Σχετικά με την κριτική του λογοτεχνικού έργου

Σχετικά με την κριτική του λογοτεχνικού έργου

 (με αφορμή τη μελέτη των κριτικών σημειωμάτων του Αλέκου Βασιλείου[1])

δοκίμιο της Ελευθερίας Μπέλμπα

 

Στο πρώτο κεφάλαιο, του βιβλίου του Αλέκου Βασιλείου, «Κριτικές σελίδες» (Δοκίμια Β, «Πνευματικές Σελίδες», Λαμία 2001), «Η σύγχρονη κριτική έκφραση και το ακατανόητο», εξετάζεται το πώς επηρεάζει η επίσημη κριτική στην ανάγνωση των λογοτεχνικών βιβλίων. Ο Α. Βασιλείου επισημαίνει ότι μείζον θέμα αποτελεί «η επικοινωνία κριτικού και κοινού» μέσα από την «παρατηρούμενη πολλές φορές δοκιμιακή επιτήδευση στα κριτικά σημειώματα της Λογοτεχνίας». Συνεπώς το κείμενο της λογοτεχνικής κριτικής παρουσιάζει δυσκολίες στην κατανόηση, επειδή χρησιμοποιεί μια συγκεκριμένη έκφραση, πλούσια σε μεταφορές, συμβολισμούς, επιστημονική ορολογία, οπότε «καταλήγει στο τέλος, χάρις σ’ αυτή τη δοκιμιακή-φιλοσοφική επιτήδευση, να μη γίνεται κανενός είδους επαφή ή παρά την προσπάθεια, ελάχιστα να κερδίζει ο αναγνώστης». Δηλαδή το κοινό, που καθορίζει την αγορά του βιβλίου, δεν υποβοηθάται από τις κριτικές αναλύσεις, ακόμα και όταν έχει διαβάσει ένα έργο. Δίνεται μάλιστα ένα παράδειγμα αξιολόγησης μιας ποιητικής συλλογής, που αληθινά ως ανάπτυξη βρίθει ακατανοησιών. Εξάγεται λοιπόν το συμπέρασμα ότι «αντί να πλουτίζουμε σε αναγνωστικό κοινό, φθίνουμε, με αποτέλεσμα να καταλήξουμε στην ανυπαρξία από έλλειψη κατανόησης».

Αξίζει εδώ να σημειώσουμε επιπλέον ότι εντοπίζονται δυο είδη κριτικών αναλύσεων: αφενός αυτή που σκοπό έχει το λεκτικό εντυπωσιασμό μέσα από την επιδοκιμασία του έργου και αφετέρου αυτή που χαρακτηρίζεται φιλολογική κριτική με τη χρήση ορολογίας, τη διεισδυτικότητα σχετικά με την τεχνοτροπία, τις επιδράσεις, το ύφος, τη γλώσσα, το ρυθμό (στην ποίηση). Αν θεωρήσουμε ότι η λογοτεχνία δεν απευθύνεται εύκολα στο μέσο αναγνώστη (όπως άλλα είδη λόγου και τέχνης), τότε η κριτική οφείλει να’ χει χαρακτήρα δοκιμιακό-φιλολογικό. Στο ζήτημα αυτό θα’ πρεπε δηλαδή να αναρωτηθούμε κατά πόσο η ποίηση για παράδειγμα είναι καταναλώσιμη από το ευρύ σύγχρονο κοινό της και ξέρουμε πως δεν είναι, οπότε δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε γι’ αυτό την κριτική της. Οφείλουμε όμως να εκτιμήσουμε τη διαρκή αυτοκριτική του δοκιμιογράφου που πάλι φαίνεται να διακρίνεται για τους διευρυμένους πνευματικούς του ορίζοντες, γι’ αυτό και μόνο είναι παράδειγμα προς μίμηση για πολλούς συγχρόνους συναδέλφους του.

