Πριν μόλις λίγα χρόνια μία Άδεια Ταξί απαιτούσε για την απόκτησή της εκτός ενός σοβαρότατου χρηματικού ποσού να έχεις και έναν “μπάρμπα” όχι στην Κορώνη μα μέσα εκεί στο αρμόδιο Υπουργείο να σου προωθήσει το αίτημά σου αυτό. Ήταν τόσο κλειστό το επάγγελμα που άνοιγε μια μικρή χαραμάδα για σένα, μόνο με τις ανωτέρω προϋποθέσεις. Παραδάκι και ρουσφετάκι δυνατό.
Ο κατέχων δε ένα τέτοιο όχημα και μια τέτοια άδεια, θεωρείτο ένας εύπορος επαγγελματίας αυτοκινητιστής, ο οποίος όχι σπάνια, διέθετε περισσότερες της μιας τοιούτων αδειών και το πορτοφόλι του πάντοτε παχυλό για το οποίο φρόντιζαν οι άνθρωποι που είχε στη δούλεψή του οι ταξιτζήδες, που και αυτών ο μισθός δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητος.
Πάντρευες ας πούμε τη θυγατέρα σου επί εποχής που ο άγραφος θεσμός της προίκας τελούσε σε ισχύ και έλεγες: “Σου δίνω γαμπρέ το κορίτσι μου με τα προικιά του, τα κεντήματά του, τις φλοκάτες του και τα πετσετικά του και καπάκι μισή άδεια ταξί. Τι λες είναι καλά;’’ Και ο γαμπρός, αν δεν ήταν της σχολής του λεγόμενου “προικοθήρα” έμενε σχετικά ικανοποιημένος.
Όλα αυτά πριν μόλις λίγα χρόνια.
Μα τώρα με την σχεδόν απελευθέρωση του επαγγέλματος, ένας ταξιτζής είτε ιδιοκτήτης είτε με μισθωμένο όχημα δεν είναι παρά ένα μικρός μεροκαματιάρης που περιμένει με τις ώρες στο ποτάμι το κίτρινο της πιάτσας τη σειρά του για τον πελάτη επιβάτη του. Και να πεις ότι έτσι και έρθει η σειρά του πάει και έβγαλε ένα καλό μέρος του μεροκάματου; Αμ δε. Μέχρι το παρακάτω στενό θα πάει τη γριά που του κτυπάει το τζάμι να την πάει στο ΙΚΑ της γειτονιάς. Που σημαίνει, με το σήκωμα της σημαίας τριάμισι ευρώ όλα κι όλα. Και μετά θα στηθεί πάλι στην κίτρινη ουρά να περιμένει ξανά. Αν καθ’ οδόν προς την πιάτσα συναντήσει πελάτη στον οποίο ακόμη και με το φως της ημέρας αναβοσβήνει τα φώτα του εν είδει ικετευτικού καλέσματος ένα πράγμα και του κάτσει, ε, θεωρεί τον εαυτό του τυχερό. Κατάντια κατάντια μα την αλήθεια. Το ταξί πια από είδος εν ανεπαρκεία που ήταν κάποτε, είναι το ίδιο επαρκές με το λεωφορείο μη σου πω και πιο επαρκές από αυτό ακόμη. Υπάρχει πια πιάτσα που να μην καταλαμβάνει όλη την άκρη του δρόμου; Όχι δεν υπάρχει. Με ένα κατοστάρι χιλιάδες ευρώ (μπορεί και καθόλου πια δεν ξέρω), η άδεια είναι στην τσέπη σου και εν μια νυκτί γίνεται το όνειρο του παρελθόντος σου πραγματικότητα. “Αυτοκινητιστής”. Έχεις πουλήσει γι’ αυτό το χωραφάκι που είχες στο χωριό, μαζί και το αμπελάκι σου. Με τη διαφορά ότι εκεί που το χωραφάκι και το αμπελάκι σού εξασφάλιζαν κουτσά στραβά το ψωμάκι και το κρασάκι σου τώρα σου βγαίνει το λάδι για να φας ένα φαγάκι όντας αυτοκινητιστής (αν δεν είναι υπερβολικός ένας φίλος ταξιτζής που μου έλεγε τις προάλλες το πικρό του παράπονο).
