Ο Περικλής αρχικά ήταν ένας φίλος επιβολής. Τι εννοώ μ’ αυτό. Οι γονείς μου έκαναν παρέα με τους γονείς του και κατ’ επέκταση αναγκαστικά κάναμε κι εμείς. Ευτυχώς και για τους δύο οι δικοί μας βρίσκονταν δύο φορές το μήνα. Συνήθως Παρασκευές βράδια στο σπίτι των γονιών του Περικλή. Δεν είχαμε τίποτα κοινό. Ήμασταν τελείως διαφορετικοί ή τουλάχιστον έτσι πίστευα. Μέχρι εκείνη την Παρασκευή… Οι μεγάλοι έπιναν τα ουζάκια τους στην κουζίνα και εμείς οι μικροί καθόμασταν στο δωμάτιο του Περικλή. Ο Περικλής είχε μία αδελφή την Γωγώ. Η Γωγώ ήταν το παιδί-φάντασμα. Περνούσε απαρατήρητη, κάτι που θα της ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο όταν θα μεγάλωνε. Πρέπει να περνάς απαρατήρητος αν θέλεις να έχει μία εύκολη ζωή. Στην παιδική ηλικία όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Απαρατήρητος ίσον κανένας. Αλλά την Γωγώ δεν την ενδιέφεραν όλα αυτά. Η μόνη της επιθυμία ήταν να γνωρίσει τον πρίγκιπα του παραμυθιού και να τον παντρευτεί. Τίμια πράγματα. Στο δωμάτιο δεν ήταν η Γωγώ. Είχε σοβαρότερα πράγματα να ασχοληθεί. Έπρεπε να είναι έτοιμη για το κυνήγι του πρίγκιπα. Όλα τα πράγματα στο δωμάτιο του Περικλή ήταν τακτοποιημένα. Περίεργα πράγματα για ένα παιδί δεκατριών ετών. Το δικό μου ήταν κάτι ανάμεσα σε κόλαση και κινούμενη άμμο. Έπρεπε να βάλεις πολύ βαθιά του χέρι σου στα πράγματά μου για να ανακαλύψεις αυτό που έψαχνες. Σε κάποιες από τις συναντήσεις μας έμαθα από τον Περικλή πως υπεύθυνη για την τάξη ήταν η μητέρα του. Ήταν τόσο τακτική που έφτανε στα πρόθυρα της υστερίας. Πολλά χρόνια μετά ανακάλυψα πως η απόλυτη τάξη είναι σημάδι ανοργασμικής γυναίκας. Μέσα λοιπόν σ’ αυτό το αποστειρωμένο περιβάλλον ο Περικλής έκρυβε ένα μικρό θησαυρό. «Σου αρέσει το διάβασμα;» με ρώτησε εκείνη την Παρασκευή. «Όχι δεν μου αρέσει» απάντησα με ειλικρίνεια. «Μάλλον σου αρέσει και δεν το ξέρεις» απάντησε ο Περικλής και χαμογέλασε πονηρά. Ανέβηκε στην καρέκλα του γραφείου και ύστερα πάτησε πάνω στο γραφείο και κατέβασε από το πάνω ράφι της βιβλιοθήκης δύο μεγάλα βιβλία με παραμύθια. Νόμιζα ότι τα είχε χάσει τελείως. Δεκατριών χρονών και να διαβάζει ακόμη παραμύθια για μικρά παιδιά. Δεν τα είχε χάσει καθόλου, τα είχε βρει και πολύ καλά μάλιστα. «Άνοιξε το πρώτο βιβλίο στα περιεχόμενα» είπε και είδα τη λάμψη της ζαβολιάς στα μάτια του. Άνοιξα χωρίς να πω κάτι παραπάνω. Ήθελα να δω που το πήγαινε το όλο πράμα. «Πήγαινε στον Κοντορεβιθούλη» είπε πάλι και εγώ ακολούθησα. Στην σελίδα δεκαέξι, ναι ακόμη θυμάμαι τη σελίδα, είδα τον Κοντορεβιθούλη. Όχι όπως τον γνωρίζαμε παιδιά. Ο Κοντορεβιθούλης ήταν γυμνός και είχε ένα πουλί τεράστιο. Αυτό το τεράστιο πουλί το έβαζε στη γυναίκα του Δράκου που βόγκαγε από ευχαρίστηση. Ο Περικλής είχε ανακαλύψει το μαγικό κόσμο της τσόντας και εκείνο το βράδυ τον ανακάλυψα κι εγώ. Σε κάθε βιβλίο με παραμύθια είχε κόψει τις μεσαίες σελίδες και στη θέση τους είχε εγκιβωτισθεί ένα περιοδικό για ενήλικες. Πότε δεν κατάλαβα για ποιο λόγο το έλεγαν περιοδικό για ενήλικες. Αφού το προϊόν αγοραζόταν από ανήλικους και χρησιμοποιείτο με τους γνωστούς τρόπους από ανήλικους. Από εκείνο το βράδυ οι επισκέψεις μου στο σπίτι του Περικλή αυξήθηκαν. Κανένας από τους μεγάλους δεν μπορούσε να καταλάβει την ξαφνική άνθιση της φιλίας μας. Καλύτερα. Γνωρίζαμε μόνο εμείς και αυτό ήταν αρκετό.