 

Παρακάτω επιχειρείται η «Θεώρηση της νέας κριτικής από την ελληνική πλευρά».  Αρχικά σηματοδοτείται, με βάση τον τρόπο προσέγγισης της λογοτεχνίας, η διάκριση σε παλιά και νέα κριτική. Η πρώτη έτεινε να συνδυάζει τη μελέτη των έργων με τη ζωή, τις ιδιαιτερότητες της εποχής, την ιδεολογία και την προσωπικότητα του συγγραφέα, ενώ η δεύτερη αποσκοπεί αποκλειστικά στην ανάλυση των κειμένων παραβλέποντας άλλα στοιχεία άμεσα σχετικά με το δημιουργό. Εύλογα συντίθεται ο «ορισμός της νέας κριτικής» έτσι, που ωστόσο δεν πείθει, γιατί είναι αδιανόητο το μεμονωμένο βιβλίο να εξετάζεται αποκομμένο από το δημιουργό του. Εξάλλου σε πολλά σημειώματα της καινούριας αυτής τάσης αναφαίνεται ο υπαινιγμός για τον ίδιο το συγγραφέα, παρόλες τις αντίθετες προθέσεις. Εντούτοις και η παραδοσιακή κριτική είχε ως πρόσκομμα συχνά την ανάλωσή της υπέρμετρα σε θέματα της ζωής του κρινόμενου λογοτέχνη. Και «η ακροβασία της νέας κριτικής να βλέπει έργα στην απομόνωση» βέβαια έχει ως απόρροια να «μεταπηδάει στη μερικότητα και σε μια επίπλαστη αυτοτέλεια». Τελικά αναδεικνύεται ο στόχος της κριτικής που συνίσταται στην ανάλυση του λογοτεχνήματος όχι αποκλεισμένου από το συνολικό έργο του συγγραφέα «του οποίου το κρινόμενο αποτελεί συνέχεια», παράλληλα ο κριτικός, ανεξάρτητα από τις μεθόδους του, πρέπει να αντιμετωπίζει πολυπρισματικά, με ευρυμάθεια, αμεροληψία, χωρίς σκοπιμότητα το κρινόμενο κείμενο για χάρη του κοινού και της γραμματείας μας.

Πάντως πραγματικά οι καινούριοι δίοδοι, που ακολουθεί η κριτική, τείνουν να τη χαρακτηρίσουν «βιβλιοπαρουσίαση» (με την έννοια αυτή ελέγχεται, κοινοποιείται, καταξιώνεται η συγκεκριμένη έκδοση και τίποτα περαιτέρω). Θεωρούμε βέβαια ως πλεονέκτημα το ότι αναγνωρίζεται η αξία ειδικά των κειμένων, χωρίς αυτό να σημαίνει και την παραδοχή της αξίας των συγγραφέων (μάλιστα σήμερα είναι γνωστά τα πονήματα, κυρίως τα εμπορικά, όχι οι γράφοντες), αλλά αποτελεί μειονέκτημα η έλλειψη αναφοράς στο συνολικό έργο. Τούτο δημιουργεί ένα σκεπτικισμό για την ίδια την κριτική.

 

Με έναυσμα μια έρευνα στον ημερήσιο τύπο σχετικά με τη συνδρομή της κριτικής στην ανάταση του πνευματικού πολιτισμού, στην επίδραση στον αναγνώστη και στον έλεγχο του ίδιου του κριτικού, ο Α. Βασιλείου τείνει να αναλύσει τη λειτουργία του κριτικού έργου («Η κριτική στην «κριτική της κριτικής»). Παρατηρεί ότι η αποστολή της κριτικής είναι αφενός η γνωριμία του κοινού με το κείμενο, αφετέρου η καταξίωση του λογοτεχνήματος και του δημιουργού του. Η οπτική του κριτικού, όπως και του αναγνώστη, εξαρτάται από υποκειμενικούς (κουλτούρα, αισθητική, ευαισθησίες, ιδεολογία) κι αντικειμενικούς παράγοντες (μόρφωση, κοινωνική πραγματικότητα, πνευματική καλλιέργεια, εμπειρία). Το καλλιτέχνημα πάντα απευθύνεται στο κοινό, παρόμοια και η δουλειά του κριτικού, που θεωρείται λειτούργημα με την έννοια της προσφοράς στη γραμματεία ενός τόπου, αν μάλιστα κατορθώνει να απεγκλωβιστεί από «προσωπικούς επηρεασμούς, προσωπικές εκτιμήσεις και επιδράσεις». Απαιτείται ο κριτικός να αποσπάται από κάθε είδους πρόθεση, ώστε να μην υποπίπτει σε παρανοήσεις, στον υπέρμετρο ενθουσιασμό ή την αποδοκιμασία και επιπρόσθετα να ενεργεί απρόσκοπτα αδιαφορώντας για τις συμπάθειες ή τις αντιπάθειες που θα δημιουργήσει, οπότε χαρακτηρίζεται δημιουργός.