Βρε πώς άλλαξαν οι καιροί. Και να πεις ότι το μετάνιωσε; Όχι, δεν το μετάνιωσε λέει και ονειρεύεται καλύτερες ημέρες όπως και όλοι μας. Και εν τω μεταξύ για να μη ξεχνιόμαστε κατεβαίνει και σε μια απεργία, φωνάζει με πάθος, ωρύεται, μα ποιον να απειλήσει μου λες; Παρά μόνον τη γριά που δεν θα έχει ποιον να την πάει μέχρι το ΙΚΑ. Και ναι, αυτήν την κάνει θανάσιμο εχθρό του όπως και τα τέκνα της που είναι τώρα αναγκασμένα να την τρέχουν εκείνα στο ΙΚΑ γιατί για να πάει με τα πόδια πια είναι αδύνατον.
Αυτά σκεπτόταν ο κυρ Μάνθος καπνίζοντας αρειμανίως το ένα τσιγάρο πάνω στ’ άλλο περιμένοντας τη σειρά του στην ουρά. Κόντευε δύο η ώρα και σεφτέ ακόμη δεν είχε κάνει γιατί για να θεωρηθεί “σεφτές” το τρίφραγκο μιας κοντινής διαδρομής δεν το λες. Άσε που είχε λουστεί την απερίγραπτη γκρίνια του πελάτη που “ενώ ο γιατρός του είχε απαγορεύσει και την μυρουδιά καπνού ήταν τώρα αναγκασμένος να εισπνέει την τσιγαρίλα που του επέβαλε ο ασυνείδητος οδηγός” και μπουρ μπουρ και ξανά μανά μπουρ μπουρ. Και ο ταξιτζής που γνωρίζει καλά τον γέροντα γκρινιάρη γνωρίζει επίσης ότι στο σπίτι αντέχει και παραντέχει τη μυρωδιά και τον καπνό του τσιμπουκιού του ναυτικού γαμπρού του με κλειστά παράθυρα. Αλλά όχι, ο καπνός εκείνος αν μη τι άλλο μυρίζει και ωραία και πώς να εναντιωθείς; Μα και άσχημα να μύριζε θα διαμαρτυρόσουν αγαπητέ επιβάτη; Αλλά ο ταξιτζής βλέπεις δεν είναι γαμπρός σου. Είναι ένας άνθρωπος του χεριού σου που με 3.50 ευρώ τον κατσαδιάζεις και βγάζεις πάνω του τ’ απωθημένα σου που σε βαραίνουν.
Στις κακές του σήμερα και με το δίκιο του ο κυρ Μάνθος. Και έτσι, προφασιζόμενος ένα οικογενειακό του πρόβλημα, φεύγει από τη βαρετή πιάτσα. Αισθάνεται την ανάγκη να εισπνεύσει “ελεύθερο” αέρα, γιατί για να τον πει καθαρό δεν παίζει με το τσιγάρο κολλημένο στο στόμα του, χωρίς ν’ ακούει για λίγο έστω, τη διαμαρτυρία κανενός.
Έπιασε και ένα ψιλόβροχο και κατά πώς τον κόβει τον καιρό σε λίγο θα ρίχνει cats and dogs όπως λέει η αγγλομαθής κορούλα του.
Από μακριά διακρίνει μιαν ομπρέλα να του κάνει σινιάλο κλήσης αντί του προτεταμένου χεριού ως είθισται. Μια ομπρέλα όσο να’ ναι πιο ορατή από κάποια απόσταση με την ομίχλη που κι αυτή έκανε την ατμόσφαιρα πιο πυκνή.
«Δόξα σοι ο Θεός», μουρμουρίζει μεγαλόφωνα, «το πιάτο μας το φαγητό θα το φάμε και σήμερα.»
«Για πού κύριος;»
«Πες πρώτα μια καλημέρα άνθρωπέ μου και άστην κι ας πέσει χάμω. Μη μου το χαλάς πάνω που έλεγα ότι από ευγένεια σκίζετε τον τελευταίο καιρό με τα νέα ήθη και έθιμα που ενέσκηψαν στον κλάδο σας.»
