Ο Μάντακας, πρώην βιομήχανος πιλοποιός, διασκέδαζε την γεροντική του ανία λιθοβολώντας αδέσποτες γάτες και θηλυκά μη έχοντα στον ήλιο μοίρα. Τα καμώματά του στη γειτονιά μέσες άκρες γνωστά. Κι ως εκ τούτου, με το που έσκασε η βόμβα, έσπευσαν την ώρα της δίκης ν’ ακούσουν το πώς και το γιατί το πράγμα έφτασε ως εκεί. Κι η στρουμπουλή, με το ξανθό καρέ μαλλί στο εδώλιο της κατηγορουμένης προσπαθούσε ν’ αναπαραστήσει το ζοφερό του βίου της στο πλάι του αφεντικού της.

«Τριάντα δύο σκαλοπάτια, κύριε πρόεδρε, ούτ’ ένα λιγότερο. Τριάντα δύο μ’ έβαζε ν’ ανεβοκατ’βαίνω τρεις και τέσσερις φορές τ’ν ημέρα. Κι αυτός καθσ’μένος με τη ρόμπ ντι σαμπρ στο μπαλκόν’ απολάμβανε το θέαμα. Κάθε απόγεμα φουρτωμέν’ μια λαστ’χένια τσάντα γεμάτ’ κοτρώνες ανέβαινα τον Γολγοθά μ’. Για μένα μάλιστα, κύριε πρόεδρε, σωστός Γολγοθάς, ψυχ’κός κυρίως, ήταν το μακελειό. ‘‘Άσε, χρ’στιανέ μ’, τ’ς γατούλες ήσ’χες!’’ τον παρακάλαγα, ‘‘Έχ’νε και τα ζώα ψ’χή. Δεν τα λ’πάσαι;’’ Όμως ικειός το χαβά τ’.

»Τι να ’κανα κι γώ η έρ’μη! Να ’φευγα; Να πάαινα πού! Πεντάρφαν’ στ’ς πέντε δρόμ’ς. Και οι δυο γονιοί μ’ πεθαμέν’, η μάνα μ’ σντ’ Κατοχή απ’ ντ’ πείνα κι ο πατέρας μ’ και τ’ αδέρφια μ’ στον Εμφύλιο. Όσο για τ’ς συγγ’νείς, μην τα ρωτάτε! Απ’ τον ένα στον άλλο στύφτ’κα σαν το λεμόν’ για ένα ξεροκόμματο», είπε με την απόγνωση ζωγραφισμένη στα μάτια κι ανοίγοντας τα χέρια, σαν να ’θελε να πετάξει. Να πήγαινε όμως πού!

»Έτσ’ κι εγώ απ’ το να ’βγαινα στο κλαρί, προτίμ’σα ένα τίμιο μερουκάματο. Και μπήκα υπηρέτρια στου σπίτ’ τ’ παλιόγερ’, π’ ούτε τα παιδιά τ’ ούτε τ’ αγγόνια τ’ τουν άντεχαν. Έρχονταν μοναχά να τον αρμέξ’νε κι όπ’ φύγ’ φύγ’, κύριε πρόεδρε. Σάμπως έμπαινε κι άλλος κανένας στο σπίτι τ’. Η τσιγγουνιά τ’ δεν είχε όρια. Τώρα πώς τον κατάφερναν και τ’ τα μάσαγαν οι δ’κοί τ’, ανεξήγ’το!

»Τέλος πάντων. Είχα, που λέτε, ένα μ’κρό μηνιάτ’κο και τ’ν ελπίδα, πως άμα του ’κανα και τα «χατίρια»», είπε χαμηλώνοντας τη φωνή της και κοιτάζοντας με ύφος ένοχο τον πρόεδρο, «το σπιτάκ’ στ’ν αυλή θα γ’νόταν δ’κό μ’, όπως μου υπόσχονταν’».

Το σπίτι της υπηρεσίας, που χτιζόταν ως προέκταση του πλουσιόσπιτου σε ένα μέρος του οικοπέδου του, με την αλλαγή των συνθηκών της μετακατοχικής περιόδου αποτελούσε ένα επιπλέον πρόσοδο εκ του ενοικίου για τον φιλάργυρο ιδιοκτήτη του. Κι επιπλέον ήταν και το δέλεαρ για τ’ «αδέσποτα» που ξέπεφταν στην υπηρεσία του.