Στο θέμα τούτο, στο οποίο επιτακτικά επιστρέφει ο γράφων, μπορούμε να κάνουμε τη διάκριση μεταξύ κριτικής και μελέτης: η πρώτη έχει επικαιρικό χαρακτήρα (έτσι δικαιολογούμε και την αποκλειστική απασχόληση με μεμονωμένες εκδόσεις, ανεξάρτητες από πρόσωπα σήμερα), η δεύτερη αρμόζει να επεκτείνεται στο συνολικό έργο ενός λογοτέχνη (οπότε έχει στοιχεία της παραδοσιακής κριτικής). Το ερώτημα όμως είναι κατά πόσο στις μέρες μας ασχολούνται (σοβαρά) με την κριτική ειδικά οι λογοτέχνες, που, τουλάχιστο με βάση την εμπειρία του παρελθόντος, αποδεικνύονται πως διαθέτουν έμπνευση στην ορθή (με κριτήριο το χρόνο) αξιολόγηση. Και ας παραδεχτούμε ότι αυτό σήμερα ελάχιστα συμβαίνει, ενώ, όπου συμβαίνει, καιροφυλακτεί ο ερασιτεχνισμός. Αντίθετα ο κριτικός αναγκαστικά είναι περιορισμένος στη γραμμή που καθορίζουν οι εκδοτικοί οίκοι, ο τύπος, το εμπόριο του βιβλίου και (εκπληκτικό ομολογουμένως) στις εκτιμήσεις συγκεκριμένων, όμως μεμονωμένων κύκλων.

 

Απόσπασμα από το βιβλίο της Ελευθερίας Μπέλμπα, «Άσκηση πάνω στα δοκίμια του Αλέκου Βασιλείου», Δοκίμια,  Αθήνα, 2003

[1] Ο Αλέκος Βασιλείου (ψευδώνυμο του Βασίλη Ν. Αλεξίου) ασχολήθηκε με τον τομέα που, στη γραμματολογία μας, αποκαλούμε νεοελληνική κριτική. Έγραψε λοιπόν δοκίμια, ενώ κείμενα και κριτικές παρουσιάσεις έργων δημοσιοποιούσε σε διάφορα έντυπα και ειδικά σ’ αυτό που εξέδιδε, τις «Πνευματικές Σελίδες». Το δοκιμιακό έργο του Αλέκου Βασιλείου είναι ενδεικτικό των πάγιων απόψεων της νεοελληνικής κριτικής, που επικράτησε τουλάχιστον από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 και εξής χωρίς να γίνεται διαχωρισμός ανάμεσα στην αριστερή και δεξιά λογοτεχνική οπτική (ο συγγραφέας αποδίδει όσο το δυνατό αντικειμενικές απόψεις).

 

Ακολουθήστε μας

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 25 – 26 Ιανουαρίου 2025

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 25 – 26 Ιανουαρίου 2025

Real News https://youtu.be/Y1TtsIwJFKsΚαθημερινή Πρώτο Θέμα Το Βήμα της Κυριακής Δώστε μας το email σας και κάθε Παρασκευήθα έχετε στα εισερχόμενά σας τις προσφορές των εφημερίδων (Δεν στέλνουμε ανεπιθύμητη αλληλογραφία ενώ μπορείτε να...

