Είμαστε στο 1997, λίγο καιρό μετά την άγρια δολοφονία της συζύγου και της κόρης του ντετέκτιβ Τσάρλι «Μπερντ» Πάρκερ. Στο Κάργκιλ του Άρκανσο βρίσκουν το πτώμα μιας έφηβης μαύρης κοπέλας, λίγα χρόνια μετά τον αντίστοιχο θάνατο μιας συνομήλικής της. Ο Πάρκερ, που ακολουθεί τα χνάρια κάθε βάναυσης δολοφονίας με την ελπίδα να εντοπίσει τον άνθρωπο που έσφαξε την οικογένειά του, φτάνει στην πόλη τη στιγμή που βρίσκουν και τρίτο πτώμα, κάτι που κάνει τον αστυνόμο του Κάργκιλ να ζητήσει τη βοήθειά του. Ποιος λοιπόν διέπραξε τις δολοφονίες και γιατί; Τι μυστικά κρύβει η πόλη και ποιος είναι έτοιμος να θυσιάσει τα πάντα στον βωμό της οικονομικής ανάπτυξης, παρ’ όλα τα εμπόδια; Θα εξιχνιαστεί η υπόθεση ή θα θαφτεί κάτω από τόνους μυστικών και λανθασμένων προσδοκιών εν όψει μιας σημαντικής βιομηχανικής επένδυσης;
Ο Τσάρλι «Μπερντ» Πάρκερ εργαζόταν ως ντετέκτιβ στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών της Νέας Υόρκης ώσπου βρήκε τη γυναίκα και την κόρη του φριχτά δολοφονημένες. Από κει και πέρα η ζωή του ανατρέπεται κι αγωνίζεται να βρει τον ένοχο και ταυτόχρονα να μην τρελαθεί. Δύο εβδομάδες μετά παραιτήθηκε από το Σώμα και άλλαξε σπίτι και καθημερινότητα, όσο η ψυχολογία του αγωνιζόταν να κρατηθεί στα κατάλληλα επίπεδα λογικής. Σε αυτό το πλαίσιο άρχισε να αναζητά τα ίχνη παρόμοιων βάναυσων θανάτων με την προσδοκία ο αντίπαλός του να συνεχίζει αλλού το έργο του κι έτσι να καταφέρει να τον εντοπίσει. Η πρώτη μου γνωριμία («Κάθε νεκρό πράγμα») ήταν αρκετά θετική και συμπτωματικά κυκλοφόρησε αυτό το μυθιστόρημα λίγο πριν προχωρήσω στα επόμενα βιβλία της σειράς, οπότε βυθίστηκα στο prequel του παρκερικού σύμπαντος και γνώρισα από κοντά τον βρόμικο Νότο.
Κουβαλώντας το φορτίο του πατέρα του και του θανάτου των δύο εφήβων σε περιπολία εκείνου, ο Πάρκερ προσελήφθη στην Αστυνομία της Νέας Υόρκης νιώθοντας πως είχε κάτι να αποδείξει. Έγινε ντετέκτιβ μέσα σε τρία χρόνια αλλά ήταν πολύ μοναχικός και ταραγμένος εσωτερικά, με αποτέλεσμα να διακινδυνεύει την ασφάλειά του, άρα και των συνεργατών του. Κανείς όμως δεν μπορεί να αμφισβητήσει τις ικανότητές του! Σε αυτό το μυθιστόρημα ο Πάρκερ αισθάνεται και βλέπει τις γυναίκες της ζωής του πιο έντονα, κουβεντιάζει αποσπασματικά με τη σύζυγό του, κι οι περιγραφές είναι τρυφερές και συγκινητικές, χωρίς όμως ποτέ να φτάνουμε στο σουρεαλιστικό. Η ερώτηση «γιατί λοιπόν ψάχνεις, αν όχι για μας;» ακόμη ηχεί στ’ αυτιά μου, σε συνδυασμό με την ανατριχιαστική απάντηση: «Άγνωστες νεκρές φωνές καλούσαν τ’ όνομά του», γι’ αυτόν τον λόγο λοιπόν πρέπει να διαλευκάνει τους φόνους της Πατρίσια Χάρτλι, της Εστέλα Τζάκσον και της Ντόνα Λι Κέρνιγκαν στο Κάργκιλ: «Αυτή η πόλη… αυτή η ετοιμοθάνατη πόλη» (σελ. 356).