«Δίκιο έχεις κύριε. Βλέπεις βιάστηκα να δω αν το φαγητό που σκεπτόμουνα πριν εσύ μπεις στο μαγαζί μου, θα είναι αρκετό ή λίγο και…»
«Για τι φαγητό μιλάς βρε άνθρωπε; Ανέφερα εγώ τίποτα για μάσες και δεν το θυμάμαι;»
«Καλά άστο. Στον εαυτό μου μιλούσα με ανοικτή ακρόαση. Λοιπόν, για πού με το καλό;»
«Ανάβυσσο αν δεν έχεις αντίρρηση».
«Ωραία, Το φαγητό ικανοποιητικό. Και μη με ρωτήσεις ποιο φαγητό. Μόνος μου μιλώ.»
«Καλά, όταν είναι να απευθυνθείς σε μένα ξεκαθάρισέ το μου για να γίνει ένας πιο νορμάλ διάλογος, γιατί τούτον εδώ δεν ξέρω πώς να τον χαρακτηρίσω.»
Εν τω μεταξύ, τα cats and dogs που λέγαμε να έχουν γίνει “καρεκλοπόδαρα” ελληνιστί, οι δρόμοι να έχουν μετατραπεί σε ποτάμια και από τη μια η βροχή και από την άλλη η ομίχλη, να έχουν ελαττώσει την ορατότητα στο ένα μέτρο και πολύ λέω.
«Κύριος μήπως θα έπρεπε να σταματήσουμε για πολύ λίγο να αφήσουμε να περάσει το μπουρίνι μη και σκοτωθούμε, τι λες;»
«Λέω να κόψεις τη φλυαρία και να οδηγείς προσεκτικά, άντε γιατί βιάζομαι.»
«Και δεν μου λες αφεντικό, αν πάθουμε κανέναν κάζο ποιος θα πληρώσει τη νύφη;»
«Μη νοιάζεσαι φίλε. Πήγαινε εσύ κι εγώ είμαι εδώ.»
«Α, εντάξει τότε. Οι γιατροί όλοι φίλοι μας ε; Ντάξει. Για πεθαμενατζήδες και νεκροταφεία δεν ρωτώ θα μεριμνήσει η ασφάλειά μου μπρ μπρ μπρ…»
Έτσι μόνοι αυτοί με την καταιγίδα στο οδόστρωμα και την άκρα σιωπή μέσα στο όχημα πορεύονταν. Ήταν που ήταν επικίνδυνη η οδήγηση με το ακραίο καιρικό φαινόμενο, μην αφαιρεθούν κιόλας με μια κουβέντα έστω και αν ήταν πολιτισμένη και δώσουν ανέλπιστη πελατεία στους πεθαμενατζήδες που λέγαμε…
Με τα πολλά φθάνουν στην Ανάβυσσο. Μόλις ο κυρ Μάνθος σταματά, βγάζει από το ντουλαπάκι δίπλα του μια τεράστια διαφανή νάυλον σακούλα από αυτές που βάζουμε τα κοστούμια και την δίνει στον επιβάτη λέγοντας:
«Φόρεσέ την κύριος. Γλύτωσες από το τρακάρισμα που δεν έγινε, μην πας και από πνευμονία. Σ’ αυτό το σπίτι θα μπεις είπες; Τρία μέτρα όλα κι όλα, μα έως ότου μπεις θα έχεις γίνει Ντόναλντ Ντακ, κοινώς παπί.»
Πληρώθηκε ο ταξιτζής και με το παραπάνω από τον γενναιόδωρο πελάτη και ξεκίνησε με σκοπό αυτός να εφαρμόσει την παραίνεση στην οποία δεν υπάκουσε ο επιβάτης. Να σταματήσει δηλαδή για λίγο, περιμένοντας να κοπάσει το κακό που δεν έλεγε να καλμάρει. Αφηρημένα κοιτάζει από το καθρεφτάκι του και έκπληκτος διακρίνει τον επιβάτη του σκεπασμένο με την κουκούλα να διασχίζει κάθετα τον ποταμίσιο δρόμο και να εξαφανίζεται σε ένα στενό δρομάκι.
«Κοίταξέ τον τόν μα…» μουρμούρισε, «τον τρώει το κεφάλι του για πνευμονία. Τι να σου κάνει μια νάυλον σακούλα μωρέ;; Αλλά τι ρωτώ και ποιον; Ελεύθερος είναι ο καθένας και τρελός να είναι και να το παίζει τρελός.»
