Η Λίζα και ο Έκτορας είναι παιδιά χωρισμένων γονιών και βλέπουν τη ζωή τους ν’ ανατρέπεται όταν οι άνθρωποι που αγαπούν προχωράνε στη ζωή τους με νέους συντρόφους. Πώς θα αντιδράσουν; Πώς θα καταφέρουν να στηριχτούν στα δικά τους πόδια και ν’ ακολουθήσουν τα όνειρά τους όταν αισθάνονται πως ίσως ο κόσμος γύρω τους αρχίζει να καταρρέει; Θα αποδεχτούν ο ένας τον άλλον όταν διαπιστώνουν πως οι ζωές τους μπλέκονται μεταξύ τους;
Πρόκειται για ένα ενδιαφέρον τρυφερό και ρεαλιστικό εφηβικό μυθιστόρημα που καταγράφει τα προβλήματα αυτής της δύσκολης ηλικίας και ζωντανεύει τις δύσκολες στιγμές που φέρνει ένα διαζύγιο και μια νέα αρχή στην ψυχοσύνθεση των παιδιών. Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη εν είδει ημερολογίου, όπου πότε ο Έκτορας και πότε η Λίζα καταγράφουν τις μέρες τους, τα προβλήματα, τα λάθη, τις ανησυχίες, τον θυμό τους. Έχουμε δύο εντελώς διαφορετικούς χαρακτήρες που μεγαλώνουν σε εντελώς διαφορετικά περιβάλλοντα: εκείνη θέλει να γίνει μηχανικός και παλεύει με τη μάνα της που έχει τα δικά της όνειρα για το παιδί, εκείνος μαθαίνει φλάουτο και προσπαθεί να γίνει δημοφιλής στο σχολείο, μόνο που αποτυγχάνει στα αθλήματα.
Η Λίζα αγαπά τα μαστορέματα και μπορεί να επιδιορθώσει έναν υπολογιστή. Παιδί χωρισμένων γονιών, με έναν πατέρα ακριβοδίκαιο, με μια μάνα που πιέζει, παρακολουθεί, καθοδηγεί, ζει για να ξεχωρίζει η κόρη της όπως θέλει αυτή κι όχι όπως θέλει το παιδί της. Οι καβγάδες των δύο γυναικών είναι συνεχόμενοι, μιας και η μάνα της έχει δικά της όνειρα για κείνη και δεν ακούει τις επιθυμίες της. Όταν μάλιστα η Λίζα βλέπει πως και οι δυο γονείς της προχωράνε στις ζωές του φέρεται εγωιστικά και ανεύθυνα για να γίνουν τα πράγματα όπως πρώτα και να ξανακερδίσει τη βολή της. Από την άλλη, ο Έκτορας νιώθει μόνος και ανίκανος, αισθάνεται απόρριψη από τους συμμαθητές του, αποτυγχάνει. Ο πατέρας του τους εγκατέλειψε κι η μάνα του εργάζεται πολλές ώρες για να τον μεγαλώσει. Ντροπαλός και σιωπηλός, προσπαθεί να κερδίσει την καρδιά μιας κοπέλας. Κάποιες εξελίξεις όμως θα του δείξουν την πραγματικότητα και θα αρχίσει να παίρνει υπεύθυνες αποφάσεις.
Συμμαθήτριά τους είναι η Τζασμίν από τη Συρία, που τρία χρόνια τώρα δεν έχει καταφέρει να ενσωματωθεί σωστά στη σχολική κοινότητα, λόγω του φόβου της και των τραυμάτων που φέρει από την κατάσταση στην πατρίδα της. Η κοπέλα θα δεθεί απρόσμενα και με τους δύο με τέτοιο τρόπο που θα αναδείξει τα προβλήματα προσαρμογής των προσφύγων γενικότερα στο κράτος που τους υποδέχεται, χωρίς όμως να πέσει το βάρος της πλοκής πάνω της. Είναι ένα αρμονικό και συγκινητικό συμπλήρωμα της ιστορίας, άρρηκτα δεμένο με τη σχολική καθημερινότητα του Έκτορα και της Λίζας.
Οι χαρακτήρες παίρνουν σταδιακά τη θέση τους και το παζλ της γνωριμίας μεταξύ τους σχηματίζεται σιγά σιγά. Η μεν Λίζα υποδέχεται με ψυχρότητα και αγένεια τη νέα σύντροφο του πατέρα της και μητέρα του Έκτορα, ο δε Έκτορας θαυμάζει τις αλλαγές που υφίσταται η μητέρα του με τον πατέρα της Λίζας στη ζωή της. Σύντομα όμως τα πράγματα θα γίνουν πιο περίπλοκα και ταυτόχρονα πιο ενδιαφέροντα. Η ιστορία κυλάει αβίαστα και γρήγορα, με παραστατικούς διαλόγους και ρεαλισμό. Οι ήρωες είναι αληθινοί και αντιμετωπίζουν τις νέες καταστάσεις και τις αλλαγές στη ζωή τους με ποικιλία αντιδράσεων. Υπάρχει εκνευρισμός, προσπάθεια, παραίτηση, ακόμη και θυμός, καταγράφονται όλα όμως ρεαλιστικά και δίνουν μια τέτοια πολύπλευρη διάσταση των πραγμάτων, που όσοι έχουν βιώσει ένα οδυνηρό διαζύγιο θα ταυτιστούν σε κάποια σημεία. Ακόμη και οι παρεξηγήσεις δίνουν αφορμή για πυροδότηση των γεγονότων. Η ψυχολογία των εφήβων απέναντι στις νέες συνθήκες που καλούνται ν’ αντιμετωπίσουν ως προς το επόμενο βήμα του γονιού τους στη ζωή του είναι σχεδιασμένη προσεκτικά και χωρίς ακρότητες. Κάλλιστα θα μπορούσαν με τη χαμηλή αυτοεκτίμηση και την αστάθμητη ψυχολογία τους να μπλέξουν σε περιπέτειες, έχουν όμως την τύχη να ζουν με ανθρώπους που τους νοιάζονται και τους προσέχουν, ακόμη κι αν δεν είναι τέλειοι ως γονείς ή φίλοι. Στέκι όλων είναι το πάρκο με τις νεραντζιές, όπου μπορούν να χαλαρώσουν, να ξεφύγουν, να συζητήσουν κλπ. και στο τέλος αυτό το μέρος δένεται πολύ όμορφα με μια σημαντική εξέλιξη στη ζωή όλων τους.
«Στο πάρκο με τις νεραντζιές» καταφεύγουν οι ήρωες του μυθιστορήματος της Ιωάννας Αργυρού και ταξιδεύουν τον αναγνώστη σε περιπέτειες καθημερινές, γεμάτες δάκρυ και χαμόγελο, αλήθεια και τρυφερότητα, εκπλήξεις και ανατροπές. Γιατί όπως γράφει η ίδια η συγγραφέας στο τέλος: «Και τότε σκέφτομαι ότι τελικά η ζωή μας, με τις χαρές και τις λύπες, τις απογοητεύσεις και τα επιτεύγματα, μοιάζει με τις τέσσερις εποχές! Όσο σκληρός κι αν είναι ο χειμώνας της ζωής μας, έρχεται πάντα η άνοιξη!» (σελ. 144).
0 Σχόλια