Μέρα παρά μέρα βρισκόμασταν για να «ανταλλάξουμε» απόψεις. Είχα βρει ένα παντοπωλείο που μπορούσες να βρεις τα πάντα. Από ξυραφάκι μέχρι περιοδικά για ενηλίκους. Είχα διαλέξει το συγκεκριμένο για ένα και μόνο λόγο. Ο ιδιοκτήτης ήταν ή τουλάχιστον έτσι φάνταζε στα μάτια μου εκατό χρονών. Άσπρα λιγδωμένα μαλλιά (προφανώς ξεχνούσε να λουστεί), γένια πολλών ημερών (προφανώς ξεχνούσε και να ξυριστεί), δύο πάτοι μπουκαλιών για γυαλιά, ένα μόνιμο συνάχι και ένα τσιγάρο πάντα αναμμένο να καίγεται στο τασάκι που είχε δίπλα στο ταμείο του. Πήγαινα λοιπόν πάντα στο συγκεκριμένο και αγόραζα πάντα συγκεκριμένα πράγματα. Ένα πακέτο Κάμελ, το οποίο έδινα στον Σπίνο και το «Διάβασέ με» ή το «Λονδίνο 2000». Ύστερα πήγαινα καρφί στο σπίτι μου. Έπαιρνα ένα τόμο από την εγκυκλοπαίδεια «Για σας παιδιά» και πήγαινα στο σπίτι του Περικλή. Εκεί κλεινόμασταν στο δωμάτιό του και κοιτούσαμε με απληστία τις σελίδες του περιοδικού. Στην επιστροφή μου έπαιρνα πίσω τον τόμο με την τσόντα της προηγούμενης εβδομάδας και άφηνα στον Περικλή την καινούρια. Πολλά παιδιά από τη γειτονιά είχαν τα ίδια ενδιαφέροντα με εμάς. Χωρίς να το καταλάβουμε είχε στήσει ένα πολύ καλό δίκτυο επικοινωνίας και ανταλλαγής περιοδικών. Σε κάποιες στιγμές βρισκόμασταν με δέκα- δεκαπέντε περιοδικά στα χέρια μας. Μόνο εγώ κι ο Περικλής είχαμε τα κότσια ή ίσως τον τρόπο να τα κρατήσουμε σε ασφαλή θέση. Όπως ήταν φυσικό μετά από τόση έκθεση σε βυζιά και τριχωτά αιδοία (τότε καμία δεν είχε ανακαλύψει το ξυραφάκι και το τόταλ ξύρισμα της ηβικής χώρας) έπλαθα στα όνειρά μου ολόκληρες ταινίες αισθησιακού περιεχομένου. Χωρίς ιδιαίτερο σενάριο, αλλά σε τέτοιες ταινίες ποιος στα αλήθεια νοιάστηκε ποτέ για το σενάριο;
Βέβαια με τον Περικλή πήγαμε ακόμη ένα βήμα πιο πέρα. Είχαμε κάνει καθαρά από συμφέρον φίλο τον πιο χαζό αλλά ταυτόχρονα και τον πιο τριχωτό τύπο της γειτονιάς. Ο τύπος ήταν δεκατρία μα έμοιαζε τουλάχιστον για είκοσι τρία. Βάζαμε λοιπόν τον Σίμο μπροστάρη στο βίντεο κλαμπ της Κούλας (μίας τύπισσας που οι καλόβουλες κυρίες έλεγαν ότι είχε χρηματίσει επί σειρά ετών πουτάνα πολυτελείας και που μόλις πέρασε η μπογιά της το έριξε στις ενοικιάσεις βιντεοκασετών) και νοίκιαζε ταινίες για ενηλίκους. Τότε τα πράγματα ήταν ακόμη αγνά. Μπορούσες να αποκτήσεις τον κωδικό σου χωρίς ταυτότητες και πολλά-πολλά. Είχες το πρόσωπο και αυτό έφτανε. Το κόλπο απλό. Πηγαίναμε με τον Περικλή στο βίντεο κλαμπ και κοιτάζαμε δήθεν τα καράτε στον πάνω όροφο. Δίπλα