Με το μπουρίνι πια να έχει εμφανώς υποχωρήσει, ο κυρ Μάνθος παίρνει τον δρόμο της επιστροφής προσδοκώντας να βρει και άλλον πελάτη.
Όπερ και εγένετο.
«Για πού κύριος;»
«Κέντρο παρακαλώ. Αλλά πού ’σαι φίλε, γιατί αφήνεις τα πράγματά σου στα πίσω καθίσματα; Πάρε το κοντά σου μη και το χάσεις.» Και δίνει στον ταξιτζή ένα μικρό πακετάκι σε μέγεθος όσο ένα παλιό κουτί τσιγάρων κασετίνα ή λίγο μεγαλύτερο τέλος πάντων.
Εκείνος το πήρε ευχαριστώντας τον πελάτη, σίγουρος ων ότι αυτό δεν ανήκε στην γριά που πήγε στο ΙΚΑ αλλά στον γενναιόδωρο όσο και παράξενο τελικά επιβάτη της Αναβύσσου. Για να γυρίσει πίσω να του το δώσει, αδύνατον και ανεπίτρεπτο. Είχε καθήκον να πάει τον καινούργιο πελάτη στον προορισμό του. Αυτόν όφειλε να εξυπηρετήσει πρώτα. Μετά αμέσως, θα πήγαινε να παραδώσει το πακέτο στην αρμόδια υπηρεσία τους. Και αν μέσα στο πακέτο υπήρχαν στοιχεία του κατόχου θα ειδοποποιείτο είτε τηλεφωνικώς είτε με όποιον άλλον τρόπο ήταν εφικτός για να το παραλάβει. Αλλά σε παρόμοιες περιπτώσεις ο ίδιος ο αφηρημένος πελάτης φροντίζει να επικοινωνήσει με το γραφείο το αρμόδιο. Το έργο του ταξιτζή τελείωνε με την παράδοσή του.
Με αυτές τις σκέψεις ησύχασε ο κυρ Μάνθος.
Στο κέντρο εν τω μεταξύ δεν είχε πέσει σταγόνα βροχής. Αφήνει τον πελάτη κάπου στο Σύνταγμα και ο ίδιος σταθμεύει λίγο στο Ζάππειο να απολαύσει μια στιγμή ανάπαυλας. Παίρνει το πακετάκι και το κουνά κοντά στο αυτί του. Από μέσα ακούγεται ένας ήχος γνώριμος, κάτι σαν γκλιν γκλιν. Γνώριμος και αγαπημένος. Ήταν το πάθος του κυρ Μάνθου οι γκαζές οι γυάλινες. Θυμήθηκε τα νιάτα του. Είχε τρέλα με δαύτες. Είχε σπίτι του μια τεράστια συλλογή, δηλαδή όχι ακριβώς στο σπίτι του αλλά στα σπίτια των δύο του γιών. Σε όποιο μέρος του κόσμου κι αν είχε ταξιδέψει φρόντιζε να εμπλουτίζει τον μικρό του όπως έλεγε θησαυρό με καινούργια σχέδια, χρώματα και μεγέθη. Τις τοποθετούσε σε διαφανή γυάλινα βάζα ανά κατηγορίες μεγεθών και στόλιζαν έναν ειδικά διαμορφωμένο χώρο των σπιτιών των παιδιών του. Φαίνεται ότι και αυτά είχαν κληρονομήσει μέρος του πατρικού πάθους γιατί τις φρόντιζαν και τις πρόσεχαν σαν τα μάτια τους που λένε. Όντας σχεδόν σίγουρος για το περιεχόμενο του κουτιού (ό,τι θέλει ο καθένας ονειρεύεται), δεν άντεξε στον πειρασμό και άνοιξε το πακετάκι να θαυμάσει αυτές τις γυάλινες ομορφιές που κατά τα φαινόμενα ήταν και άλλου ανθρώπου το πάθος.
Ανοίγει το πακέτο, μα και το στόμα του, στοίχημα, δεν θα το έκλεισε παρά μετά από πολλή πολλή ώρα. Το πακέτο ήταν γεμάτο από κάτι μικρούτσικα γυαλάκια διαφόρων μεγεθών και σχημάτων. Η πρώτη σκέψη του έκπληκτου ταξιτζή ήταν ότι κάποιο πολύτιμο κρύσταλλο έσπασε ο παράξενος ταξιδιώτης και μάζεψε τα θραύσματα καθαρίζοντας τον χώρο του ατυχήματος σαν καλός νοικοκύρης. Αλλά πάλι σκέφτηκε, θα φρόντιζε με τόση επιμέλεια να πακετάρει τα σκουπίδια; Δεν έστεκε σαν συλλογισμός. Παρατηρώντας τα θραύσματα καλύτερα διαπίστωσε ότι άλλα απ’ αυτά ήταν επίπεδα και άλλα από την μία μεριά κωνικά και από την άλλη πολυεπίπεδα.
