Μετά τη σωτηρία της ανιψιάς μου, που είχε απαχθεί πριν από πέντε χρόνια, ξεκίνησα να γράφω το άρθρο μου για τη μεγαλύτερη εφημερίδα του Καΐρου, την «Μπαχτούρ»:
30 Σεπτεμβρίου 1980: Εγώ, ο εμίρης Αμπντάλα Ζελέκ του Κατάρ περπατούσα στον δρόμο Ελσαβάρ της Αιγύπτου με τις δυο μου ανιψιές, Ζελίχ και Μαλέκ, κατευθυνόμενος προς το παζάρι. Βρισκόμουν στο Κάιρο για δουλειά εδώ και μια βδομάδα. Οι μικρές άρχισαν να με πιέζουν να τις αγοράσω πολύχρωμα βραχιολάκια, ενώ είχα συνάντηση με δυο πρίγκιπες που είχαν μόλις φθάσει από το Ντουμπάι, για να κλείσουμε μια μεγάλη δουλειά στα πετρέλαια. Μόλις έκανα να πληρώσω, σταμάτησε ένα μεγάλο πράσινο αμάξι και δυο μεγαλόσωμοι άντρες που μιλούσαν Αραβικά απήγαγαν τη Μαλέκ μέσα από τα χέρια μου, ενώ οι κραυγές της Ζελίχ αντηχούσαν ως την έρημο. Έκτοτε παράτησα το Κατάρ και τη δουλειά μου και ζούσα εδώ με τη μοναδική ελπίδα να τη βρουν. Κάθε μέρα έπαιρνα μετά το σχολείο τη Ζελίχ και διασχίζαμε ματαίως για ώρες με το αμάξι την πόλη, μήπως βρούμε το αμάξι ή την Μαλέκ. Την ψάχναμε στους μιναρέδες, στα σκουπίδια, στα πορνεία, στις αχανείς ατραπούς του νου μας … Ξόδεψα όλη μου την περιουσία στους ιδιωτικούς ερευνητές.
21 Ιουνίου 1985: Έρευνα στην Αντικερί Τζανίρ Θεμί.
Όταν έφθασα στο μαγαζί, ρώτησα τον υπεύθυνο αν είχε δουλέψει εκεί πρόσφατα ένα μικρό κορίτσι, που την ψάχνει ο προορισμένος από την παράδοση μελλοντικός της άντρας: «Άμα την βρει υπόσχεται 1000 μεδίνες».
«Ήθελα να κάνω τη Βαμίλ παραδουλεύτρα στο μαγαζί μου» απάντησε. «Μια μέρα με πλησίασε δίνοντάς μου ένα χρυσό νόμισμα και ζήτησε να το πουλήσω. Ήταν αριστοτεχνικά χαραγμένο με την κεφαλή του γενάρχη Ζαρέκ. Λίγο αργότερα δεν ήρθε στη δουλειά. Ανέβηκα στην κάμαρή της πάνω από το μαγαζί που μοιραζόταν με το άλλο προσωπικό. Είχε μαζέψει τα λιγοστά της υπάρχοντα. Χωρίς, ωστόσο, το νόμισμα δεν θα μπορούσε να είναι μακριά».
«Βαμίλ, πολύτιμη Μαλέκ μου, ποια βρώμικη τράτα σε ρούφηξε …», είπα από μέσα μου, κοιτάζοντάς τον με αηδία.
Όσο μου μιλούσε, τράβηξε μια σκάλα απότομα. Από μια κρύπτη ψηλά μου έβγαλε ένα πιατάκι, όπου είχε μια δαχτυλήθρα, ένα παλιό ρολόι και δυο κολιέ. Μέσα είδα να γυαλίζει το νόμισμα που είχα δώσει στη Μαλέκ ως δώρο για τα γενέθλιά της τη χρονιά που εξαφανίστηκε. Το άρπαξα και το έβαλα γρήγορα στην τσέπη μου.
«Μπορεί να σε βοηθήσει ο Τερέκ, ο γείτονάς μου ο ζωγράφος. Οδός Μπετζίπ 20, δεύτερος όροφος.
Ξέχασες να μου δώσεις τις μεδίνες».
Δυσανασχετώντας, τις πέταξα στο δισκάκι του και έφυγα.
Όταν έφθασα, χτύπησα την πόρτα απαλά.
-«Ο Τερέκ;» ψέλλισα.
Ένας παρδαλός παπαγάλος καθόταν στον ώμο του με γαντζωμένα στα νύχια του δυο πινέλα.
-«Ο ίδιος, ποιος με αναζητά πάλι;».
Όταν του εξήγησα, μου είπε με παράπονο:
-«Για όλους είμαι ο ύποπτος γείτονας που ζωγραφίζει κορίτσια τα οποία χάθηκαν ή μέλλουν να χαθούν. Μια μέρα ένας ντετέκτιβ έφθασε στο κατώφλι μου ζητώντας να δει τα έργα μου, λέγοντας τάχα πως ήταν έμπορος τέχνης. Κατάλαβα πως ήταν αυτός που με παρακολουθούσε από καιρό στο παζάρι και δεν τον άφησα να μπει».
