Στο χείλος της αβύσσου
–
γράφει η Βάλια Καραμάνου
–
Ιδιαίτερη γοητεία ασκούν εκείνα τα ποιήματα που γράφονται λίγο πριν τον θάνατο ή τόσο κοντά σε αυτόν, είτε αυτός είναι ακούσιος είτε εσκεμμένος. Ο ποιητής κοιτάζοντας κατάματα την άβυσσο αφήνει την ύστερη κραυγή του σε στίχους, πότε σπαρακτικούς, πότε σαρκαστικούς ή απλά γεμάτους με λυρισμό ή ωμό ρεαλισμό, αποτυπώνοντας έτσι την αίσθηση αυτή στο χείλος του βαράθρου. Ας δούμε μερικά παραδείγματα ποιημάτων λοιπόν που γράφτηκαν από ανθρώπους που βρέθηκαν ή προσπέρασαν το μεταίχμιο ανάμεσα στον κόσμο των ζωντανών και των σκιών:
- Ο Κώστας Καρυωτάκης είναι ο κατεξοχήν εκπρόσωπος του πεσιμισμού, όχι όμως με παθητική διάθεση, αλλά καταγγέλλοντας και καυτηριάζοντας καθετί σαθρό του κόσμου που τον απογοήτευσε. Από το πλούσιο έργο του και βέβαια το πεζό «Κάθαρσις» οι επιλογές είναι αμέτρητες, αναφέρω όμως το ποίημά του «Πρέβεζα» (Τα τελευταία ποιήματα 1928) που «μαστιγώνει» σαρκάζοντας ανελέητα το κοινωνικό καθεστώς μιας εποχής που αποσυντίθεται και πεθαίνει καθημερινά:
«Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.
Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μέσα στους θανάτους.
Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει,
για να ζυγίσει, μια «ελλιπή» μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.
Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ’ ακούσουμε τη μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης,
Πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.
Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
«υπάρχω;» λες, κι ύστερα: «δεν υπάρχεις!»
Φτάνει το πλοίο. Υψώνει σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος Νομάρχης.
Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία…
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία».
- Μια και μοιράστηκαν κοινό πεπρωμένο δεν θα μπορούσε να λείπει η Μαρία Πολυδούρη, που μας περιγράφει στο ποίημά της «Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες» (Οἱ τρίλιες πού σβήνουν, 1928) πως είναι να πεθαίνεις από ανεκπλήρωτο έρωτα και να επιθυμείς διακαώς να ενωθείς με το αντικείμενο του πόθου σου, ακόμα και αν αυτό ανήκει στον κόσμο των νεκρών:
«…. Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες γεννήθηκα
γι’ αὐτό ἡ ζωή μου ἐδόθη
στήν ἄχαρη ζωή τήν ἀνεκπλήρωτη
μένα ἡ ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα γιατί τόσο ὡραῖα μ’ ἀγάπησες
ἔζησα, νά πληθαίνω
τά ὀνείρατά σου, ὡραῖε, πού βασίλεψες
κι ἔτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ὡραῖα μ’ ἀγάπησες».
- Πως είναι να βρίσκεσαι μέσα στο ψυχιατρείο και να νιώθεις πως κάθε μέρα χάνεις όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του εαυτού σου; Πως είναι να αισθάνεσαι πως σε τραβάει η άβυσσος να βυθιστείς και να αφανιστείς στα έγκατά της; Την απάντηση δίνει ο Γεώργιος Βιζυηνός (1849 – 1896) στο ποίημά του «το Όνειρο» , ένα από τα τελευταία που έγραψε έγκλειστος λίγο πριν τον θάνατό του. Σπαραγμός, απελπισία, ματαιότητα, μοναξιά και οδύνη είναι μόνο μερικά από τα συναισθήματα που απεικονίζονται με ιδιαίτερο λυρισμό:
« Εψές είδα στον ύπνο μου
ένα βαθύ ποτάμι
-Θεός να μην το κάμει
να γίν’ αληθινό!
Στην όχθη του στεκόντανε
γνωστό μου παλληκάρι
χλωμό σαν το φεγγάρι
σαν νύχτα σιγανό.
Αγέρας το παράσπρωχνε
με δύναμη μεγάλη
σαν νάθε’ να το βγάλει
απ’ της ζωής τη μέση.
Και το νερό, π’ αχόρταγα
τα πόδια του φιλούσε,
θαρρείς το προσκαλούσε
στ’ αγκάλια του να πέσει.
Δεν είν’ αγέρας, σκέφτηκα,
και σένα που σε δέρνει.
Η απελπισιά σε παίρνει
κ’ η απονιά του κόσμου!-
κ’ χύθηκ’, απ’ το θάνατο
τον δύστυχο ν’ αρπάξω…
Ωιμέ! πριν ή προφθάξω
εχάθηκ’ απ’ εμπρος μου!
