνο με τον εαυτό μου. Αλλά κι εγώ είμαι ένας άλλος: Προς τα κάτω Προς τα κάτω πρέπει να πάω να πέσω. Να χυθώ μέσα στις μαύρες λέξεις».[4]

Αρχικά, μπορούμε να επισημάνουμε θεωρητικά, πως η επανάληψη της λέξης ‘τοίχος’ προσφέρει στον αναγνώστη την δυνατότητα να αντιληφθεί τις δυσκολίες που ενσκήπτουν ως προς την διαδικασία δημιουργίας ενός νέου ποιήματος. Και επίσης, τις δυσκολίες που μπορεί να προκύψουν όταν γράφεται ένα ποίημα.

Πέραν αυτού, ο ποιητής περιγράφει την μέθοδο που υιοθετεί για να δημιουργήσει ή να γράψει ένα ποίημα, επενδύοντας στη στρατηγική της ‘πτώσης’ και καθιστάμενος έτσι «παραγωγικό υποκείμενο», κατά την θεώρηση του Macherey, το οποίο παράγει πολλές ή πάρα πολλές λέξεις το λεπτό (‘παράγει δηλαδή πνευματικό έργο, όταν άλλοι παράγουν διάφορα προϊόντα), επινοεί καινούργιες, φθάνοντας έως του σημείο να απωλέσει τον εαυτό του και να καταστεί ένα ‘Άλλος’.

Και αυτό το σημείο καθίσταται λεπτό και κρίσιμο και χρήζει διευκρίνισης. Ο ‘Άλλος’ του Σταύρου δεν πρέπει να συγχέεται με τον ‘Άλλο’ του Γάλλου φιλοσόφου Εμμανουέλ Ντεριντά.

Από την στιγμή όπου μπορεί και περιγράφει την επίσης κρίσιμη διαδικασία μετασχηματισμού του πολίτη, του εργαζομένου, του κάτοικου μίας πόλης σε ποιητή (όταν τελειώσει η συγγραφή του ποιήματος ο ποιητής ‘ξαναβρίσκει’ τον εαυτό του και καθίσταται εκ νέου, πολίτης, εργαζόμενος, κάτοικος μίας πόλης), ενώ αντίθετα στη θεώρηση του Λεβινάς, ο ‘Άλλος’ είναι αυτός που μπορούμε να ‘συναντήσουμε’ ανά πάσα στιγμή, αναγνωρίζοντας τον και αποδίδοντας του συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.

Ο ‘Άλλος’ μπορεί να είναι ένας άγνωστος άνθρωπος τον οποίο συναντάμε, ξεκινώντας να έχουμε φιλικές σχέσεις μαζί του. Έχοντας κατά νου την προσέγγιση της Susanne Woods, θα υπογραμμίσουμε πως η γλωσσική έκφραση «μαύρες λέξεις», λαμβάνει μία ιδιαίτερη «καλλιτεχνική σημασία».[5]

Και τι εννοούμε λέγοντας κάτι τέτοιο; Εννοούμε πως αυτή η γλωσσική έκφραση δίνει το στίγμα, δηλώνει όλα όσα δεν μπορούν να δηλώσουν όλες οι άλλες λέξεις μαζί (‘γράφω το σκοτεινό ποίημα γιατί έχω εισχωρήσει βαθιά[6] μέσα στον πυρήνα της ύπαρξης’), του προσφέρει την ταυτότητα του.

Αρκεί να σκεφτούμε πόσο διαφορετικό θα ήσαν το νόημα αν αντί της έκφρασης ‘μαύρες λέξεις’ επιλέγοντας η έκφραση ‘λευκές λέξεις’. Όσο περισσότερο βυθίζεται ο ποιητής, τόσο πιο ‘μαύρες’ οι λέξεις και τόσο πιο ‘σκοτεινό’ το ποίημα, με τον ίδιο να ανακαλύπτει δυνατότητες που δεν νόμιζε πως διέθετε.

Ο ‘Ραβδοσκόπος της σιωπής’ δεν είναι «κατάμεστος από ανθρώπινα τραύματα»,[7] για να δανεισθούμε την ορολογία της Εύης Πετροπούλου. Όντας ποιητική συλλογή των ρευστών ορίων, μπορεί και καταπιάνεται με θεματικές όπως ο χρόνος που ‘κυλά όπως κυλά και μία πέτρα στο γκρεμό’, η φαντασία ή το όνειρο[8]. Και ο ποιητής επιθυμεί σφόδρα να συνεχίσει να ρέει μέσα στο χρόνο. Όπως και η ποίηση του. Έως ότου φθάσει το οριστικό τέλος.

 «Τα πράγματα σβήνουν λίγο-λίγο σ’ αυτό το άστρο αυτόν τον ήλιο σ’ αυτή την τρομερή δαγκωνιά του αμετάκλητου σαν μια αλήθεια κενή που μας τελειώνει χωρίς αιτία».[9] Ο Σταύρος Μίχας δεν είναι ο ποιητής που ‘κυνηγά’ οράματα, αλλά, όλες εκείνες τις μικρές στιγμές που πολλοί με προθυμία και με ευχαρίστηση ξεχνούν. Το ‘φως’ που μπορεί να διευρύνει τον ‘ορίζοντα των προσδοκιών’ (Jauss) ενός ατόμου.

