Στην εχεμύθεια των κυμάτων – ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

Γιώργος Κορδέλλας – Εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ -Διαβάστε εδώ την κριτική παρουσίαση του βιβλίου από τον Κώστα Θερμογιάννη– «Στην εχεμύθεια των κυμάτων», απόσπασμα από το πρώτο κεφάλαιο: «Χαλάνδρι», το οποίο ευγενικά παραχώρησε πριν την κυκλοφορία του βιβλίου του ο Γιώργος Κορδέλλας για τους αναγνώστες του δικτυακού τόπου τοβιβλίο.net   Η ασθενική μουσική άνοιξε μια μικρή ρωγμή στο πηχτό […]

Γιώργος ΚορδέλλαςΕκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ

-Διαβάστε εδώ την κριτική παρουσίαση του βιβλίου από τον Κώστα Θερμογιάννη

«Στην εχεμύθεια των κυμάτων», απόσπασμα από το πρώτο κεφάλαιο: «Χαλάνδρι», το οποίο ευγενικά παραχώρησε πριν την κυκλοφορία του βιβλίου του ο Γιώργος Κορδέλλας για τους αναγνώστες του δικτυακού τόπου τοβιβλίο.net

 

Η ασθενική μουσική άνοιξε μια μικρή ρωγμή στο πηχτό σκοτάδι του δωματίου, τρύπωσε αδιάκριτα στο όνειρο της Μαρίας. Αφημένη στην άνωση μιας θάλασσας διάφανης και ακύμαντης, άργησε ν’ αντιληφθεί το βιολί της εισαγωγής. Ώσπου ήρθε γλυκά ο Λιδάκης, ο αγαπημένος της τραγουδιστής, όπου κοιτάς να ρίχνεις, μάτια μου, φως να πατώ [1], και ξαφνικά κάποιο καμπανάκι χτύπησε συναγερμό στο υποσυνείδητό της. Πετάχτηκε, καθώς συνειδητοποίησε πως ήταν το ringtone του κινητού της, κι άπλωσε αυτόματα το χέρι να το πιάσει. Η δόνηση έκανε την φωτισμένη οθόνη του να τρέμει πάνω στην επιφάνεια του κομοδίνου, δίπλα στο ρολόι με τα φωτεινά ψηφιακά νούμερα. 05:05.

«Ναι» είπε σχεδόν άφωνα, και προσπάθησε να βήξει. Η φωνή της έμοιαζε αγκυλωμένη στις ναρκωμένες της φωνητικές χορδές.

«Κυρία Μαρία…» ακούστηκε ερωτηματική η φωνή της αποκλειστικής.

Δεν απάντησε. Άκουσε τη γυναίκα να της ανακοινώνει λακωνικά «κατέληξε λίγο πριν τις πέντε», την συλλυπήθηκε και της ευχήθηκε «ζωή σε λόγου σας». Της είπε ότι θα επικοινωνήσουν μαζί της από το νοσοκομείο για τα διαδικαστικά. Ναι, ήξερε, είχε ήδη συνεννοηθεί με γραφείο τελετών. Ψέλλισε ένα «ναι, σας ευχαριστώ», ανακάθισε και έμεινε ακίνητη στο σκοτάδι, κρατώντας το τηλέφωνο μέσα στις χούφτες της. Άκουσε το κλιματιστικό που άρχισε να δουλεύει, και αισθάνθηκε την πόρτα του δωματίου ν’ ανοίγει. Είδε την σιλουέτα της κόρης της να διαγράφεται διστακτική στο άνοιγμα. Το κλιματιστικό δούλευε, το μυαλό της είχε σταματήσει. Ένιωσε την εφηβική φιγούρα της Ελένης να σφίγγεται. Δεν βρήκε λόγια, έπιασε το τηλεχειριστήριο και έκλεισε το κλιματιστικό. Η μικρή γύρισε κι έφυγε τρέχοντας.

Πέταξε το τηλέφωνο και προσπάθησε ν’ απαλλαγεί από το σεντόνι, που είχε τυλιχτεί γύρω της σα σφιχτό σάβανο. Άναψε το φως και σηκώθηκε. Αναζήτησε ένα ρούχο να ρίξει πάνω της. Έπιασε την ινδική πουκαμίσα της, ενώ τα πόδια της, μηχανικά, κατευθύνθηκαν στις παντόφλες του Πέτρου. Το δεξί πρόλαβε, το αριστερό της έμεινε μετέωρο. Φορούσε τις παντόφλες του καθημερινά τον τελευταίο μήνα, απ’ όταν εκείνος έπεσε σε κώμα. Η μικρή το είχε προσέξει, αλλά δεν το σχολίασε. «Σ’ αγαπάω, μαμά» είπε μόνο. Την αιφνιδίαζε όταν ξαφνικά συνειδητοποιούσε πως του έμοιαζε. Στον τρόπο, στην συμπεριφορά. Αυτή την διακριτικότητα που τον χαρακτήριζε, την είχε περάσει και στην Ελένη. Όπως και την αποφασιστικότητα και την ικανότητα να έχει ταξινομημένα τα σύκα με τα σύκα και την σκάφη με τις σκάφες. Κάτι που η ίδια με κόπο κατάφερνε, αφήνοντας πάντα μέσα της, κάπου βαθειά και ανομολόγητα, ένα ίζημα αβεβαιότητας και σύγχυσης. Τράβηξε το πόδι έχοντας την τάση να σπρώξει τις παντόφλες κάτω από το κρεβάτι, αλλά το μετάνιωσε. Τις φόρεσε και βγήκε στον διάδρομο.