Του πέταξα στο τραπέζι μια θήκη με 40.000 λίρες για να του φανώ πιο χρήσιμος και πειστικός.
-«Τι κάνατε εκεί;»
-«Παρατηρούσα τα κορίτσια που έπλεκαν και πουλούσαν βραχιολάκια, για να τα ζωγραφίσω. Μια μέρα έπιασα κουβέντα με ένα από αυτά και τη ρώτησα που έμεναν, ποιος τις φρόντιζε».
-«Μπορώ να δω τα έργα;»
Περνώντας μέσα από κουτσουλιές και πατώντας πάνω σε αραδιασμένες μπογιές, έφθασα στα τεράστια τελάρα με τα πορτρέτα κοριτσιών.
-«Εγώ απλά βγάζω το ψωμί μου ζωγραφίζοντας πορτρέτα. Ο πατέρας μου με πήγε στον Μαχτούρ, τον γείτονά μας, για να μάθω τα μυστικά του επαγγέλματος. Κέρδιζε δύο δολάρια τη μέρα. Με τα ίδια χρήματα άρχισα μετά τα 6 να πουλάω πορτρέτα στο παζάρι».
Πλησίασα έναν πίνακα και κοιτάζοντας την ξεφτισμένη φωτογραφία στα χέρια μου αναφώνησα «Μαλέκ!».
«Μαλέκ» κραύγασε και ο παπαγάλος, αναπτερώνοντας τις ελπίδες μου.
Ενώ όμως έμοιαζαν σαν δυο σταγόνες νερό, τα μαλλιά στο έργο του Τερέκ ήταν πυροκόκκινα κι όχι ξανθά.
Ο ζωγράφος μου είπε να πάω στη γειτονιά Τζερίμ, όπου του είχε πει το κορίτσι από το παζάρι ότι βρίσκονται πολλά από τα κορίτσια που ζωγραφίζει.
-«Μπορώ να πάρω τη ζωγραφιά μαζί μου;» τον ρώτησα με δάκρυα στα μάτια.
-«Πάρτη και φύγε».
Όταν έφθασα στη φτωχογειτονιά, πλησίασα τα κορίτσια, δείχνοντάς τους τη ζωγραφιά. Ένα από αυτά με ρώτησε αν θέλω συντροφιά για «εκατό μεδίνες», ενώ κάποιο άλλο με πήρε από το χέρι και μου προσέφερε ένα βραχιόλι. Το πλήρωσα και της ζήτησα να με πάει στην αυλή.
Την κοίταξα από μακριά χωρίς να μπορώ να κουνηθώ. Η γλώσσα μου στέγνωσε σαν τα μουλιασμένα καραβόπανα μετά την καταιγίδα που λιάζονται στον καύσωνα.
Ένιωσα τα κόκκαλα του αδελφού μου του Μπατζέκ στον τάφο του να σείονται.
Ήταν ξυπόλητη. Φορούσε μια μακριά αραχνοΰφαντη μαντήλα και άπλωνε τα ρούχα σε ένα τεράστιο σκοινί, περπατώντας στα χώματα ανάμεσα από στοίβες αραδιασμένων φρεσκοπλυμένων ρούχων.
Μύγες πετούσαν και έμπαιναν στα ανοικτά καζάνια με το φαγητό. Τα μπαχάρια όξυναν την όραση μου και τη διαύγεια του νου, που επιζητούσε δικαιοσύνη.
«Βαμίλ!», φώναξα και γύρισε. Άρχισε να τρέχει και πήγα από πίσω της.
«Δεν θα σε πειράξω! Μαλέκ, εγώ είμαι ο θείος σου ο Αμπντάλα!»
Με κοίταξε καχύποπτα.
Όταν της άνοιξα το χέρι και ένιωσε το νόμισμα, μ’ αγκάλιασε με αναφιλητά.
«Γι’ αυτό σε εμπιστεύομαι και θα έρθω μαζί σου,
Αλιούν μα τούμτιρου, Σήμερα βρέχει», είπε με αναφιλητά.
Στη βοή των νερών και τα ίχνη της λασπουριάς,
χαράχτηκε αναπάντεχα η κάθαρσή μας.
Στη διαδρομή για το σπίτι οι κόρες των ματιών της Μαλέκ είχαν διασταλεί, όσο κοίταζε τα διερχόμενα αμάξια και τους καθημερινούς ανθρώπους που μπαινόβγαιναν στο οπτικό μας πεδίο, γρήγορα και άτακτα. Η καταρρακτώδης βροχή, ένα θεόσταλτο σημάδι που έπεσε με βία από τον ουρανό, μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια, κέντριζε τα αυτιά και τη συνείδησή μου. Ήταν μια καλή ευκαιρία να ξεπλυθούν οι αμαρτίες όλων μας.