 

_____

[1] Βλέπε σχετικά, Γκρέκου, Αγορή., ‘Η καθαρή ποίηση στην Ελλάδα. Από τον Σολωμό ως τον Σεφέρη 1833-1933,’ Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2000, σελ. 42. Και, Μίχας, Σταύρος., ‘Ραβδοσκόπος του κενού,’ Εκδόσεις Μανδραγόρας, Αθήνα, 2023, σελ. 38. Θεωρητικώ τω τρόπω, μπορούμε να κάνουμε να λόγο για μία ‘έξυπνη’ χρήση της μεταφοράς και δη της γλωσσικής μεταφοράς από την πλευρά του ποιητή, ο οποίος αυτοπροσδιορίζεται ως ‘ραβδοσκόπος του κενού,’ δηλαδή ως ποιητής που δεν διστάζει να καταπιαστεί ή αλλιώς, να ασχοληθεί με το ‘κενό,’ όποια μορφή κι αν έχει αυτό. Εμβαθύνοντας περαιτέρω, εντοπίζουμε τρία αλληλοσυνδεόμενα επίπεδα: Πρώτον, το ‘κενό’ νοείται υπό μορφή απουσίας ή απώλειας ενός αγαπημένου προσώπου η οποία δύσκολα αναπληρώνεται. Αυτό το ‘κενό’ μπορεί να είναι προσωπικό, αν και η επίκληση του δεν οδηγεί και σε μία «αύξηση της συγκίνησης», σύμφωνα με την διατύπωση της Γκρέκου. Δεύτερον, εντός του ποιητικού λόγου, προκύπτει ένα άλλου τύπου ‘κενό’: Το ‘τίποτα’, την ‘κυριαρχία’ του οποίου μπορεί να αμφισβητήσει η ποίηση. Και χρήζει θεωρητικής επισήμανσης το γεγονός πως είναι η απουσία δημιουργίας και όχι μόνο ζωής (άλλως πως, η ανυπαρξία), αυτή που μας εισαγάγει εντός μίας συνθήκης του ‘τίποτα’. Και τι μπορεί να προστεθεί δίπλα στην απουσία δημιουργίας; Η έλλειψη ζωτικότητας. Για να καταφέρει κάποιος να εξέλθει από αυτή την συνθήκη, πρέπει να προσπαθήσει πολύ. Και το ‘τίποτα’ δεν εγκυμονεί κάποια ευκαιρία, όσο φέρει τον κίνδυνο. Τον θανάσιμο κίνδυνο ‘απώλειας’ του εαυτού και όσων τον συνέχουν. Θα χαρακτηρίσουμε το ποίημα ‘Είναι πάντα η ίδια ιστορία’ ως το ‘ποίημα του τίποτα’. «Είναι πάντα η ίδια ιστορία μα δεν ωφελεί πάντα να το ξέρεις. Έρχεται από έναν απρόβλεπτο ουρανό ένα φως αποσπάται και κάθεται στην καρδιά σου από μια σχισμάδα του απείρου μια τόση δα κηλίδα φωτός μια τρέλα των αγγέλων τη σκεπάζει όλη σου μαθαίνει πως έπεσες σε δυσμένεια σου διδάσκει τη μηδαμινότητα σου. Παρόλο που όλα βρίσκονται εδώ παρόλο που έχουμε χώρο και χρόνο και σιωπή η ζωή μας λείπει. Όλα βρίσκονται εδώ εκτός από μας έτσι ο χρόνος περνάει δίπλα μας (σ.σ: δίχως ‘να μπορούμε να κάνουμε κάτι’) σαν χαμηλός ουρανός. Είμαστε πάντα καθυστερημένοι στον εαυτό μας στα πράγματα του κόσμου. Δεν γεννηθήκαμε ακόμη δεν είμαστε κανένας. Υπάρχει μια συμπεριφορά φυλακισμένου στη ζωή μας υπάρχει αυτή η συμπεριφορά που μεταμορφώνει τα πάντα σε πέτρα σε ακίνητο ύπνο. Όλα αυτά χωράνε σε μια λέξη στην άκρη των χειλιών: τίποτα. Ένα τίποτα μας μαγεύει αλλά κι ένα τίποτα μπορεί να μας εκμηδενίσει. Όπως το φως του απείρου ανάλογα με τις στιγμές και την κατεύθυνση του ονείρου μπορεί να μας ελευθερώσει ή να μας φυλακίσει». Τρίτον, το ‘κενό’ μπορεί να συσχετίζεται με έννοιες όπως η ρηχότητα, περιγράφοντας την κρίση ή αλλιώς, την έκπτωση αξιών της εποχής μας. Οφείλουμε να σταθούμε προσεκτικά στη χρήση του πρώτου πληθυντικού από τον ποιητή, στο ως άνω ποίημα, ακριβώς διότι, μέσω αυτής της επιλογής, επιθυμεί να καταδείξω πως ‘όλοι ανεξαιρέτως θα γευτούμε σε κάποια φάση της ζωής μας το τίποτα,’ στο εγκάρσιο σημείο όπου επίσης ξαφνιάζει ευχάριστα αυτή η συσχέτιση (ας μην την αποκαλέσουμε ‘διαλεκτική’), μεταξύ ανυπαρξίας και μη-γέννας: ‘Όταν είμασταν αγέννητοι, είμασταν απλά ανύπαρκτοι. Ούτε καν υπήρχαμε στις σκέψεις κάποιων. Απλά ανύπαρκτοι’. Είναι σε αυτό το σημείο όπου ο ποιητής διαφοροποιείται αισθητά από σημερινούς όσο και παλαιότερους ποιητές (βλέπε την περίπτωση του Γιάννη Ρίτσου), οι οποίοι συνέδεαν και με έναν τρόπο πειστικό, την ανυπαρξία με τον θάνατο. Στο ίδιο, σελ. 14.