«Τελ’κά, όπως αντιλαμβάνεστε, δε γλύτωσα το κλαρί. Θα ’χαμε όμως με τον Θωμά μ’ μια στέγ’ ν’ απαγκιάσ’με, σαν παντρευόμασταν. Όμως άλλαι αι βουλαί Του Κυρίου».

Η καθαρεύουσα σκόρπισε χαμόγελα στους δικαστές. Ωστόσο η υπηρέτρια παραδομένη στον ειρμό της αφηγήσεώς της συνέχισε:

»Όλα τ’ άντεξα, κύριε πρόεδρε, όλα! Δε φανταζόμ’να όμως πως το μακελειό με τ’ς γατούλες θα μου ’φερνε τα πάν’ κάτ’. Ήταν υπεράνω των δυνάμεών μ’. Ούτε και ξέρω πώς έφτασα στο έγκλημα.

»Εκείνο το γιόμα το ’χε παρακάν’, λες και πήγαινε γυρεύοντας να ξεκάν’ και μένα μαζί τ’ς. Μια τ’ν άφ’κε στον τόπο, μιαν άλλ’ ανάπηρ’….».

«Σαν να μη μας τα λες καλά, κατηγορουμένη», τη διέκοψε ο πρόεδρος. «Πώς γίνεται να πετροβολιέται και να σκοτώνεται η μια και να μένουν ή να μαζεύονται οι άλλες στον τόπο του εγκλήματος;»

«Ένια σας, κύριε πρόεδρε. Είχε λάβ’ τα μέτρα τ’ και γι’ αυτό. Κάθε τόσο έβγαζε απ’ ντ’ τσέπη τ’ μια σαρδέλα και τ’ς τ’νε πέταγε. Κι έτσ’ ξανάρχονταν τα κακόμ’ρα. Ψαροσακούλα τ’ν είχε κάνει ντ’ τζέπη τ’», εξήγησε η κατηγορουμένη και συνέχισε:

«Κειο δεν έβλεπες και καμιά σώα κι άβλαφτ’  στ’ γειτονιά. Στραβές και κ’τσές σεργιάναγαν στα σοκάκια και στ’ς αυλές οι περ’σσότερες», είπε και στράφηκε προς το ακροατήριο επιζητώντας την επιβεβαίωση των ισχυρισμών της. Μάταια όμως αφού ο λόγος της εκεί παρουσίας των γειτόνων δεν ήταν άλλος από το «πώς και το «γιατί το πράγμα έφτασε ως εκεί». Το «πώς», γνωστό μέσω του τύπου, έδωσε και πήρε. Ανυπομονούσαν όμως να το απολαύσουν εκφωνούμενο και διά στόματος της ιδίας της δράστιδος. Και το θύμα έβαλε τα δυνατά του μπας και αποδεικνυόταν κατώτερο των προσδοκιών τους:

»Πόλεμος σας λέω! Πόλεμος! Θόλωσε το μυαλό μ’. Η καρδιά μ’ ξεχείλ’σε από μίσος. Ήθελα να τον εκδικ’θώ για τ’ άμοιρα τα ζωντανά. Βούιζαν τ’ αυτιά μ’ απ’ τα νιαουρίσματα. Δεν άντεξα. Έπεσε να κοιμ’θεί κι όπως με φώναξε για τα «συνηθ’σμένα», πήγα κοντά τ’ με το τραπεζομάχαιρο πίσω απ’ ντ’ πλάτη μ’. Και ντ’ κατάλληλ’ στιγμή του ’κοψα τ’ αχαμνά τ’», είπε, οπότε η αίθουσα σείστηκε απ’ τα χαχανητά, με τους δικαστές να προσπαθούν μάταια ν’ αυτοκυριαρχηθούν και τον πρόεδρο πιο ψύχραιμο να προσπαθεί χτυπώντας με το σφυράκι την έδρα να επιβάλει την τάξη.

Η γυναίκα έστεκε τώρα μπρος του αμήχανη κι εκείνος, αφού κατάφερε να ηρεμήσει το πλήθος αποβάλλοντας απ’ την αίθουσα τους ασυμμόρφωτους στράφηκε προς το μέρος της:

«Συνέχισε», της είπε με σοβαρότητα και μια έκφραση συμπάθειας στον τόνο της φωνής του. Κι η κατηγορουμένη, σαν ν’ απευθυνόταν σε δικό της άνθρωπο, ξανάρχισε με αναπτερωμένο το ηθικό:

»Δε φαντάζεστε, κύριε πρόεδρε, τι ανακούφισ’ αισθάνθ’κα! Λευτρώθ’κα απ’ το βάρος που ’χα μέσα μ’ όλα τα χρόνια που ’μνισκα στο σπίτι τ’. Μέχρι τότες, για να μπορώ να ησ’χάζω κάπως απ’ τ’ς τύψεις π’ δε μ’ άφ’ναν να κοιμ’θώ, πάαινα κρυφά και τ’ς έθαβα. Ολόκλ’ρο νεκροταφείο είχα κάν’ σ’ ένα απόμακρο μέρος τ’ς αυλής. Τ’ς Κυριακές σαν ανταμώναμαν στου Ζάππειο με τον Θωμά, του ’λεγα το βάσανό μ’ κι αυτός με συμβούλευε να κάνω υπομονή. Ως πόσο, όμως; Κι η υπομονή έχ’ τα όριά τ’ς!»

Ο πρόεδρος από περιέργεια τη ρώτησε αν είχε μετανιώσει, αφού μαζί με τις γάτες έθαψε και τα όνειρά της.

«Ούτε λεπτό, γιατί ακόμη και μες στ’ φυλακή θα μπορώ να κ’μάμαι ήσυχ’ τα βράδια, χωρίς το βουητό απ’ τ’ς κραυγές των ζώων. Ξικ’ και το σπίτ’. Στα κουμμάτια να πάει ο παλιόγερος».

Το δικαστήριο λαβόν υπόψη τα υπέρ, με κυρίαρχο την ευαισθησία της κατηγορούμενης έστω και την τελευταία στιγμή να καλέσει το πρώτων βοηθειών, επέβαλε στο θύμα κάθειρξη τριών ετών άνευ αναστολής.

«Λύεται η συνεδρίαση», είπε ο πρόεδρος και το ακροατήριο, γυρίζοντας την πλάτη του στην γειτόνισσά του απεχώρησε από την αίθουσα. Κανείς απ’ τους γειτόνους δεν την πλησίασε, να της ψιθυρίσει δυο λόγια παρηγορητικά. Αντιθέτως αφού απόλαυσαν ένα απ’ τα δράματα τα δωρεάν προσφερόμενα δίκην θεάτρου, απεχώρησαν ο καθείς για τ’ αναγκαία και καθημερινά. Ορισμένοι αποσύρθηκαν σε κάποιο ήσυχο καφενεδάκι να σχολιάσουν την υπόθεση του έργου. Στην κατηγορούμενη έσπευσαν δύο χωροφύλακες κι αφού της φορέσουν τις χειροπέδες την συνόδευσαν εκτός της αίθουσας όπου πριν λίγο είχε πέσει η αυλαία, για ν’ ανοίξει χαοτική η άλλη  εκτός δικαστηρίου.

Κανείς απ’ τους συγγενείς του Μάντακα δεν παραβρέθηκε στη δίκη. Όσο για την κατηγορούμενη πλην του Θωμά δεν είχε και κανέναν άλλο να της συμπαρασταθεί. Με την έκταση όμως που πήραν τα γεγονότα δεν περίμενε να τον βρει μπροστά της. Ωστόσο στην έξοδο μαζί με την κλούβα που θα την μετέφερε στη φυλακή των Βούρλων την περίμενε κι εκείνος. Και μη έχοντας μάτια να τον αντικρύσει με κατεβασμένο το κεφάλι της καθώς τον προσπερνούσε τον άκουσε να της ψιθυρίζει:

«Εγώ είμ’ εδώ. Μη φοβάσαι». Να λοιπόν και κάποιος που τη νοιαζόταν. Και όχι όποιος όποιος! Μεγάλο όνομα ο Θωμάς στην πιάτσα των νταβαντζήδων. Ήταν ποτέ δυνατόν να ’φηνε τ’ αδέσποτό του στην τύχη του; Τα μεροκάματα της δύστυχης με τον ένα και τον άλλο τρόπο τής τα ροκάνιζε ως υποψήφιος γαμπρός και μέλλων σύζυγος. Και τώρα; Τ’ είναι δυο δρασκελιές η Τρούμπα απ’ τα Βούρλα. Σιγά την απόσταση!  Την περίμενε πώς και πώς!

_

γράφει η Χαρά Παπαβασιλείου

Ακολουθήστε μας

Επιστροφή στο χωριό

Επιστροφή στο χωριό

Ήθελε πολύ να κλάψει, να ξεσπάσει. Μα όσο κι αν προσπάθησε να βγάλει από μέσα του αυτό που του άδραχνε σφιχτά την καρδιά και του έκοβε την ανάσα, δεν το κατάφερνε. Τα κόκκινα από την αγρύπνια μάτια του παράμεναν στεγνά, σαν τα χωράφια που τα είχε ζεματίσει η αναβροχιά...