στα καράτε ήταν η γη της επαγγελίας. Τσόντες αμερικάνικες, γαλλικές, ελληνικές, με ζώα, με μαστίγια, με λίγα λόγια τα πάντα. Η κυρά-Κούλα ήξερε πώς να φέρει το χρήμα στις τσέπες της. Ο ένας μας κράταγε τσίλιες και ο άλλος διάλεγε την ταινία που θα ενοικίαζε λίγο μετά ο Σίμος. Νοικιάζαμε το καράτε και γράφαμε σε ένα κομμάτι χαρτί τον τίτλο του απαγορευμένου καρπού για να τον παπαγαλίσει ο Σίμος. Αυτό το παιδί δεν μπορούσε να στροφάρει με τίποτα. Λίγα λεπτά της ώρας μετά το ταινιάκι έπαιζε σε πρώτη οικιακή προβολή. Ξεφορτωνόμαστε τον Σίμο στέλνοντάς τον να μας αγοράσει κρουασάν από το κέντρο του Πειραιά. Το πήγαινε-έλα του κρατούσε όσο και η ταινία. Παρακολουθούσαμε απερίσπαστοι και με την απαραίτητη προσήλωσε τη γενετήσια πράξη. Στα κρυφά χάιδευε ο κάθε ένας τον «Κίτσο» του και φυσικά σκοτώναμε τα παιδιά μας ρίχνοντάς τα πάνω στα σώβρακά μας. Το σπορ όμως ήταν αρκετά δαπανηρό, η κουφάλα η Κούλα βλέποντας την πέραση της τσόντας ανέβαζε κάθε βδομάδα τις τιμές και έτσι αναγκαστήκαμε να βάλουμε και άλλους στο κόλπο. Είχαμε καταφέρει να μαζευόμαστε καμιά δεκαριά στο σπίτι μου ή στο σπίτι του Περικλή, οι γονείς μας δούλευαν, να βλέπουμε τσόντες, να πίνουμε Βερμούτ και να χαϊδεύουμε τους «Κίτσους» μας.
Μας πήγε αυτή η φάση κάνα χρόνο. Άλλοι βρήκαν γκόμενες, άλλοι άρχισαν να πηγαίνουν στις πουτάνες, ελάχιστοι στη διαδρομή μάς βγήκαν κουνιστοί, στο τέλος είχε μείνει μόνος του ο Περικλής. Εγώ είχα αποχωρήσει στη μέση της σεζόν. Είχα ανακαλύψει τον έρωτα της ζωής μου στο πρόσωπό της πρώτης ξαδέλφης του τότε κολλητού μου και το «κάναμε» όποια στιγμή μας δινόταν η ευκαιρία. Ήμασταν χειρότεροι από τις γάτες στη φάση αναπαραγωγής τους, αλλά δεν μας ένοιαζε. Το γλεντάγαμε και στην τελική καλά κάναμε. Μία παρεξήγηση των γονιών μας και η φάση με την Αλίκη ήταν αρκετό για να μην ξανακάνουμε παρέα. Από τότε είχα να τον δω. Τον είδα στην Ομόνοια έπειτα από χρόνια. Σε ένα περίπτερο. Πιασμένο με χρυσά πλαστικά μανταλάκια. Αυτόν και το πουλί του σε εξώφυλλο DVD ελληνικής παραγωγής. Το καλλιτεχνικό του ήταν Billy the kid, φορούσε ένα καουμπόικο καπέλο και ένα κόκκινο μαντίλι στο λαιμό. «Ο Billy the Kid στην Άγρια Στύση» ήταν ο τίτλος της ταινίας. Δεν μπήκα καν στον κόπο να σκεφτώ να αγοράσω την ταινία. Προτιμούσα να θυμάμαι τον Περικλή δεκατριών ετών με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του λίγο πριν την έναρξη της επόμενης μαγικής, στα μάτια μας, ταινίας.
_
γράφει ο Άγγελος Χαριάτης
0 Σχόλια