[2] Εντός της συγκεκριμένης ποιητικής συλλογής, παρατηρούμε την ύπαρξη αρκετών ποιημάτων που αφιερώνονται σε ποιητές διαφορετικών γενεών, βιωμάτων και καταβολών. Ως προς αυτό, έχουμε ποιήματα αφιερωμένα στο Νίκο Γκάτσο (‘Να φύγει του κόσμου η σκόνη’ και ‘Ο αητός Νίκος Γκάτσος’), στον ποιητή Νίκο Καρούζο (‘Νίκος Καρούζος’), στον συντοπίτη του, ποιητή Κώστα Ριζάκη (‘Για μια μικρή λέξη’ και ‘Διονυσίου Σολωμού Ανάστασις’), στον Κώστα Κρεμμύδα (‘Στον ποιητή Κώστα Κρεμμύδα’), στον Παντελή Γιαννουλάκη (‘Το σπίτι του ποιητή’). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο ποιητής δεν διαφοροποιείται αισθητά από ποιητές της σύγχρονης ελληνικής ποιητικής παραγωγής (είναι δύσκολο να συναντήσεις ‘αφιερώσεις’ σε διηγήματα και μυθιστορήματα, εν γένει στον πεζό λόγο), κάποιοι εκ των οποίων γράφουν ‘αφιερωματικά’ ποιήματα. Μπορεί όμως και πράττει κάτι διαφορετικό: Δεν αφιερώνει απλά και μόνο, όσο ενσωματώνει εντός ποιήματος ένα κάθε φορά βασικό χαρακτηριστικό που συνδέεται με τον ποιητή. Ή αλλιώς, που τον καθιστά ποιητή. Και αν για τον ποιητή Κώστα Ριζάκη αυτό το χαρακτηριστικό είναι η ισορροπία, τότε, για τον επίσης ποιητή Κώστα Κρεμμύδα, το βασικό χαρακτηριστικό είναι η γλυκύτητα και η αισιοδοξία. Τυπολογικά μιλώντας, δεν έχουμε εντάξει στην ίδια κατηγορία το ποίημα που τιτλοφορείται ‘Καθώς παρέδωσε κι ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός’. Και εύλογα ο αναγνώστης μπορεί να αναρωτηθεί: ‘Γιατί αυτό το ποίημα τίθεται εκτός της κατηγορίας των ‘αφιερωματικών’ ποιημάτων’; Σπεύδουμε να απαντήσουμε, λέγοντας πως τίθεται εκτός αυτής της κατηγορίας ακριβώς διότι με αφορμή την ποίηση του Κατσαρού και την ενθύμηση της, ο Σταύρος Μίχας βρίσκει την ευκαιρία να διατυπώσει την ποιητική κοσμοθεωρία του, η οποία συντίθεται από τρία συστατικά στοιχεία: Την ‘τάξη’ και την ‘πειθαρχία’ όπως τονίσαμε και πιο πάνω (βλέπε τον χαρακτηριστικό στίχο «και όχι να πετάς τις λέξεις στο χαρτί»), και, επίσης, την ικανότητα του ποιήματος να μεταπείθει, να παροτρύνει, να κινητοποιεί, κάνοντας ό,τι και ένας ηγέτης. Ένας πολιτικός ή θρησκευτικός ηγέτης. Από αυτό συνάγουμε πως ο ποιητής καθίσταται θιασώτης του ‘πύρινου’ ποιητικού λόγου. «Πρέπει να ράβεις να κεντάς ανάμεσα στο δέρμα και στο αίμα μια γλώσσα σαν φωτιά να καίει πιο δυνατά και όχι να πετάς τις λέξεις στο χαρτί κουνώντας τα βυζιά σου από έπαρση καθώς παρέδωσε κι ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός». Ο οποίος εκλαμβάνεται ως μείζον ποιητής. Βλέπε σχετικά, Μίχας, Σταύρος., ‘Καθώς παρέδωσε κι ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός,’ Ποιητική Συλλογή ‘Ραβδοσκόπος του κενού…ό.π., σελ. 33.