Άφιλτρο τσιγάρο

Άφιλτρο τσιγάρο

ΑΦΙΛΤΡΟ ΤΣΙΓΑΡΟ Κοίτα..  Έλεγα και σου έδειχνα την απλωμένη πόλη προς τα κάτω. Βράδυ στο ‘μπαλκόνι’ της Σαλονίκης. Εγώ δεν την έλεγα ποτέ Σαλονίκη!.  Εσύ μου το κόλλησες. Πάντα Θεσσαλονίκη την έλεγα.  Ολόκληρη.  Γιατί της άξιζε και με το παραπάνω. Κούκλα σαν και σένα....

Ακολουθήστε μας στο Google News

Διαβάστε κι αυτά

Άφιλτρο τσιγάρο

Άφιλτρο τσιγάρο

ΑΦΙΛΤΡΟ ΤΣΙΓΑΡΟ Κοίτα..  Έλεγα και σου έδειχνα την απλωμένη πόλη προς τα κάτω. Βράδυ στο ‘μπαλκόνι’ της Σαλονίκης. Εγώ δεν την έλεγα ποτέ Σαλονίκη!.  Εσύ μου το κόλλησες. Πάντα Θεσσαλονίκη την έλεγα.  Ολόκληρη.  Γιατί της άξιζε και με το παραπάνω. Κούκλα σαν και σένα....

Αντρικό κούρεμα

Αντρικό κούρεμα

Τα καλοκαίρια γυρίζαμε έξω. Οι μανάδες στο σπίτι οι πατεράδες στη δουλειά εμείς στις αλάνες. Οι αλάνες - δρόμοι, ήταν σαν τις γελοιογραφίες του Mordillo. Αν σου έφευγε η μπάλα στην κατηφόρα, είχες δυο επιλογές. Η μια ν’ αρχίσεις το τρέξιμο ώστε τα δεδομένα του...

Routine

Routine

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Ήταν ίσως η μόνη γυναίκα στον κόσμο που ξέβαφε τα χείλια της! Έμοιαζε με εξώφυλλο ακριβού περιοδικού πολυτελείας που κανείς δεν μπορούσε να (εξ)αγοράσει. Είχε φίλους. Πολλούς και λίγους. Οι πολλοί της φίλοι, σαν τα πουκάμισα τα αδειανά...

4 σχόλια

4 Σχόλια

  1. ΑΜΕΝΤΑ ΜΑΡΙΑ

    Αριστουργηματική αφήγηση, παραστατικότητα, περίτεχνη διαχείριση ενός τόσο ευαίσθητου θέματος. Εξαιρετική η σύνδεση της μοίρας των αδέσποτων με αυτήν ορισμένων ανθρώπων. Συγχαρητήρια!!

    Απάντηση
  2. Βάσω Αποστολοπούλου

    Αδέσποτα ζώα, αδέσποτες ψυχές…κι όλα πετροβολούνται… όλα θεωρούνται πλάσματα κατωτερο Θεού – ενός Θεού ωστόσο που θα ρίξει φωτιά να κάψει τα άνομα χέρια που αδράχνουν την πέτρα…
    Εξαιρετικά παραστατικό κι ευαίσθητο, φίλη μου Χαρά, μπράβο σου!

    Απάντηση
  3. ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΠΛΟΚΑΜΑΚΗ

    Μόνο ΑΔΕΣΠΟΤΗ δεν μπορεί να χαρακτηριστεί η συγκροτημένη γραφή σου και αναφορά σου σ’ ένα κοινωνικό θέμα που τριγυρνάει σαν αδέσποτο εξ αιτίας της αδιαφορίας μας!!!!!!!!!!!!
    ΜΠΡΑΒΟ!!!!!!!!!!!!!

    Απάντηση
  4. Kefalas Alexander

    Αριστοτεχνική αφήγηση και ενδιαφέρουσα θεματική! Πολλά συγχαρητήρια στην πάλαι ποτέ φιλόλογό μου, που μας εμφύσησε την αγάπη για την λογοτεχνία στα γυμνασιακά θρανία, και νυν εξαίρετο πεζογράφο και συνάδελφο.

    Απάντηση

Υποβολή σχολίου