Μια μέρα που η Μαλέκ σιδέρωνε, άνοιξε το στόμα της. Έμαθα για τις ημέρες της ζητιανιάς στην κακόφημη περιοχή της Ζιζμέτ Αλέχ, τότε που την ανάγκαζαν να κυκλοφορεί με μια ξανθιά κοντή περούκα και κουρέλια. «Δεν μάζευα ούτε δέκα μεδίνες. Και γι’ αυτόν τον λόγο έπρεπε να πληρώσω ακριβά». Έσκυψε και είδε έντρομη πως είχε κατακάψει με το σίδερο τη φορεσιά μου. «Γενναία μου Μαλέκ, ξεκουράσου», της είπα. Έβαλα τον μαυρισμένο παραδοσιακό χιτώνα μου και πήγα για πρώτη φορά ‘τσαλακωμένος’ στα 43 μου χρόνια για δουλειά.
Όταν επέστρεψα, πήγαμε στην επαρχιακή πόλη Μπεστίκ, για να παρακολουθήσουμε τη γιορτή του θερισμού και της λατρείας της Φισνέκ. Κατά την παράδοση οι νεανίδες έβγαζαν μια στριγκή ιαχή και τρυπούσαν ελαφρά τον αφαλό τους με μια βελόνα. Με το αίμα έβαφαν με τα ακροδάχτυλα την κοιλιά τους. Ήταν το έθιμο της ενηλικίωσης. Τότε διέκρινα στον κορμό της Μαλέκ τις μελανιές, όταν ανασήκωσε με αιδώ το ένδυμά της.
Ξαφνικά εκείνη σκοτείνιασε.
«Μακάρι να σκαρφάλωνα και να τιμωρούσα τον ήλιο που φωτίζει το πρόσωπο και τα χαρίσματά σου … Μαλέκ …», πήρα απότομα τον λόγο:
«Με καμακώνει, με τυφλώνει η γητειά της αθωότητάς και της δύναμής σου, δεν μπορεί η βροχή να την ξορκίσει».
Η Μαλέκ έβαλε τότε στον καρπό μου ένα περίτεχνο βραχιόλι:
«Είναι αυτό που έπλεξα, όταν με χτύπησαν μια μέρα που δεν έφερα αρκετά λεφτά … Θείε, πάμε, θέλω να κολυμπήσουμε».
Πεζοπορήσαμε νηστικοί μέχρι να φθάσουμε εξαντλημένοι στην κοιλάδα Μπρέτε. Την είδα από μακριά να αλλάζει ρούχα από το σακίδιό της.
Η Μαλέκ γύρισε απότομα το κεφάλι της προς το μέρος μου και μειδίασε, κρύβοντας το βαθύ μπλε από το ουράνιο τόξο πίσω της. Τότε, έπεσε απροειδοποίητα από έναν ψηλό βράχο, με κρότο, στο ποτάμι Ζιτζέκ. Οι χειμαρρώδεις κυματισμοί γύρω της με έκαναν να τρομάξω πως θα την έχανα ξανά.
Στον απόηχο της υγρασίας και το νότισμα των παράκτιων λουλουδιών, οσμίστηκα το ξηρό, οξυδερκές τρίχωμα των άγριων πουλιών.
Κακός οιωνός, συλλογίστηκα.
Ξεπηδώντας από τα έγκατα του φαραγγιού,
διασχίζοντας τους ορμητικούς καταρράκτες,
ώσπου να καταπέσει σαν εκκωφαντική καταιγίδα στη σιωπηλή έρημο,
ξεπρόβαλε και σφραγίστηκε η ένωσή μας.
Εμείς οι δυο ήταν γραφτό να ξεχυθούμε από την ίδια κοίτη.
Ήταν η τελευταία φορά που την είδα ζωντανή.
Στο σκοτεινό δωμάτιο του νεκροτομείου αναγνώρισα ότι φορούσε το νυφικό της μητέρας της, ένα μακρύ κατακόκκινο φόρεμα με βαθιές τσέπες και δαντελένια μανίκια, όπου ήταν ραμμένο στις άκρες το όνομά της με χρυσή κλωστή. Στο ύψος του στήθους κρεμόταν μια ασημένια αλυσίδα, που βαστούσε το χρυσό νόμισμα. Ψιθύρισα μια προσευχή κι έφυγα με τα σκισμένα υφάσματα της γυμνής σορού.
Ο επίλογος του άρθρου μου με τίτλο «Στο Κάιρο, εκείνη τη μέρα έβρεχε» δεν απαντούσε στα αγωνιώδη ερωτήματά μου. Σώθηκε η Μαλέκ;
Όπως και να’ χει, βεβαίωσα πως θα την τιμώ καθημερινά σαν θεότητα της πλημμύρας, προστάτιδα όλων των ‘χαμένων’ κοριτσιών του Καΐρου.
Τη μέρα που παρέδωσα το άρθρο μου κατά πως θυμάμαι έβρεχε.
_
γράφει η Μαρία Δέσποινα Ράμμου
0 Σχόλια