[3] Βλέπε σχετικά, Μαρκίδης, Μάριος., ‘Ρώμος Φιλύρας: Έμμονες ιδέες,’ Εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα, 1990, σελ. 94. Θα είχε μεγάλο επιστημονικό ενδιαφέρον η πραγματοποίηση μίας έρευνας που θα διερευνά το σε ποια κατηγορία αναγνώστη απευθύνονται πρωτίστως οι σύγχρονοι Έλληνες ποιητές. Ο αναγνώστης ή οι αναγνώστες, έχουν καθιερωθεί ως μία «σταθερή του «λογοτεχνικού φαινομένου», για να δανεισθούμε την ορολογία της Φρυδάκη. Εμπλουτίζοντας την σκέψη της (να άλλη μία συμβολή ενός αναγνώστη: Ο εμπλουτισμός της σκέψης του συγγραφέα με στοιχεία και δεδομένα που αυτός δεν μπορούσε να φανταστεί πως υπάρχουν όταν έγραφε το κείμενο του), θα ισχυρισθούμε πως οι αναγνώστες έχουν καθιερωθεί ως μία ‘σταθερά’ (είναι προτιμότερος ο συγκεκριμένος γλωσσικός όρος) και του ‘ποιητικού φαινομένου. Επιθυμώντας να ανοίξουμε την θεωρητική συζήτηση περί της σχέσης αναγνωστών και ποίησης, μπορούμε να αναφέρουμε αρχικά πως οι σύγχρονες ποιητές δεν έχουν καμία πρόθεση να ‘διαπαιδαγωγήσουν,’ συμβάλλοντας στο να κατανοήσει ο αναγνώστης το που ‘ανήκει’ καθώς και το ‘ποιες είναι οι σταθερές του,’ όπως μπορεί να συνέβαινε με μείζονες ποιητές όπως οι Οδυσσέας Ελύτης και Γιάννης Ρίτσος. Οι σύγχρονοι ποιητές που γράφουν ποίηση την περίοδο της ύστερης Μεταπολίτευσης, ανεξαρτήτως ηλικίας (εν είδει υποθέσεως εργασίας, θα υποστηρίξουμε πως όσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από την περίοδο της πρώιμης Μεταπολίτευσης, τόσο περισσότερο μειώνεται η επιρροή ποιητών όπως οι Οδυσσέας Ελύτης, Γιάννης Ρίτσος και Γιώργος Σεφέρης), είναι περισσότερο επηρεασμένοι από την ποιητική του Τάσου Λειβαδίτη και του Νίκου Καρούζου. Ο μεν πρώτος κατέστησε ως βασική του αρχή το ‘αφήνω τα γεγονότα να περάσουν και ύστερα γράφω’, ενώ ο δεύτερος το ‘γράφω για να σκιαγραφήσω μία ουτοπία που γνωρίζω πως είναι πολύ δύσκολο να λάβει ποτέ ‘σάρκα και οστά’. Μπορούμε τώρα να διατυπώσουμε μερικές πολύ ενδιαφέρουσες υποθέσεις εργασίας: Οι σύγχρονοι ποιητές πρωτίστως απευθύνονται στους ‘ψαγμένους’ αναγνώστες, δηλαδή σε αυτούς που αφενός μεν προτιμούν την ποίηση έναντι της λογοτεχνίας, δίχως κάτι τέτοιο να σημαίνει πως δεν διαβάζουν λογοτεχνία, και, αφετέρου δε, έχουν εικόνα της σύγχρονης ποιητικής παραγωγής, γνωρίζοντας πως ‘εκεί έξω’ κυκλοφορούν αξιόλογοι ποιητές και αξιόλογα ποιήματα που ‘ψάχνουν’ αναγνωστικό κοινό. Όσο περισσότερο ενημερωμένος για τις σύγχρονες ποιητικές τάσεις είναι ένας αναγνώστης, τόσο περισσότερο μπορεί να στραφεί στην αναζήτηση ποιητικών συλλογών που έχουν γραφεί από νεότερους ηλικιακά, ποιητές. Δεύτερον, οι σημερινοί ποιητές που δεν ‘πειραματίζονται’ όλοι με διάφορες ποιητικές φόρμες, απευθύνονται στον ‘ψηφιακό’ αναγνώστη, ήτοι σε αυτόν που αναζητεί ποιητικά ερεθίσματα εντός του Facebook κυρίως. Σε αυτόν που αναζητεί με ζήλο μία ποιητική φωνή που θα του επιτρέψει να ξεχωρίσει, να συμμετάσχει με αυτοπεποίθηση σε έναν Φεϊσμπουκικό διάλογο περί ποίησης, εγχώριας και ξένης, να ‘καρφιτσώσει’ στο λογαριασμό στίχους και ολόκληρα αποσπάσματα. Για αρκετούς εκ των ‘ψηφιακών’ αναγνωστών που αναζητούν αξιόλογες ποιητικές φωνές στο μέσο κοινωνικής δικτύωσης Facebook, η ποίηση επέχει θέση εγχειριδίου αυτο-βελτίωσης και ωρίμανσης: ‘Κάνει ό,τι και αυτό και μάλιστα προτρέποντας λιγότερο’. Τρίτον, οι σημερινοί ποιητές απευθύνονται στο ‘σιωπηλό’ αναγνώστη (έχουμε κατά νου την τυπολογική προσέγγιση του Iser), οι οποίοι περισσότερο επιθυμούν να διαβάσουν ποίηση μόνοι τους, παρά να την σχολιάσουν και να την αναλύσουν με γνωστούς και φίλους. Τέταρτον, οι σύγχρονοι ποιητές απευθύνονται στους ‘συνειδητούς’ αναγνώστες ποίησης, οι οποίοι, έχοντας βαθιά επίγνωση της αξίας της ελληνικής ποίησης ιστορικά, δεν θα διστάσουν να αναζητήσουν κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό, κάτι πέρα από τους κλασικούς, προκειμένου να επιβεβαιώσουν την πεποίθηση τους: ‘Είδες, το έλεγα εγώ: Η Ελλάδα παράγει διαχρονικά καλούς ποιητές. Διάβασε μόνο την τελευταία ποιητική συλλογή του…’ Βλέπε και, Iser, W., ‘From Reader response to literary anthropology,’ Baltimore, Johns Hopkins University, Press, 1989.