Περνώντας από το δωμάτιο της Ελένης, την είδε από την μισάνοιχτη πόρτα, πεσμένη μπρούμυτα στο κρεβάτι. Έκλαιγε, χωρίς ν’ ακούγεται. Η μικρή αντιλήφθηκε την μάνα της που μπήκε στο δωμάτιο, ίσως και την αμηχανία της.

«Καλά είμαι» είπε, μένοντας ακίνητη. «Άσε με λίγο μόνη μου, σε παρακαλώ».

Η Μαρία τράβηξε και έκλεισε μαλακά την πόρτα. Άκουσε το κλάμα της πίσω από την πόρτα και μπήκε στο μπάνιο. Άφησε την βρύση να τρέχει. Έπρεπε να σταθεί δυνατή, στο ύψος των περιστάσεων, όπως έλεγε ο πεθερός της. Απ’ αυτόν είχε πάρει ο Πέτρος. Αυτή η αίσθηση ασφάλειας που της έδινε, την κέρδισε τότε. Η αίσθηση ευθύνης και χρέους που είχε, και που εκείνη εισέπραττε σαν σιγουριά. Τώρα η ευθύνη όλη περνούσε στους ώμους της. Με την δουλειά τα κατάφερε· δυο χρόνια τώρα, από τότε που αρρώστησε, τα πήρε όλα πάνω της. Το δύσκολο κεφάλαιο άνοιγε τώρα: Η Ελένη.

Έριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπό της. Ένα μακρινό βιολί κυμάτιζε μέσα της: σου στέλνω με τ’ αγέρι χαιρετισμούς… Ήθελε να μουρμουρήσει την μουσική. Θυμήθηκε ότι άφησε το τηλέφωνο στο δωμάτιο. Έπρεπε να το έχει κοντά. Και ν’ αλλάξει ringtone. Χωρίς μουσική.

 

_____

[1] Από το τραγούδι του Νίκου Ζούδιαρη “Χαιρετισμοί”, (1998)

Από το οπισθόφυλλο:

Πόσα πράγματα, αλήθεια, γνωρίζουμε για τους γονείς μας και το παρελθόν τους; Πόσα γεγονότα του παρελθόντος αγνοούμε που, εν τέλει, μας αφορούν; Πόσα είναι αυτά που αποφασίστηκαν ερήμην μας και ποια; Πόσο σημαντικό είναι να γνωρίζουμε ή να αγνοούμε την αλήθεια; Και αξίζει η αναζήτηση της αλήθειας το οποιοδήποτε πιθανό κόστος;

Αυτά είναι κάποια από τα ερωτήματα της εικοσάχρονης Ελένης, που ενώ νομίζει ότι όλα είναι ξεκάθαρα στην οικογενειακή φωλιά της, ανακαλύπτει ένα μυστικό που οι πιο κοντινοί της άνθρωποι, οι γονείς της, της έχουν αποκρύψει. Την ημέρα του θανάτου του πατέρα της μαθαίνει ότι ο φυσικός της πατέρας είναι άλλος. Έχοντας μεγαλώσει με τις καλύτερες συνθήκες σε μια αγαπημένη οικογένεια, όπου υποτίθεται ότι συζητούσαν τα πάντα ανοιχτά και με ειλικρίνεια, γνώριζε από μικρή ότι είναι παιδί που αποκτήθηκε με εξωσωματική γονιμοποίηση, κάτι που έμαθε να θεωρεί απόλυτα φυσιολογικό και αποδεκτό σε περιπτώσεις προβλημάτων υγείας. Δεν της έλειψε ούτε η αγάπη των γονιών της, ούτε η φροντίδα και η έγνοια τους. Πολύ δε περισσότερο του πατέρα της. Όμως η απόκρυψη του γεγονότος ότι αποκτήθηκε από σπέρμα δότη, φίλου των γονιών της, παρά το ότι δεν επηρρέασε σε τίποτε τη ζωή της, τώρα αρχίζει να γεννά κάποια ερωτηματικά. Και αποφασίζει να ψάξει και να γνωρίσει τον φυσικό της πατέρα…

0 Σχόλια

Υποβολή σχολίου