Σαν με ρωτάς ποιο χρώμα να φορέσω,
πια, δεν έχω αμφιβολία.
Φόρεσα το γαλάζιο, το κόκκινο και το ροζ,
το πράσινο και το μαβί, το κίτρινο και το σκατί,
το ένα και το άλλο.
Πολλές φορές τα έσμιξα, να βγάλω το καθάριο
μα και τούτο μούντζες μ άφηνε και το ’βγαζα,
να φορέσω άλλο.
Από μακριά σαν το κοιτούσα μου φαινόταν
χρώμα ζωηρό και φωτεινό,
μα όταν το φορούσα ήθελα να το βγάλω,
ξεθώριαζε, τη λάμψη του έχανε.
Οι ομόχρωμοι μ’ έδιωχναν
«στο στύψιμο θολώνει» και με περιγελούσαν.
Είδα κι απόειδα μέχρι να καταλάβω,
πως όλα τα χρώματα στο στύψιμο ξεθωριάζουν.
Όλα! ακόμα και το λευκό,
που σαν του ρίξεις μια πινελιά
πιο βρώμικο από όλα τ’ αλλά γίνεται.
Μα γυμνός δε γίνεται.
Την παλέτα κράτησα στο λυγισμένο χέρι
κι απ’ όλα τα χρώματα μια σταγόνα έριξα,
όλα τα χρώματα έσμιξα
και έλαμψαν
της γης και τ’ ουρανού τα χρώματα
_
γράφει η Νατάσα Λουκά
0 Σχόλια