[4] Βλέπε σχετικά, Μίχας, Σταύρος., ‘Η κάθοδος του ποιητή,’ Ποιητική Συλλογή ‘Ραβδοσκόπος του κενού…ό.π., σελ. 39. Φιλολογικά, πλην κάποιων εξαιρέσεων, τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής δεν μπορούν να θεωρηθούν λυρικά, χωρίς όμως αυτό να συνεπάγεται αυτομάτως πως εντάσσονται στην κατηγορία του ρεαλισμού και δη του «ποιητικού ρεαλισμού», κατά την Εύη Πετροπούλου. Μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τα ποιήματα ως «βιογραφικά», παρά την ανάλυση του Γιώργου Βελουδή, εκεί όπου αυτά διαπνέονται από μία αισθητική αντίληψη τύπου ‘γράφω έχοντας επίγνωση πως δεν μπορώ να επηρεάσω εύκολα πρόσωπα και καταστάσεις’. Εξ αυτού του λόγου (βιογραφικά ποιήματα), οι δια-κειμενικές αναφορές είναι λίγες. Η χρήση του ελεύθερου στίχου δεν διακόπτεται παρά μόνο από την χρήση της ομοιοκαταληξίας στο ποίημα ‘Στη γη είν’ οι άγγελοι’. Η ομοιοκαταληξία είναι η συμβατική, αυτή που χρησιμοποιούν οι περισσότεροι ποιητές που θέλουν να αποτίσουν φόρο τιμής στην παράδοση, και όχι η κατά Ξ.Α. Κοκόλη, «ομοιοκαταληξία-μωσαϊκό». Σε αυτού του τύπου την ομοιοκαταληξία, υπάρχουν μικρές έστω φράσεις που ξεκινούν και τελειώνουν με ομοιοκαταληξία (υπάρχει δηλαδή ‘συνέχεια’), και όχι μεμονωμένες λέξεις που να είναι ομόηχες και να τοποθετούνται η μία κάτω από την άλλη. Βλέπε και, Κοκόλης, Ξ.Α., ‘Η ομοιοκαταληξία. Τύποι και λειτουργικές διαστάσεις,’ Εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα, 1993. Επίσης, Πετροπούλου, Εύη., ‘Ο Γερμανικός αστικός ρεαλισμός και η διηματογραφία του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου,’ Περιοδικό ‘Σύγκριση,’ Τεύχος 17, χ.χ, σελ. 29, Διαθέσιμο στο: O-germanikos-astikos-realismos-kai-e-diegematographia-tou-Kostantinou-Chatzopoulou.pdf (researchgate.net) Και, Βελουδής, Γιώργος., ‘Κ. Χατζόπουλος. Ο άνθρωπος. Το έργο. Ο πύργος του ακροπόταμου,’ στο: Βελουδής, Γιώργος., (επιμ.), ‘Μονά-Ζυγά. Δέκα Νεοελληνικά μελετήματα,’ Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα, 1992, σελ. 158.

[5] Βλέπε σχετικά, Woods, Susanne., ‘Ben Jonson’s Cary-Morison Ode: Some Observations on structure and form,’ Studies in English Literature, 1500-1900, Volume 18, No. 1, σελ. 57-74. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την ποίηση του Σταύρου Μίχα και ‘παιδαγωγική’, κάτι που σημαίνει πως κάλλιστα θα μπορούσε να διδάσκεται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (κυρίως Λύκεια), εκεί όπου προκύπτει ένα σημαντικό πληροφοριακό ‘κενό’. Λόγω του γεγονότος πως η έμφαση δίνεται στους πλέον σημαντικούς και αναγνωρισμένους εντός και εκτός χώρας Έλληνες ποιητές, οι μαθητές μαθαίνουν πολύ λιγότερα για την ποιητική παραγωγή της περιόδου της Μεταπολίτευσης και για τους πιο σύγχρονους Έλληνες ποιητές. Αυτή η διαμορφωθείσα ανισορροπία δεν αίρεται εύκολα και έχει ως απόρροια τον μετέπειτα επηρεασμό των αναγνωστικών προτιμήσεων αρκετών πολιτών. Γιατί να μην μάθουν οι μαθητές για την ποίηση του Σταύρου Μίχα και της Μαρίας Λαϊνά, για παράδειγμα; Κινούμενοι πάντα θεωρητικά, μπορούμε να επισημάνουμε πως μέχρι στιγμής τουλάχιστον, δεν είμαστε σε θέση να κάνουμε λόγο για την ύπαρξη μίας ποιητικής-καλλιτεχνικής ‘γενιάς’ που να καθίσταται τόσο επιδραστική στα πράγματα όσο η περιώνυμη ‘γενιά του 30’. Άλλωστε, ένα από τα κυριότερα ποιητικά χαρακτηριστικά της εν Ελλάδι ποιητικής παραγωγής είναι η συνύπαρξη πολλών διαφορετικών ποιητικών ‘φωνών’ που δεν ανήκουν στην ίδια γενιά, πράγμα που επ’ ουδενί δεν συνέβαινε τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες ή ακόμη και τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης (τουλάχιστον με ευκολία). Στον χώρο της ποίησης δεν επικρατεί κάποια ‘δια-γενεακή σύγκρουση.’ Άρα, μπορούμε να συμπεράνουμε πως με επιταχυνόμενους ρυθμούς από την περίοδο της ύστερης Μεταπολίτευσης και έπειτα, η διαδικασία της ποιητικής δημιουργίας έχει ‘μαζικοποιηθεί’ ή αλλιώς, έχει ‘εκδημοκρατιστεί,’ με αποτέλεσμα να μην τίθεται εκ των προτέρων κανένα εμπόδιο στην προσπάθεια ενός ατόμου να εισχωρήσει στο χώρο της ποίησης: Όχι ως αναγνώστης ή ως ποιητής που κρατά τα ποιήματα που γράφει (η ‘βαριά σκιά’ που δημιουργούσε τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες η ταυτόχρονη παρουσία σημαντικών ποιητών, ήσαν πολύ πιθανό να αποθαρρύνει ένα νέο άτομο από το να εισχωρήσει στο χώρο της ποίησης), για τον εαυτό του. Αλλά, ως ποιητής που επιθυμεί να εκδώσει ποιητικές συλλογές.