«Έλα Χριστέ μου και όλοι σου οι φίλοι Απόστολοι», αναφώνησε γεμάτος δέος. «Μα αυτά είναι διαμάντια και μπριγιάν!!!» Όπως δε τα υπολόγιζε, θα ήταν καμιά 500ριά από δαύτα μέσα στο μαγικό κουτί, που πιο μαγικό δεν μπορούσε να είναι.
Σκέφτηκε: “Αν κρατήσω όχι πολλά, αλλά μόνο καμιά 20ριά ή 30ριά λύνω το οικονομικό πρόβλημα το δικό μου και των παιδιών μου για χρόνια και χρόνια.
Κανείς δεν θα αντιληφθεί την απουσία τους μέσα σ’ αυτό το πλήθος. Αλλά και πάλι να έχω μπλεξίματα με μαφίες και Κόζα Νόστρες, γιατί σε κάτι τέτοιους παραπέμπει ο θησαυρός σίγουρα. Το θέμα είναι ότι είτε πάρω λίγα διαμάντια είτε δεν πάρω καθόλου, ποιος είναι εκείνος που θα πιστέψει ότι ήμουνα τόσο μα… που δεν έβαλα το δάκτυλό μου στο μέλι να πάρω λίγη έστω γλύκα; Σαν να λέμε δηλαδή την έχω βάψει και όσο γρηγορότερα τα ξεφορτωθώ τόσο το καλύτερο γιατί ήδη ο παράξενος ταξιδιώτης θα ψάχνει να με βρει παρέα με κανέναν στρατό από φουσκωτούς φρουρούς.
Σίγουρα πάντως από υπηρεσία σε υπηρεσία που θα ταξιδέψει το πακέτο για να φτάσει στον ιδιοκτήτη του χωρίς να του λείψει κανένα πόδι κανένα χέρι (τι λέει ο Χριστιανός) αποκλείεται. Αν όμως πρόκειται για θησαυρό που ανήκει σε κάποιον Νονό τι λες, θα κάνει ο τύπος την εμφάνισή του να το παραλάβει; Δεν θα έχει ήδη μεριμνήσει να σε αναζητήσει κυρ Μάνθο πριν κάπου το παραδώσεις ή ακόμη πριν το οικειοποιηθείς;
Άρα;;;
Άρα τι άνθρωπέ μου; Δεν το βλέπεις ότι ΒΡΙΣΚΕΣΑΙ ΣΕ ΘΑΝΑΣΙΜΟ ΚΙΝΔΥΝΟ;”
Είπε δυνατά και συλλαβιστά στον εαυτό του όπως συνήθιζε συχνά πυκνά να κάνει.
“Ε, αν τώρα αυτό δεν λέγεται ατυχία, πώς λέγεται; Μπορεί να μας πει κανείς; Με τέτοιο θησαυρό στα χέρια μου που άλλος κανείς άνθρωπος πέραν του Αναβυσσιώτη και της Μαφίας δεν θα ’χει πιάσει στη ζήση του όλη, να νιώθω φτωχός, δυστυχισμένος, ανήμπορος και πιθανόν ετοιμοθάνατος; Σε λίγο η Κόζα Νόστρα της Σικελίας θα με κάνει κομματάκια σαν κι ετούτα τα γυαλάκια. Με τη διαφορά πως τα δικά μου τα κομματάκια θα τα φάνε τα σκυλιά, ενώ το καθένα απ’ αυτά κοστίζει όσο τα μεροκάματά μου μιας χρονιάς και λίγα λέω!”