Η μαγεία της γραφής του John Connolly εστιάζεται στην επαρχιακή, μουντή και αδιάφορη, προς το παρόν, αυτή πόλη του Νότου, της οποίας μας συστήνει τους δρόμους, τα κοινωνικά στρώματα με τους έγχρωμους και τους λευκούς να συγκατοικούν υποχρεωτικά, την καθημερινότητα, το δίκτυο μεθαμφεταμίνης, την οικογένεια Κέιντ που σαν άλλοι Μακ Ντακ διαφεντεύουν την πόλη και ολίγη από κομητεία, με βλέψεις προς τον Λευκό Οίκο, αφού το Άρκανσο είναι τόπος καταγωγής του Μπιλ Κλίντον (δοθείσης ευκαιρίας, ο συγγραφέας ασκεί διακριτική κριτική στην πολιτική διακυβέρνηση του τότε Προέδρου)! Οι έρευνες δυσκολεύουν εφόσον οι Κέιντ ελέγχουν σχεδόν τα πάντα, με τρανό παράδειγμα μεταξύ πολλών τον ιατροδικαστή, που εργάζεται στη μία από τις τρεις κομητείες της Πολιτείας στις οποίες ο επαγγελματίας αυτός διορίζεται και δεν εκλέγεται: «…οι ιατρικές του περγαμηνές ήταν ανύπαρκτες και είχε επιλεγεί μόνο επειδή έπασχε από χρόνια αϋπνία… και επίσης ήταν ο τρίτος καλύτερος εργολάβος κηδειών της κομητείας» (σελ. 60). Κι όλα αυτά σε μια περίοδο που έρχεται η ευημερία μέσω εταιρείας που αναζητά ένα ήσυχο μέρος για έρευνα και παραγωγή των συστημάτων υψηλής τεχνολογίας που έχει, κάτι που οδήγησε τον πληθυσμό να επενδύσει τους εαυτούς τους και το μέλλον τους σε αυτήν, οπότε τα νεκρά κορίτσια «που πήγαν και δολοφονήθηκαν» δεν πρέπει να σταθούν εμπόδιο.
Αληθινοί, ενδιαφέροντες, τρισδιάστατοι χαρακτήρες ζωντανεύουν την ιστορία, δημιουργώντας προβλήματα και εμπόδια ή βοηθώντας τον ντετέκτιβ. Ο Ιβάντερ Γκρίφιν, αρχηγός της τοπικής αστυνομίας, που έχει ελάχιστους άντρες σ’ ένα γενικά φιλήσυχο μέρος, είναι ο μόνος ξεκάθαρα καλός, γιατί αισθάνεται παγιδευμένος στον τόπο του, με τις έρευνες να βαλτώνουν, ώσπου έρχεται ο Τσάρλι Πάρκερ κι αναστατώνει τα πάντα. Μαζί του είναι και ο Τάκερ Μακένζι, εγκληματολόγος της Σήμανσης που αδιαφορεί για τους άτυπους κανόνες των Κέιντ και κάνει τη δουλειά του σωστά, σε συνεργασία με τον Γκρίφιν, ο οποίος μάλιστα δεν έκρυψε και την ανακούφισή του με την εμφάνιση του Τσάρλι Πάρκερ. «-Μου φαίνεται πως όλη η κομητεία θέλει να σβήσει τη μνήμη της Πατρίσια Χάρτλι. -Όχι όλη η κομητεία, μόνο το λάθος κομμάτι της» (σελ. 49).
Στον αντίποδα έχουμε τον Τζάρελ Κέιντ, υπεύθυνο ερευνών του Γραφείου του Σερίφη της Κομητείας Μπέρνταν και απόγονο της οικογένειας που είναι συνυφασμένη με τον τόπο: «Ο Κέιντ δεν ήταν εντελώς διεφθαρμένος στον πυρήνα του, όμως στην επιφάνειά του είχε σαπίσει και, όπως συμβαίνει σ’ αυτές τις αλλοιώσεις η σήψη ήταν προοδευτική και ανίατη. Ήταν δύσκολο ν’ αναδειχθείς σε κάποια θέση εξουσίας σε μια κομητεία σαν το Μπέρντον χωρίς να συμβιβαστείς σε κάποιο βαθμό αλλά ήταν αδύνατο να παραμείνεις σ’ αυτή τη θέση χωρίς να διαστρεβλωθείς μια για πάντα» (σελ. 89). Επομένως οι επερχόμενες επενδύσεις στη γη τους είναι ο καλύτερος λόγος και η θέση του στην Αστυνομία το καλύτερο πλεονέκτημα για να θαφτεί κάθε υπόθεση που θα δυσχεράνει τις τελικές υπογραφές. Τα αδέλφια του, Νίλους και Ντέλφια, με τη δική τους ιδιαίτερη προσωπικότητα, και ο πατέρας Ντιλέιν ή «Πάπι» είναι μια άρρηκτα δεμένη οικογένεια, με διαφορετικούς προσωπικούς στόχους και επιδιώξεις.