[6] Ο ποιητής Σταύρος Μίχας ομνύει στην μορφή (έτσι θα την αποκαλούσε ο Γιάννης Ρίτσος που είδε στην πέτρα αυτό που δεν ‘κατάφεραν να δουν άλλοι’: Την ‘μεταμόρφωση’), της πέτρας, γεγονός το οποίο τον συνδέει με όλους εκείνους τους προγενέστερους χρονικά ποιητές που κατέστησαν την πέτρα ένα από τα κύρια θεματικά μοτίβα της ποίησης τους. Από το σημερινό ποιητικό πεδίο, η μορφή της πέτρας έχει σχεδόν ‘εξαφανιστεί,’ καθότι αρκετοί ποιητές (και όχι όλοι) εκφράζουν την πεποίθηση πως η πέτρα ως μορφή (ή ως έννοια) είναι ‘παράταιρη’ με τους ρυθμούς και τις επιταγές της εποχής. Οπότε, εν τοις πράγμασι στρέφουν το ενδιαφέρον τους προς άλλες θεματικές. Γνωρίζουμε πως η μορφή της πέτρας συμβολίζει την ‘δύναμη,’ την ‘σταθερότητα’, την ‘συνέχεια’, και ακόμη και την ‘πίστη’. Αυτές οι έννοιες οι σχετικές με τη πέτρα υπεισέρχονται στον ‘ραβδοσκόπο του κενού,’ στον οποίο ο Σταύρος Μίχας μας έχει ‘χαρίσει’ δύο ιδιαιτέρως καλογραμμένα ποιήματα περί πέτρας. Στο ποίημα ‘Οι άνθρωποι που γίναν σύννεφα’ (δεν θα επιχειρήσουμε να εντοπίσουμε ‘εκλεκτικές συγγένειες’ με τον Ρώσο ποιητή Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι), η πέτρα συνδέεται και σε ένα βαθύτερο επίπεδο, ‘ταυτίζεται’ με την ‘αλήθεια,’ όντας ‘αυτό που μένει όταν άλλα αλλάζουν’ (να τη η έννοια της ‘σταθερότητας’), όντας μορφή, είτε μικρή είτε μεγάλη, που στέκει αμετάβλητη, δίχως η παρέλευση του χρόνου να μπορεί να την αλλάξει, όντας μορφή που μπορεί να τεθεί στον αντίποδα του ‘κενού’: Η πέτρα ‘γεμίζει’ ή αλλιώς, καταλαμβάνει χώρο, όταν άλλοι και άλλες μορφές, αφαιρούν. «Οι άνθρωποι από μακριά γίναν σύννεφα τα βήματα σου αντηχούν σ’ αυτόν τον ουρανό. Ξετυλίγεις ένα-έναν τους επιδέσμους της νύχτας Η μόνη αλήθεια εδώ είναι η πέτρα πάνω στην πέτρα πέτρες πάνω στον αέρα ένα φεγγάρι που τραγουδάει το απόλυτο που βλεφαρίζει κι η φωτιά της ψυχής σου που καίει το κενό αυτού του κόσμου». Καθίσταται απολύτως ενδεικτική η απουσία σημείου στίξης και εν προκειμένω τελείας μεταξύ των δύο τελευταίων στίχων του ποιήματος. Εάν ο ποιητής χρησιμοποιούσε την τελεία, τότε θα μετέβαλλε δραστικά την δυναμική του ποιήματος, σταματώντας (παύση για ανάσες και περισυλλογή), την στιγμή ακριβώς όπου θα έπρεπε να επιταχύνει προκειμένου να καταδείξει πως η «φωτιά της ψυχής» είναι αυτή και μόνο αυτή που μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το όποιο κενό «αυτού του κόσμου». Άρα, τη απουσία τελείας, η παρόρμηση διατηρείται ακέραια, σε ένα σύνθετο σημείο όπου δίπλα στην πέτρα ο ποιητής προσθέτει και την φωτιά, αν και με περισσότερο μεταφορικό χαρακτήρα. Στο ποίημα ‘Στα μάτια μου δεν υπάρχει φωτιά μόνο πέτρα’, η πρώτη εξαφανίζεται από το προσκήνιο χάριν της δεύτερης. Τι έχουμε εδώ; Μήπως έναν «διχασμένο» ποιητή, κατά την ανάλυση του Μάριο Βίττι, ο ποιητικός λόγος του οποίου καθίσταται αρκούντως αμφίσημος καταδεικνύοντας έτσι την εσωτερική του διχογνωμία; Όχι, είναι η απάντηση μας. Στρεφόμενοι εκ νέου στον σημαντικό Ιταλό νεο-ελληνιστή, θα τονίσουμε πως επρόκειτο για τις «διαλεκτικές δύο όψεις του ίδιου προσώπου». Εάν στο πρώτο ποίημα η πέτρα και η φωτιά σχετίζονται με την δράση, τότε, στο δεύτερο, έχει επιλεγεί καθαρά η πέτρα διότι προσφέρει στον ποιητή αυτή την ωραία και ‘γλυκιά’ αίσθηση του καθησυχασμού. Την δυνατότητα να αγγίξει, να αφουγκραστεί και να αναρωτηθεί: «Όμως πάω γυρεύοντας ποιον»; Βλέπε σχετικά, Μίχας, Σταύρος., ‘Οι άνθρωποι που γίναν σύννεφα’, Ποιητική Συλλογή ‘Ραβδοσκόπος του κενού…ό.π., σελ. 32. Στο ίδιο, σελ. 38. Vitti, Mario., ‘Φθορά και Λόγος: Εισαγωγή στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη,’ Εκδόσεις Εστία, Αθήνα, 2011, σελ. 138. Στη μορφή της πέτρας αναφέρεται και ο ποιητής Χάρης Ιωσήφ, με τρόπο που όμως διαφέρει αισθητά από τον τρόπο που την προσεγγίζει ο Σταύρος Μίχας οποίος επιμένει να την τοποθετεί εντός φυσικού περιβάλλοντος. Ο Ιωσήφ αναδεικνύει στην επιφάνεια τις πολλαπλές διαστάσεις της, υπογραμμίζοντας την συμβολή της στην εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού (άναμμα φωτιάς), το γεγονός πως επιφέρει θάνατο (λιθοβολισμοί), το ό,τι αποτέλεσε την βασική πρώτη ύλη για την δημιουργία υπέροχων αρχαιοελληνικών ναών. Βλέπε και, Ιωσήφ, Χάρης., ‘Το νησί των ιδανικών Ιουλίων,’ Εκδόσεις Σαιξπηρικόν, Αθήνα, 2019. Βλέπε και το εμπεριστατωμένο κριτικό σημείωμα της Ευσταθίας Δήμου, με τίτλο ‘Ριζωμένη πέτρα στις εσοχές,’ Iστοσελίδα ‘Book Press,’ 18/10/2019, «Ριζωμένη πέτρα στις εσοχές» (bookpress.gr) Θα ήσαν παράλειψη να μην αναφερθούμε και στο ποίημα του Σταύρου Μίχα ‘Η πέτρα είναι ο δρόμος,’ εντός του οποίου η πέτρα αποτελεί τον μόνο ‘οδηγό’. Τόσο του διαβάτη που αναζητεί τον δρόμο, όσο και του ποιητή, για τον οποίο αναπαρίσταται ως «ένα πουλί που φλέγεται» και του γεννά την επιθυμία να συνεχίσει να γράφει. Με την πέτρα και για την πέτρα. ‘Η πέτρα είναι ο δρόμος…ό.π., σελ. 20.