Μ’ αυτές τις δυσοίωνες σκέψεις, ο κυρ Μάνθος κάνει μια μηχανική κίνηση ν’ ανοίξει το ραδιόφωνο με σκοπό να προσγειωθεί στα ανθρώπινα και φυσιολογικά, ακούγοντας λίγη μουσική ή ακόμη και έναν κάποιον εκφωνητή να μιλά για πολέμους, για κάτι γήινο τέλος πάντων. Γιατί το κουτάκι τούτο το μικρό μη μας πει κανείς ότι ήταν γήινο! Ούτε ο Πασάς των Ιωαννίνων είχε ποτέ αντικρίσει τέτοιο θησαυρό στη ζωή του.
Ξάφνου είχε την αίσθηση ότι βρέθηκε σε μια παγωμένη έρημο που αντί για καυτή άμμο ήταν σπαρμένη με μυτερά παγωμένα κρυστάλλινα καρφιά που του τρυπούσαν το κορμί και ιδιαίτερα το κεφάλι. Γιατί με το που άνοιξε το ραδιόφωνο ακούει:
«Εδώ κέντρο τάδε. Παρακαλείται ο συνάδελφος ταξιτζής το όνομα του οποίου ακόμη δεν γνωρίζουμε, που μετέφερε έναν επιβάτη στην Ανάβυσσο πριν περίπου δύο ώρες να επικοινωνήσει πάραυτα με το κέντρο μας. Ο πελάτης λέει ότι γνωρίζεστε και ότι αφήσατε σε εκκρεμότητα ένα πολύ σοβαρό θέμα. Δεν μας είπε βέβαια ποιο είναι αυτό. Δεν αφορά παρά εσένα συνάδελφε κι’ εκείνον όπως μας είπε. Τώρα ακούγεται λίγο κουφό να λέει πως γνωρίζεστε αλλά δεν ξέρει το όνομά σου. Ας είναι. Σε λίγο θα επαναλάβουμε το μήνυμα. Αν μας ακούει ο συνάδελφος ας επικοινωνήσει είτε μαζί μας είτε με τον επιβάτη αν έχει τηλέφωνό του… Μας ακουγόταν πολύ ανήσυχος πρέπει να πούμε…»
Ο κυρ Μάνθος δεν μπόρεσε ν’ ακούσει περισσότερα. Όλα μαύρισαν μπροστά του έχασε τις αισθήσεις του πέφτοντας πάνω στο τιμόνι. Η κόρνα του άρχισε να κτυπά δαιμονισμένα και κόσμος άρχισε να μαζεύεται να δει τι συμβαίνει. Μα το παράθυρό του ο κυρ Μάνθος είχε φροντίσει να το κλείσει αεροστεγώς για το φόβο των Ιουδαίων και οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να ξέρουν κατά πόσον τα πράγματα ήταν σοβαρά ή όχι, για να ειδοποιηθεί το 100 το 200 ή όποιο άλλο αστυνομικό νούμερο γνώριζαν τέλος πάντων. Θέλεις όμως γιατί η κόρνα τσίριζε δαιμονισμένα σαν να ήταν μέσα στο αυτί του, θες γιατί η λιποθυμία δεν ήταν σοβαρή, ο ταξιτζής άρχισε να κινείται συνερχόμενος. Ο κόσμος κουνούσε το κεφάλι του νευριασμένος, νομίζοντας ότι ο οδηγός ήταν είτε μεθυσμένος είτε νυσταγμένος. Εισέπραξε αρκετές βρισιές καθώς και δυο τρεις μούντζες μέχρις ότου έφυγαν άπαντες βρίζοντας ακόμα.
Και το πήρε απόφαση. Σε 5-6 λεπτά βρισκόταν στην Γ.Α.Δ.Α. ζητώντας από τον αστυνομικό Υπηρεσίας που του υπέδειξαν να ομιλήσει με τον αρχηγό αυτοπροσώπως. Ο Αστυνομικός, τον κοίταξε αγριεμένος μεν αλλά βλέποντας ως φαίνεται κάτι στο πρόσωπο του κυρ Μάνθου που τον ανησύχησε, έσπευσε να εκτελέσει την επιθυμία του. “Δεν ξέρεις καμιά φορά τι μπορεί άλλο να συμβαίνει πέραν των μύθων που ξεστομίζουν βλαμμένοι πολίτες”, ίσως να σκέφτηκε το όργανο!