Στα ρέματα παράσκυψα
να τόνε ευρώ γυρεύω.
Στα ρέματ’ αγναντεύω-
το λείψανό μ’ αχνό!…
Εψές είδα στον ύπνο μου
ένα βαθύ ποτάμι,
Θεός να μην το κάμει
να γίν’ αληθινό!»
- Στα ξημερώματα της 9.1.1930, γράφεται το ποίημα «Εκ βαθέων» από τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, όπως ο ίδιος αναφέρει «μόλις γυρίζω απ’ έξω, έξαλλος, μόνος, στην κάμαρά μου». Δημοσιεύτηκε τον ίδιο χρόνο στη Νέα Εστία με τίτλο De Profundis και αργότερα αλλού με άλλους τίτλους. Αποτελεί μια ακόμα μαρτυρία της εποχής εκείνης που ο ποιητής κυκλώνονταν απειλητικά από σκιές, στις οποίες τελικά ενέδωσε με την αυτοχειρία του. Λυρικός, απελπισμένος, σαν αερικό που έχει αφήσει πλέον ετούτο τον κόσμο γράφει:
«Λυπήσου με, Θε μου, στο δρόμο που πήρα,
χωρίς, ως το τέλος, να ξέρω το πώς,
–χωρίς να’ χω μάθει, με μια τέτοια μοίρα,
ποιο κρίμα με δένει, και ποιος ο σκοπός!
Λυπήσου τα χρόνια που πάνε χαμένα,
προτού η νύχτα πάλι βαριά ν’ απλωθεί,
ζητώντας τους άλλους, ζητώντας και μένα,
ζητώντας εκείνο που δε θα βρεθεί!
Λυπήσου όλα κείνα που πάνε του κάκου,
γιατί έτσι τους είπαν πως είναι γραφτό,
και γίνουνται χώμα, στα βάθη ενός λάκκου,
χωρίς να γυρέψουν το λόγο γι’ αυτό!
Λυπήσου κι εκείνα, λυπήσου και μένα,
–και μένα, που πάω με καρδιά στοργική,
ζητώντας μια λύση, σε πράγματα ξένα,
που δεν έχουν, Θε μου, καμιά λογική…
Λιγάκι να κάνω πως κάτι με σέρνει,
λιγάκι να φέξει, μες στα σκοτεινά,
κι αμέσως η μοίρα μού το ξαναπαίρνει,
κι αμέσως η νύχτα γυρίζει ξανά…
Λυπήσου με, Θε μου, στην απόγνωσή μου,
λυπήσου τη φλόγα που μάταια σκορπώ
–λυπήσου με μες στην αγανάκτησή μου,
να ζω δίχως λόγο και δίχως σκοπό…»
- Πώς είναι να ζεις φυλακισμένος σ’ ένα άθλιο κελί στο Γεντί Κουλέ αναμένοντας κάθε χάραμα την άδικη εκτέλεσή σου; Πώς είναι να παίρνουν έναν έναν τους φίλους σου για το απόσπασμα μόλις ανοίγει η μέρα, ενώ έξω την πόλη γδέρνει ο θάνατος και η φρίκη του εμφυλίου πολέμου; Την απάντηση δίνει ο νεαρός μελλοθάνατος Μανώλης Αναγνωστάκης στο ποίημά του «Στον Νίκο Ε… 1949» (Παρενθέσεις, 1949) καταγγέλοντας όλα αυτά που πρέπει επιτέλους να ειπωθούν από την γεννιά του εκ μέρους όλων των αθώων θυμάτων:
«Φίλοι
Που φεύγουν
Που χάνονται μια μέρα
Φωνές
Τη νύχτα
Μακρινές φωνές
Μάνας τρελής στους έρημους δρόμους
Κλάμα παιδιού χωρίς απάντηση
Ερείπια
Σαν τρυπημένες σάπιες σημαίες
Εφιάλτες,
Στα σιδερένια κρεβάτια
Όταν το φως λιγοστεύει
Τα ξημερώματα.
(Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα
αυτά;).
- Η Σύλβια Πλαθ (Sylvia Plath, 27 Οκτωβρίου 1932 – 11 Φεβρουαρίου 1963), Αμερικανίδα ποιήτρια, μυθιστοριογράφος και διηγηματογράφος υπήρξε ψυχικά ασθενής και αυτόχειρας, που φρόντισε να βάλει φαγητό για τα παιδιά της ακριβώς πριν εισπνεύσει δηλητηριώδες αέριο από τον φούρνο. Πριν το τέλος μας αφήνει το συνταρακτικό και εξομολογητικό ποίημα «Λαίδη Λάζαρος»:
«Το έκανα ξανά.