[7] Βλέπε σχετικά, Πετροπούλου, Εύη., ‘Ο Γερμανικός αστικός ρεαλισμός και η διηματογραφία του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου…ό.π., σελ. 36. Βλέπε και το αφιέρωμα του έγκριτου λογοτεχνικού περιοδικού ‘Εμβόλιμον’ στο συνολικό ποιητικό έργου του Σταύρου Μίχα. ‘Εμβόλιμον,’ Τεύχος 93-94,’ Του σκληρού πανδημικού έτους 2021. Μπορούμε να σταθούμε στο κείμενο του Κωνσταντίνου Μπούρα ο οποίος μιλά για μία ποίηση «διδακτικού τύπου». Στον ‘Ραβδοσκόπο΄’ όμως το διδακτικό στοιχείο δεν είναι κυρίαρχο (μόνο η ‘πέτρα διδάσκει’), με τον ποιητή να αναζητεί συνοδοιπόρους ώστε να μοιραστεί το όνειρο του. Βλέπε και, Μπούρας, Κωνσταντίνος., ‘Σταύρος Μίχας, φωτόρροια συμπαντική, διδακτικού τύπου’. Θεωρητικά, προτιμούμε να μιλήσουμε περισσότερο για το άπειρο (εντός του οποίου και ο χρόνος χάνει την σημασία του) και όχι τόσο για το σύμπαν.

[8] Για να είμαστε όσο περισσότερο ακριβείς γίνεται, θα πούμε πως ο ύπνος συνιστά ουσιώδες τμήμα της πραγματικότητας για τον ποιητή. Σε μία τέτοια περίπτωση, συμβολίζει την ‘αρχή,’ προσφέρει ‘παρηγοριά,’ καταπραΰνει τα πάθη, μειώνει την μελαγχολία (‘θεραπευτική ιδιότητα’) εμπλουτίζει με όνειρα την ζωή του, συμβάλλει στην επιστροφή σε μία προ-εφηβική κατάσταση. Ύπνος, πραγματικότητα και ποίηση συγχωνεύονται με έναν πολύ ομαλό τρόπο στο ποίημα ‘Ο άγγελος μου είχε δίκιο’ που είναι το πρώτο και μοναδικό ψυχαναλυτικό ποίημα της συλλογής, ώστε δεν μένει στον κριτικό παρά μόνο να παραδεχθεί: Μέσα στον ύπνο εκκολάπτεται η ποίηση του Σταύρου Μίχα. Μέσα σε μία μακάρια κατάσταση που του επιτρέπει να αντικρίσει ευκρινώς το ‘τίποτα’. Βλέπε και, Μίχας, Σταύρος., ‘Ο άγγελος μου είχε δίκιο,’ Ποιητική Συλλογή, ‘Ραβδοσκόπος του κενού…ό.π., σελ. 17. Άλλοι ποιητές εμπνέονται από την κίνηση επί του δρόμου. Από τον έρωτα. Από προσωπικά βιώματα. Όχι όμως και ο Σταύρος Μίχας που προτιμά την εμβύθιση προκειμένου να κατορθώσει να σχηματοποιήσει ‘αυτό που θέλει να πει’. Ή αλλιώς, αυτό που ‘έχει να πει’.

[9] Βλέπε σχετικά, Μίχας, Σταύρος., ‘Μάταιο να κυνηγάς ένα άστρο,’ Ποιητική Συλλογή ‘Ραβδοσκόπος του κενού…ό.π., σελ. 21.