Και έρχεται ο Αρχηγός και ακούει έκπληκτος τον ανθρωπάκο να του ζητά να παρευρίσκεται στην κουβέντα ο εισαγγελέας. Η αγωνία στο βλέμμα του ήταν πιο εύγλωττη από τα λόγια του γι’ αυτό και έσπευσε ο ανώτατος αστυνόμος να εκτελέσει και αυτή την παράκληση του ανθρώπου. Άντε και να δούμε τι άλλο θα τους ζητούσε ακόμη. Το έβλεπε και ο κυρ Μάνθος ότι όσο πήγαινε δυσκόλευε την κατάσταση αλλά καλύτερα δύσκολα τα πράγματα και ζωντανός παρά εύκολα και τέζα.
Οι τρεις τους λοιπόν.
Και κατάπληκτοι μα και ολίγον επιφυλακτικοί. Τον ακούν να τους μιλά μπερδεμένα στην αρχή αλλά όλο και πιο στρωτά στη συνέχεια, για θησαυρούς αμύθητους και διαμαντικά, σε μιαν εποχή που η Ελλάδα στέναζε από την οικονομική της ένδεια.
Μόνον όταν τους έδειξε τα διαμάντια πείστηκαν οι άνθρωποι. Μα το θέμα τους ξεπερνούσε. Έστειλαν επείγον σήμα να έρθει επειγόντως στη Γ.Α.Δ.Α. ο φυσικός τους προϊστάμενος, ο αξιότιμος Υπουργός Δημοσίας Τάξεως. Επειδή όμως και γι’ αυτόν τα πράγματα ήταν στριμόκωλα οι τρείς ανώτατοι λειτουργοί του κράτους παρέα με τον φουκαριάρη τον κυρ Μάνθο που τον κάλυψαν με ένα περίεργο καμουφλάζ, φεύγουν του σκοτωμού για το Μαξίμου με τις κόρνες των οχημάτων να ουρλιάζουν όπως ακριβώς ούρλιαζαν από μέσα τους και οι τέσσερις Έλληνες Πολίτες, τόσον οι σπουδαίοι όσο και ο ταπεινός.
Μετά από μια σύντομη σύσκεψη στην οποία δεν παρευρέθη ο κυρ Μάνθος όπως ήταν λογικό, σαν πρώτη κίνηση του Πρωθυπουργού και των άλλων λειτουργών του Κράτους ήταν να στείλουν ένα τυπικό δήθεν σήμα στη Διεύθυνση των ταξί με την εντολή να αναγγελθεί αμέσως από ραδιοφώνου το εξής:
«Ειδοποιείται και παρακαλείται ο αξιότιμος επιβάτης τον οποίο ένας εκ των συναδέλφων μας αποβίβασε πριν τρείς περίπου ώρες κάπου στην Ανάβυσσο να περάσει από τη Γ.Α.Δ.Α. για να παραλάβει δεματίδιο το οποίο αφηρημένος ων άφησε μέσα στο ταξί που τον μετέφερε. Λυπόμαστε πολύ αλλά η δική μας υπηρεσία δεν ήταν δυνατόν να εξυπηρετήσει τον αγαπητό μας πελάτη λόγω ολιγόωρης στάσης εργασίας που έχει κηρύξει ο κλάδος μας.
Γι’ αυτό και παραπέμψαμε το θέμα στην Διεύθυνση της Αστυνομίας ως Καθ’ ύλην αρμοδίας επί τοιούτων θεμάτων. Ευχαριστούμε τον ευσυνείδητο συνάδελφό μας για την παράδοση του πακέτου που ο ίδιος έκανε στην Αστυνομική Διεύθυνση εις βάρος του χρόνου δουλειάς του. Ελπίζουμε στην κατανόησή του. Ο κλάδος μας περνάει δύσκολες ώρες.
Το σήμα θα αναγγελθεί ακόμη δύο φορές. Ευχαριστούμε. OVER.»
Και βέβαια, από τη στιγμή αυτή και μετά οι κινήσεις των αρμοδίων υπήρξαν κεραυνοβόλες. Σήμανε κόκκινος συναγερμός. Ηλίου φαεινότερο ότι εδώ παιζόταν πολύ χοντρό παιχνίδι. Μπορεί ναρκωτικά, εμπόριο όπλων, εμπόριο λευκής σαρκός και ο κατάλογος τελειωμό δεν έχει. Τα διαμάντια ναι μεν πανέμορφα μα όχι με την καλή έννοια του επιθέτου. Υπάρχει δηλαδή και κακή έννοια της ομορφιάς; Αν υπάρχει λέει!