Κάθε δέκα χρόνια μια φορά
Το καταφέρνω –
Κάτι σαν περιφερόμενο θαύμα, το δέρμα μου
Φωτεινό όπως αμπαζούρ των ναζί,
Το δεξί μου πόδι
Ένα πρες παπιέ,
Το πρόσωπό μου άμορφο, λεπτό
Εβραϊκό λινό.
Ξετύλιξε τη γάζα
ω εχθρέ μου.
Προξενώ τον τρόμο; –
Η μύτη, οι κόγχες των ματιών, η πλήρης σειρά των δοντιών;
Η στυφή αναπνοή
Σε μια μέρα θα χαθεί.
Γρήγορα, γρήγορα η σάρκα
Η φαγωμένη από του τάφου τη σπηλιά
Θα είναι πάνω μου μια χαρά
Κι εγώ μια χαμογελαστή γυναίκα.
Είμαι μονάχα τριάντα χρονών.
Κι όπως η γάτα έχω να πεθάνω εννιά φορές.
Αυτή είναι η νούμερο «Τρία».
Τι ανοησία
Να εκμηδενίζεις κάθε δεκαετία.
Πόσα εκατομμύρια κλωστές.
Το πλήθος μασουλώντας φιστίκια
Στριμώχνεται να τους δει
Να με ξετυλίγουν χέρια πόδια –
Το μεγάλο στριπτίζ
Κυρίες και κύριοι
Ιδού τα χέρια μου
Ιδού τα γόνατά μου.
Μπορεί να είμαι κόκαλο και πετσί,
Κι όμως είμαι η ίδια κι απαράλλαχτη γυναίκα.
Την πρώτη φορά που συνέβη ήμουν στα δέκα
Ήταν ατύχημα.
Τη δεύτερη φορά είχα σκοπό
Να κρατήσει και να μην γυρίσω πίσω.
Λικνιζόμουν κλειστή
Καθώς κοχύλι.
Έπρεπε να με φωνάξουν και να με ξαναφωνάξουν
Και να μαζέψουν από πάνω μου τα σκουλήκια σαν
λιπαρά μαργαριτάρια.
Το να πεθαίνεις είναι μια τέχνη, όπως κάθε τι.
Το κάνω εξαιρετικά καλά.
Το κάνω έτσι που να μοιάζει κόλαση.
Το κάνω έτσι που να μοιάζει αληθινό.
Μπορείτε να πείτε πως διαθέτω κλίση σ αυτό.
Είναι αρκετά εύκολο να το κάνω σ ένα κελί.
Είναι αρκετά εύκολο να το κάνω και να μείνω εκεί.
Είναι η θεατρική
Επιστροφή μέρα μεσημέρι
Στα ίδια μέρη, στο ίδιο πρόσωπο, στην ίδια βάρβαρη
Εύθυμη κραυγή:
«Θαύμα»
Που μου δίνει τη χαριστική βολή.
Υπάρχει επιβάρυνση
Για να κοιτάξετε τις ουλές μου, υπάρχει επιβάρυνση
Για ν ακούσετε την καρδιά μου
-πράγματι χτυπάει.
Και υπάρχει επιβάρυνση, πολύ μεγάλη επιβάρυνση
Για μια λέξη ή ένα άγγιγμα
Ή για λίγο αίμα,
Η ένα κομμάτι απ τα μαλλιά μου ή τα ρούχα μου.
Λοιπόν, λοιπόν, χερ Ντόκτορ.
Λοιπόν, χερ εχθρέ.
Είμαι το έργο σου,
Είμαι το τιμαλφές σου,
Ένα μωρό σκέτο χρυσάφι
Που αναλύεται σε μια στριγκλιά.
Στριφογυρίζω και παίρνω φωτιά.
Μη νομίζεις πως υποτιμώ το μέγα ενδιαφέρον σου.
Στάχτη στάχτη –
Σκαλίζεις κι αναδεύεις.
Σάρκα, κόκαλα, τίποτε δεν υπάρχει εκεί –
Μια πλάκα σαπούνι,
Μια βέρα,
Ένα σφράγισμα χρυσό.
Χερ Ύψιστε, χερ Εωσφόρε
Πρόσεξε
Πρόσεξε.
Από τη στάχτη βγαίνω
Με πορφυρά μαλλιά
Τ αντράκια τα μασάω
Τα κάνω μια χαψιά»
Μετάφραση: Κλεοπάτρα Λυμπέρη
Πώς είναι λοιπόν η ύστατη στιγμή πάνω από την άβυσσο, όταν ο άνθρωπος αδύναμος, μετέωρος απέχει μόλις ένα βήμα από την άλλη ανεξερεύνητη πλευρά; Οι απαντήσεις που δίνει η ποίηση είναι πολλές, Δεν έχουμε παρά να διαλέξουμε την προσωπική μας εκδοχή.
0 Σχόλια