Κριτική του εκπαιδευτικού συστήματος: για το βιβλίο ‘Το σχολείο φυλακή και η ελεύθερη μάθηση’, του Τζων Χολτ

Κριτική του εκπαιδευτικού συστήματος: για το βιβλίο ‘Το σχολείο φυλακή και η ελεύθερη μάθηση’, του Τζων Χολτ

  γράφει ο Μιχάλης Κατσιγιάννης   Κριτική του εκπαιδευτικού συστήματος: για το βιβλίο ‘Τ σχολείο φυλακή και η ελεύθερη μάθηση’, του Τζων Χολτ[1]   Εισαγωγή Ποιος είναι ο ρόλος και η στόχευση της εκπαίδευσης στην κοινωνία μας; Σε τι εξυπηρετεί η υποχρεωτική σχολική...

Η θέση και ο ρόλος της λογοτεχνίας στο πλαίσιο της προσχολικής εκπαίδευσης: σχόλια για μία τοξική σχέση

Η θέση και ο ρόλος της λογοτεχνίας στο πλαίσιο της προσχολικής εκπαίδευσης: σχόλια για μία τοξική σχέση

  γράφει ο Μιχάλης Κατσιγιάννης   Εισαγωγικές παρατηρήσεις Σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης παρατηρείται το ίδιο παιδαγωγικό μοτίβο – τόσο σε επίπεδο θεωρίας όσο και σε επίπεδο πράξης – ως προς την αντίληψη για την αισθητική καλλιέργεια και ευαισθητοποίηση και την...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Διαβάστε κι αυτά

Η θέση και ο ρόλος της λογοτεχνίας στο πλαίσιο της προσχολικής εκπαίδευσης: σχόλια για μία τοξική σχέση

Η θέση και ο ρόλος της λογοτεχνίας στο πλαίσιο της προσχολικής εκπαίδευσης: σχόλια για μία τοξική σχέση

  γράφει ο Μιχάλης Κατσιγιάννης   Εισαγωγικές παρατηρήσεις Σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης παρατηρείται το ίδιο παιδαγωγικό μοτίβο – τόσο σε επίπεδο θεωρίας όσο και σε επίπεδο πράξης – ως προς την αντίληψη για την αισθητική καλλιέργεια και ευαισθητοποίηση και την...

Πώς ‘κατασκευάζονται’ οι λαοί;

Πώς ‘κατασκευάζονται’ οι λαοί;

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Η απόσταση είναι ίσως το πιο χρήσιμο εργαλείο κάθε μελετητή τής Ιστορίας διότι η διαφορά τού χρόνου από το παρελθόν ενεργεί πάντοτε αφαιρετικά, σαν φίλτρο που διηθεί τής μελετούμενης περιόδου τις μικροσυγκυρίες, τα μικροσυμφέροντα και...

Για το «Ελσίνκι» του Θ. Γρηγοριάδη

Για το «Ελσίνκι» του Θ. Γρηγοριάδη

_ γράφει ο Ηρακλής Μίγδος - Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη το καινούργιο μυθιστόρημα του Θεόδωρου Γρηγοριάδη με τίτλο «Ελσίνκι». Ένα μυθιστόρημα που δε ξεπερνά της 230 σελίδες και που ο τίτλος και το εξώφυλλο δε προϊδεάζουν τον αναγνώστη. Ο κύριος...

3 σχόλια

3 Σχόλια

  1. Βαγγέλης Θερμογιάννης

    Μας έχετε συνηθίσει στην εξαιρετική γραφή σας κυρία Μπέλμπα!

    Απάντηση
  2. Ανώνυμος

    ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙ ΠΟΛΥ Ο ΤΡΟΠΟΣ ΣΚΕΨΗΣ ΣΑΣ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ Ο ΤΡΟΠΟΣ
    ΓΡΑΦΗΣ ΣΑΣ.ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΠ.ΧΙΟΝΗΣ..