Έστειλαν τον κυρ Μάνθο να πάει στη δουλίτσα του με 2-3 άντρες της αντιτρομοκρατικής να τον προστατεύουν διακριτικά καλού και κακού, χωρίς ούτε ο ίδιος να το ξέρει.
Ο οποίος “ίδιος”, φανερά ανακουφισμένος, συνέχισε τη βάρδια του προς ανεύρεση καινούργιου πελάτη, ελπίζοντας όχι σε απολεσθέντες θησαυρούς αλλά σε μια ικανοποιητική κούρσα. Γι’ αυτόν ο μόνος θησαυρός που είχε αξία χωρίς Μαφίες και λοιπά τέτοια φρούτα ήταν η οικογένειά του. Τα διαμάντια τον άφηναν τελικά παντελώς αδιάφορο και ας τον πείτε και μα…
-
γράφει η Λένα Μαυρουδή Μούλιου
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
Με τη φαντασία σου στα ύψη… και την υπέροχη σκιαγράφηση του κυρίου Μάνθου αλλά και των γεγονότων, νομίζω ότι ξεπέρασες ακόμη και τον εαυτό σου σε εφευρετικότητα και σασπένς σεναρίου!!! Κοινώς… μου άρεσε πάρα πολύ Λένα μου…Την αγάπη μου!!!
Ωραια και αυτή η ιστορία σου Λένα.. Με αγωνία ως το τέλος…
ΓΕΙΑ ΣΟΥ Σοφία μου που σου αρέσουν τα αστυνομικά. Και να πάρει η ευχή, να δεις που αυτά που και σε μένα αρέσουν είναι μεγάλα και αποφεύγω μέχρι τώρα να τα ανεβάσω.Θα το αποτολμήσω όμως κάποια στιγμή Και βέβαια σε ευχαριστώ για τα καλά σου τα λόγια που δεν τα τσιγκουνεύεσαι ποτέ. Να ΕΊΣΑΙ ΚΑΛΆ ΦΙΛΕΝΆΔΑ…
ΑΥΤΟΎ ΤΟΥ ΕΊΔΟΥΣ τα κείμενα Μάχη αν αγωνία δεν έχουν είναι πατάτες …Ευχαριστώ
Πολύ καλά έκανε ο κυρ Μάνθος! Κύριος με τα όλα του! 🙂
Μπράβο Λένα που πάντα μιλάς στις καρδιές μας!
Κρατάω Ελένα αυτό το υπέροχο ”μιλώ στις καρδιές σας” που είπες …Μεγάλη κουβέντα αυτή και σ΄ευχαριστώ μέσα από τη δική μου καρδιά…
Ένα ακόμη ωραίο κείμενο με φαντασία, που κρατά σε αγωνία ως το τέλος. Μπράβο Λένα!
Χριστίνα ευχαριστώ για το μπράβο σου Πρόσφατα με ρώτησε ένας φίλος γεμάτος απορία αν οι ιστορίες μου είναι βιωματικές ή αποτέλεσμα έμπνευσης Απαντώ και σ’ αυτόν το λέω και σε σένα μια δυο μέσα στο πλήθος που έχω γράψει είναι βιωματικές ΤΏΡΑ για καλό για κακό δεν ξέρω. Καλό μεσημέρι.
Ωραιογραμμένο…Πλούσιο σε εναλλαγές που σε κάνουν να το διαβάσεις με μια ανάσα , που λένε!!! Πολύ αγωνία από την αρχή ως το τέλος… Ταλέντο στη συγγραφή αναμφισβήτητο!!!!!!!!
ΜΠΡΑΒΟ ΛΕΝΑ ΜΟΥ !!!!!!!!!!!!!
Eυχαριστώ καλή μου ποιήτρια για τα καλά σου λόγια…Πώς πάει καταλάγιασε η χαρά σου για τη βράβευση;;;;Και άνεση στην απαγγελία η Χρυσούλα μας κάτι που εγώ τρέμω. Κατάλοιπο των πιανιστικών μου συναυλιών που το τρακ τυπούσε εφιαλτικά κόκκινο Σε τίμησε η Β. Ελλάδα ενώ η Νότιος χμ χμ χμ Καλό σου βράδυ.