Σχεδόν όλοι οι εμπλεκόμενοι, είτε πρωταγωνιστές είτε κομπάρσοι, έχουν κι ένα υπόβαθρο βάσει του οποίου έχουν ανατραφεί και τώρα δρουν, με τόσες λεπτομέρειες που καταφέρνουν να μην κουράσουν αλλά να δώσουν την κατάλληλη ατμόσφαιρα και το σωστό πλαίσιο της σφιχτοδεμένης πλοκής που απαρτίζει την ενδιαφέρουσα αυτή ιστορία. Ο ιερέας που νοιάζεται για το ποίμνιό του τόσο πολύ που κάνει τα πάντα για να πετύχει η επένδυση της εταιρείας ώστε να βελτιωθεί επιτέλους το βιοτικό επίπεδο αλλά ξέρει και κάτι παραπάνω, ο κατασκευαστής μεθαμφεταμίνης που γνώριζε ένα από τα θύματα, η μητέρα που προσπαθεί να μεγαλώσει την κόρη της δουλεύοντας πενήντα χιλιόμετρα μακριά, όχι απαραίτητα ως καθαρίστρια, ένας μπάρμαν που κάνει ύποπτα τηλεφωνήματα, ο μεσάζοντας που έχει αναλάβει τις διαπραγματεύσεις, με το χρήμα να ρέει προς ενίσχυση της εγκαθίδρυσης της εταιρείας στην Κομητεία και πολλοί άλλοι αποτελούν την ήρα που οφείλει ο Πάρκερ να καθαρίσει από το στάρι του Κάργκιλ ώστε να βρει τον ένοχο και να ηρεμήσει.
Η γραφή και η ατμόσφαιρα του παρκερικού σύμπαντος μου είναι πλέον γνωστή και την αγαπώ, παρ’ όλ’ αυτά στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα, ίσως επειδή ασχολούμασταν μονάχα μ’ έναν τόπο και με μια συγκεκριμένη ομάδα ατόμων, χωρίς εναλλαγές ή άλλες ποικιλίες, ομολογώ πως η «φλυαρία» του κειμένου με κούρασε. Οι χαρακτήρες αναλύονται διεξοδικά, υπάρχουν πολλά γεγονότα που θα μπορούσαν να παραλειφθούν ή να περιοριστούν, σύντομα όμως κατάλαβα πως ο John Connolly δεν είναι τυχαίος συγγραφέας. Μου παρέθετε τα κίνητρα και τον χαρακτήρα του δολοφόνου με τέτοιο τρόπο που δεν πήρα χαμπάρι και προς τιμήν του, αντί να με οδηγεί στον ένοχο, μου τον φώτιζε μέσα από τις εξελίξεις και το υπόβαθρο στο οποίο δρούσε! Όταν φτάσαμε στην αλήθεια δε γούρλωσα τα μάτια, ακριβώς γιατί οι συνθήκες και οι καταστάσεις με προετοίμαζαν πως δε θα μπορούσε να ήταν αλλιώς τα πράγματα. Αυτήν την τεχνική και τη δεξιότητα σπάνια τις συναντάς σε σύγχρονα αστυνομικά μυθιστορήματα.