    Απάντηση
  3. vaiosfasoulas

    Από τον ποιητικό «κήπο» της Ελευθερίας Μπέλμπα
    «ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ» (πεζολογικά ποιήματα)
    Σχολιάζει ο Πολίτης Βάιος Φασούλας

    Δε θα καταπιαστώ με το βιογραφικό της Ελευθερίας Μπέλμπα, τον πλούτο του ποιητικού έργου της, τις διακρίσεις και βραβεύσεις που έχει αποκομίσει για την ποίησή της· βέβαιο είναι πως η ποίηση τής Ε. Μπέλμπα είναι κάτι άλλο.
    Για την Ε. Μπέλμπα, εκπαιδευτικός, που ζει και εργάζεται στην Έδεσα, θα αναφερθώ γενικά καταθέτοντας ταπεινά τις απόψεις μου.
    Απ’ όσα έργα της έχω μέχρι τώρα διαβάσει, μου δίνεται η αίσθηση ότι η ρηξικέλευθη μεθοδικότητά της δημιουργεί μια δυναμική έλξη τόσο για την ίδια όσο και για τον αναγνώστη, που σε παρασύρει και σε οδηγεί μακριά και πέρα από τα γνωστά ποιητικά «λιβάδια». Από κει, λοιπόν, τους «μαχαλάδες» των ποιητών, αφουγκράζεται, ανασκουμπώνεται, παρακαλεί και παροτρύνει, προσκαλεί και προκαλεί, «εγερθείτε» φωνάζει και τέλος αφήνει το μάταιο, αυτό που δημιουργεί την… αυτάρκεια, τον εφησυχασμό, την ανάπαυση δηλαδή πάνω στις «δάφνες».
    Γιομάτη αποφασιστικότητα και θάρρος «ορμά» στους διπλανούς και δια-φορετικούς «μαχαλάδες» εκεί που γίνεται το σίδερο ατσάλι, εκεί που δε συναντάς το ομαλό και ήρεμο, την αυγή και το δείλι, αλλά το άγριο και το ανώμαλο, το ζοφερό και το σκοτάδι. Αυτό είναι το κάτι άλλο που δίνει η Ελευθερία Μπέλμπα στην ποίησή της.
    Πρόσφατα είχα τη μέγιστη χαρά και την τιμή να μου στείλει ένα από τα έργα της, «ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ» (πεζολογικά ποιήματα), το οποίο διάβασα με χαρά, σίγουρος ότι θα αποκομίσω την ικανοποίηση. Βέβαια, η ποιήτρια είναι και κριτικός και δεν είμαι ο κατάλληλος να κρίνω το έργο της. Θα τολμήσω όμως, διότι η ποίησή της, εκτός του ότι γοητεύει και σε ταξιδεύει σε «νέους» κόσμους, «προκαλεί», αναστατώνει και διεγείρει την τρίχα του κορμιού, αλλάζοντας κατευθύνσεις.
    Στην ποιητική σύνθεσή της, «ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ» (πεζολογικά ποιήματα), με το «δίχρωμο» μελάνι της καταγράφει τον Πολίτη και το Κράτος δίνοντας αυτό καθαυτό το στίγμα της κοινωνικοπολιτικής χροιάς. Και είναι άξια κάθε επαίνου, όχι μόνο για την καταστρατήγηση της δομής και του χτισίματος του έργου (κι εδώ επιτρέψτε μου να επισημάνω και το «πάντρεμα» της ποίησης με τον πεζό λόγο ή μάλλον καλύτερα τον Πολιτικό με τον Ποιητικό Λόγο, που, αν μη τι άλλο, σχηματίζουν την κύρια έκφραση της μοντέρνας ποίησή της), αλλά γιατί αντιμετωπίζει με ενδιαφέρον και ακράτητο πάθος τα συμπαρομαρτούντα για τα οποία όλοι μας έχουμε ευθύνες, ασφαλώς και ο κόσμος των γραμμάτων και των τεχνών στον οποίο και η ίδια ανήκει. Λοιπόν επέλεξα ένα απόσπασμα του οποίου τον σχολιασμό αφήνω σε εσάς. Γράφει λοιπόν η ποιήτρια:
    «Σχετικά με την αποστασιοποίηση των διανοουμένων καλύτερα να μην κάνουμε περαιτέρω ανάλυση, επειδή θα μιλήσουμε για «άσχημα» πράγματα που θα καταλήξουν γενικευμένα συμπεράσματα ικανά να επηρεάσουν οδηγώντας σε συμπεράσματα εσφαλμένα. Η πολιτικοποίηση είναι τρόπος σκέψης και μια συμπεριφορά που φανερώνεται ιδιαίτερα στις αρχές αυτού του αιώνα ως αναμενόμενη συνθήκη μετά από διάχυτη, γενική ανεκτικότητα. Κυρίως είναι εύλογη σήμερα η στάση αυτή, επειδή κυριάρχησε το πιστεύω ότι η πολιτική «μετριοπάθεια» είναι ένδειξη νεοφιλελευθερισμού και καλλιέργειας, κουλτούρας ας το πούμε».
    Ενταγμένη στη μειοψηφούσα, δυστυχώς, γενιά των ανήσυχων πνευματικών ανθρώπων, δίνει τη μάχη της με τον δικό της, σύγχρονο τρόπο γραφής, σκέψης και δομής, απαιτητικό από κάθε άποψη αλλά γοητευτικό και συνάμα συναρπαστικό, όταν ο αναγνώστης μελετήσει το έργο της.
    Κατά την ταπεινή μου άποψη, ο δημιουργός του λόγου (ποίηση-πεζός λόγος) οφείλει να συμπεριλαμβάνει στα έργα του και το «αλάτι». Τον «πολιτικό-κοινωνικό λόγο» και ο τρέχων αιώνας προσφέρεται. Βέβαια δεν είναι η μοναδική η εν λόγω ποιήτρια, αλλά, δυστυχώς, είναι μια φωνή από τις σπάνιες.
    Η ανοικτιρμοσύνη που επικρατεί στον Πλανήτη μας, η αδολεσχία και οι ομάδες των δοκησίσοφων, ο εκφαυλισμός και ο μερκαντιλισμός είναι λίγα από τα κύρια χαρακτηριστικά της εποχής μας, τα οποία ανθολογεί σ’ ένα μπουκέτο δεμένα με μια κορδελίτσα που γράφει: «Πολιτική Θεωρία».
    Η εν μέρει «αντικατάσταση» της ποιητικής μελωδίας από τον ρου των κοινωνικοπολιτικών δρωμένων σε ένα απαράμιλλο και ανυπέρβλητο «σφυροκόπημα» έναντι του αμοραλισμού και του ανάλγητου, της δήωσης, του εξανδραποδισμού και βεβαίως του «βερμπαλισμού», ο οποίος στους «πολιτικούς» λόγους έχει την πρώτη θέση, είναι χαρακτηριστικό προτέρημα της Ελευθερίας Μπέλμπα. Εν κατακλείδι ένα ακόμα απόσπασμα της ποιήτριας:
    «Η οικονομική πολιτική των κρατών μπορεί να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις της λεγόμενης κοινωνικής πρόνοιας, μόνο αν φροντίσει για τα συμφέροντα των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων. Αυτό δεν επιτυγχάνεται, όταν ικανοποιούνται οι σκοπιμότητες κάθε ισχυρής χώρας στα πλαίσια των διεθνών συνασπισμών τους. Έτσι μπορούν να αποτύχουν και αυτοί οι συνασπισμοί, να διασπαστούν καταντώντας απραγματοποίητο όνειρο εξαιτίας της ενδεχόμενης αντίδρασης των αδύναμων εθνών που δεν επιβιώνουν και διακρίνονται για το οικονομικό έλλειμμα, την αύξηση του πληθωρισμού…»
    Αυτά καταγράφει η Ελευθερία Μπέλμπα στο ποίημά της, «ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ» (πεζολογικά ποιήματα) κι αυτό είναι μια άλλη γοητεία και διάσταση που δίνει η τέχνη του λόγου της.

    Φασούλας Βάιος
    Τρίκαλα, Φλεβάρης 2007
    (Η Ε. Μπέλμπα είναι μέλος του ΔΣ της ΕΕΛΣΠΗ).

    Απάντηση

Υποβολή σχολίου