Ακολουθήστε μας

Το πρόσωπο του άλλου, του Köbö Abe

Το πρόσωπο του άλλου, του Köbö Abe

TANIN NO KAO (πρώτη έκδοση 1964) ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΆΛΛΟΥ  (Εκδόσεις Άγρα 2024)   Μετάφραση: Στέλιος Παπαλεξανδρόπουλος - γράφει η Βάλια Καραμάνου - Ο Αμπέ Κόμπο, ο «Κάφκα της Ιαπωνίας», δημιουργεί αυτό το συγκλονιστικό μυθιστόρημα το 1964. Ως εκπρόσωπος του «μαγικού...

Το σκυλάκι που νιαούριζε – Αναστασία Μαρία Κανατά

Το σκυλάκι που νιαούριζε – Αναστασία Μαρία Κανατά

γράφει η Κατερίνα Σιδέρη - Στην πόλη Κενταυρία, ζουν η Χλόη, ο Μάξιμος και τα δυο τους παιδιά ο Άλκης 11 χρονών και η Μπέτυ 9 χρονών. Κάποια Χριστούγεννα οι γονείς τους τους δώρισαν δυο χαριτωμένα κουταβάκια και τα παιδιά πέταξαν από τη χαρά τους. Το θηλυκό το...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Επιμέλεια άρθρου

Διαβάστε κι αυτά

Βιβλιοκριτικές
Το πρόσωπο του άλλου, του Köbö Abe
Το πρόσωπο του άλλου, του Köbö Abe

Το πρόσωπο του άλλου, του Köbö Abe

TANIN NO KAO (πρώτη έκδοση 1964) ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΆΛΛΟΥ  (Εκδόσεις Άγρα 2024)   Μετάφραση: Στέλιος Παπαλεξανδρόπουλος - γράφει η Βάλια Καραμάνου - Ο Αμπέ Κόμπο, ο «Κάφκα της Ιαπωνίας», δημιουργεί αυτό το συγκλονιστικό μυθιστόρημα το 1964. Ως εκπρόσωπος του «μαγικού...

Βιβλιοκριτικές
Το σκυλάκι που νιαούριζε – Αναστασία Μαρία Κανατά
Το σκυλάκι που νιαούριζε – Αναστασία Μαρία Κανατά

Το σκυλάκι που νιαούριζε – Αναστασία Μαρία Κανατά

γράφει η Κατερίνα Σιδέρη - Στην πόλη Κενταυρία, ζουν η Χλόη, ο Μάξιμος και τα δυο τους παιδιά ο Άλκης 11 χρονών και η Μπέτυ 9 χρονών. Κάποια Χριστούγεννα οι γονείς τους τους δώρισαν δυο χαριτωμένα κουταβάκια και τα παιδιά πέταξαν από τη χαρά τους. Το θηλυκό το...

Βιβλιοκριτικές
Μαριγώ, η αρχόντισσα της Πόλης – Μάρθα Πατλάκουτζα
Μαριγώ, η αρχόντισσα της Πόλης – Μάρθα Πατλάκουτζα

Μαριγώ, η αρχόντισσα της Πόλης – Μάρθα Πατλάκουτζα

- γράφει η Κατερίνα Σιδέρη - Η Μαριγώ είναι κομμάτι της ιστορίας όλων μας. Είναι μια τολμηρή και ατρόμητη γυναίκα που θα αγωνιστεί για την ελευθερία, θα συμμετάσχει στην επανάσταση του 1821, θα θυσιάσει την περιουσία της και όπως πολλοί άλλοι θα ξεχαστεί από το...

Βιβλιοκριτικές
Η γιαγιά που έγινε σύννεφο – Έλλη Διακογιάννη
Η γιαγιά που έγινε σύννεφο – Έλλη Διακογιάννη

Η γιαγιά που έγινε σύννεφο – Έλλη Διακογιάννη

- γράφει η Κατερίνα Σιδέρη - Από μικρή θυμάμαι, κάθε φορά που κάποιος δικός μας έφευγε από τη ζωή, οι μεγάλοι να μας λένε ότι πήγε στον ουρανό. Ασαφής έκφραση για ένα παιδί. Πως πήγε στον ουρανό; Που θα μείνει; Γιατί πήγε στον ουρανό; Μήπως δεν ήμουν καλό παιδί και...

Βιβλιοκριτικές
«Max!», από το «Φυστίκι που Κυλάει»
«Max!», από το «Φυστίκι που Κυλάει»

«Max!», από το «Φυστίκι που Κυλάει»

γράφει ο Πάνος Τουρλής Πίσω από το ψευδώνυμο «Φυστίκι που κυλάει» είναι μια νέα γυναίκα που έχει καταφέρει να κερδίσει την αγάπη, τον σεβασμό και την εμπιστοσύνη χιλιάδων χρηστών των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Καταγράφει με το δικό της ιδιαίτερο στυλ και χιούμορ...

Βιβλιοκριτικές
Ο κρίκος, της Κυριακής Καζακίδου
Ο κρίκος, της Κυριακής Καζακίδου

Ο κρίκος, της Κυριακής Καζακίδου

γράφει ο Πάνος Τουρλής Ο Ανδρέας και η Γιαννούλα με βαριά καρδιά μετακομίζουν τη δεκαετία του 1960 στη Γερμανία ως εργάτες σε εργοστάσιο, αφήνοντας πίσω τους τρία παιδιά να μεγαλώσουν με τους παππούδες τους. Πώς θα είναι η ζωή εκεί; Πώς θα μεγαλώσουν τα παιδιά; Τι...

0 σχόλια

0 Σχόλια

Υποβολή σχολίου