Οι αγαπημένες μου διεισδυτικές κοινωνιολογικές παρατηρήσεις με αγκαλιάζουν από παντού: «Για ένα μεγάλο μέρος του εικοστού αιώνα το Κάργκιλ ήταν το είδος της πόλης στην οποία οι κάτοικοι έμεναν επειδή δεν είχαν τους πόρους -οικονομικούς, οικογενειακούς, ψυχολογικούς- να πάνε κάπου αλλού. Ακόμα κι αν η περιέργεια… ωθούσε κάποιους πολίτες να κοιτάξουν παραπέρα, η πλειονότητα επέλεγε να περιορίζει το βλέμμα της στα σύνορα της Πολιτείας τους… και σε αυτήν την περίπτωση ανακάλυπταν πως δεν υπήρχε κάτι που μπορούσε να επιφέρει μεγάλη βελτίωση… μια ακόμα σειρά από σταυροδρόμια, απλώς με περισσότερους άγνωστους ανθρώπους. Έτσι, έπειτα από ένα διάστημα οι περισσότεροι σταμάτησαν να κοιτούν και προσάρμοσαν ανάλογα τις προσδοκίες τους κι εκείνες των παιδιών τους» (σελ. 133). Και η όλη ιστορία διαδραματίζεται σε «…μια κομητεία και μια Πολιτεία όπου οι παλιές αντιθέσεις παρέμεναν ορατές: γεωγραφικές, οικονομικές, κοινωνικές, φυλετικές» (σελ. 215). Φυσικά υπάρχει και το χιούμορ («…μια γυναίκα που ακουγόταν σαν να κάπνιζε εξήντα τσιγάρα τη μέρα κι έπειτα έκανε γαργάρα με τις στάχτες…»,σελ. 94) ενώ οι μεταφορές, οι παρομοιώσεις και ό,τι δίνει έναν διακριτικό λυρισμό στο κείμενο έχουν περιοριστεί αισθητά.
Κατ’ εμέ, το «Κάθε νεκρό πράγμα» και αυτό το βιβλίο, που διαβάζονται ανεξάρτητα και αυτοτελώς, είναι η καλύτερη αρχή για το παρκερικό σύμπαν, έστω κι αν υπάρχουν ελάχιστοι συνδετικοί κρίκοι μεταξύ τους, όπως ο θάνατος της μητέρας του Πάρκερ, η αναφορά στον ξυλοδαρμό ενός υπόπτου που κακοποιούσε σεξουαλικώς παιδιά, κάτι που ήταν από τα πρώτα βήματα της προσωπικής έρευνας του Πάρκερ για τη δολοφονία της συζύγου και της κόρης του στο πρώτο βιβλίο της σειράς, το αγαπημένο μου ζευγάρι Λούις και Έιντζελ, αν και χωρίς πολλές πληροφορίες για το ποιόν τους, μιας που θα το γνωρίσουμε καλύτερα στο πρώτο και θα το απολαύσουμε περισσότερο στα επόμενα βιβλία της σειράς και ο πράκτορας Γούλριτς του επιχειρησιακού γραφείου του FBI στη Νέα Ορλεάνη, ο άνθρωπος δηλαδή που πληροφορεί τον Πάρκερ για ασυνήθιστους τόπους εγκλημάτων και πιθανές κατά συρροή δολοφονίες, μιας και ο θάνατος της οικογένειας του Πάρκερ δείχνει άνθρωπο που έχει εξασκηθεί σε τέτοιο μαρτύριο και βασανισμούς. Ο Γούλριτς έστειλε κάθε πιθανή υπόθεση στον ντετέκτιβ, με αποτέλεσμα ο ντετέκτιβ να έχει ήδη ψάξει έντεκα άλυτες υποθέσεις πριν έρθει στο Κάργκιλ όπου τον κάλεσαν να μείνει. Παραδόξως, εν αντιθέσει με όσα έμαθα στο πρώτο βιβλίο, εδώ ο ίδιος ο πρωταγωνιστής ενημερώνει τον αστυνόμο Γκρίφιν πως το όνομά του προέρχεται από δύο σπάνια συλλεκτικά κομμάτια της εταιρείας Charles Parker, οικογενειακά κειμήλια που χάρισε ο παππούς του στον πατέρα του. Άλλωστε, «οι γονείς μου δεν άκουγαν τζαζ», κάτι που ισχύει. Χμ….
«Στον βρόμικο Νότο» υπάρχουν μουντές, γκρίζες πόλεις με ανθρώπους που δεν προσδοκούν πολλά, όταν όμως έρχεται η ελπίδα της ανάπτυξης θα κάνουν τα πάντα για να μην γκρεμιστεί το όνειρό τους. Οι δολοφονίες μπορούν άνετα να χαθούν στον κυκεώνα της γραφειοκρατίας, μόνο που ο Τσάρλι Πάρκερ δε σκοπεύει να το αφήσει έτσι και θα μπλεχτεί σε μια ιστορία γεμάτη ένοχα μυστικά και διπρόσωπους χαρακτήρες. Το βιβλίο είναι μια απαραίτητη παρένθεση στη σειρά και έπρεπε να επιστρέψουμε στην αρχή γιατί: «Το παρελθόν μας ακολουθεί. Το παρελθόν μας ορίζει. Στο τέλος, το παρελθόν μας διεκδικεί όλους» (σελ. 16).
0 Σχόλια