Είμαι από τους αναγνώστες που δεν είναι και τόσο φανατικοί των διηγημάτων, με την έννοια ότι θέλω και προτιμώ να διαβάσω κάτι εκτεταμένο και ολοκληρωμένο αντί για σύντομες σταγόνες είτε τέχνης είτε κακοτεχνίας. Όταν διαβάζω διηγήματα καταλαβαίνω το ύφος και το στυλ του συγγραφέα αλλά πρέπει να θυμάμαι μια γενική εικόνα για όλα τα διηγήματα και να διαλέξω κάνα-δυο καλύτερα από τα άλλα, κάτι δύσκολο, ειδικά όταν χρειάζομαι κάπου 2-3 μέρες για κάθε βιβλίο τουλάχιστον. Έτσι κι εδώ, παρ΄όλο που το γράψιμο της συγγραφέως είναι πανέμορφο και λυρικότατο, στενοχωρέθηκα που έχουμε συλλογή διηγημάτων και μάλιστα πολλών!
Γραφή λογοτεχνικότατη, σε ταξιδεύει σε κάθε περίσταση που περιγράφει, μεταφορές και παρομοιώσεις, καλολογικά στοιχεία, κάθε ιστορία και μια εξομολόγηση της εύστροφης ψυχής της συγγραφέως προς τον αναγνώστη. Αν και ξεκίνησε καλά το περιεχόμενο των διηγημάτων και η κεντρική ιδέα (αφορμή με ένα διαφορετικό κόσμημα κάθε φορά να ξετυλίγονται οι ιστορίες), σύντομα το κεντρικό θέμα ήταν ένα και μόνο ένα, η Μικρασιατική καταστροφή. Τα πρώτα διηγήματα αφορούν: την περιπέτεια μιας Αφγανής συζύγου και μητέρας αμέσως μετά την 11η Σεπτεμβρίου που το χωριό της βομβαρδίζεται και παίρνει τον δρόμο της προσφυγιάς, ο χωρισμός μιας Ελληνίδας κι ενός Τούρκου σε χωριό έξω από τη Σμύρνη με το ξέσπασμα της μικρασιατικής καταστροφής, οι αναμνήσεις μιας Εβραίας από το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς και μετά σωρεία διηγημάτων με αφορμή τον μαύρο Σεπτέμβρη του 1922. Δεν λέω, καλογραμμένα και σίγουρα ξεχωριστά το ένα από το άλλο και ως προς την πλοκή και ως προς το γράψιμο και ως προς την εξέλιξη, όμως πολλά και με επαναλαμβανόμενο μοτίβο.
Μετά κάνα-δυο ιστορίες τρυφερές και αγαπησιάρικες έτσι γενικά και το βιβλίο κλείνει με μια πολύ ωραία ιστορία για τις δυσκολίες των μεταναστών στην απρόσωπη Αθήνα. Μικρές μικρές ιστορίες μέσα σε μια μεγαλύτερη και με αφορμή αυτήν τη “συνάντηση” των ετερόκλητων προσώπων εμφανίζεται αυτοπροσώπως η συγγραφέας, αποχαιρετώντας τους ήρωές της και ταυτόχρονα ευχαριστώντας τους ανθρώπους που γνώρισε και την ενέπνευσαν να γράψει αυτά τα κείμενα. Αυτό το κλείσιμο ήταν πολύ πρωτότυπο και έσωσε σε μεγάλο βαθμό την εικόνα που αποκόμισα από τη συλλογή αυτή των διηγημάτων.
Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
“Ο θάνατος ήταν κάτι τόσο απόλυτο και αληθινό, που κανείς θρήνος, κανένα μοιρολόι δεν μπορούσε να τον αποτρέψει. Ήρθε τόσο αιφνίδια, σαν τους γύπες που εφορμούν, αφού πρώτα ζυγιάσουν ακίνητοι τα φτερά τους στον ήλιο σαν να ξεχάστηκαν, και μέχρι να ανοιγοκλείσεις τα βλέφαρα, έχουν αρπάξει το θύμα τους και έχουν χαθεί μακριά. Το Αφγανιστάν ήταν πλούσιο σε πέτρες και ερείπια. Οι άνθρωποι παλιά ήταν γεωργοί και βοσκοί, τώρα ήταν απλώς στόχοι. Τα χωράφια δεν ήταν εύκολο να καλλιεργηθούν, αφού νάρκες ξηράς με χρυσά χρώματα που θύμιζαν παιχνίδι αναπαύονταν στα ισχνά χορτάρια ή λίγες πιθαμές κάτω από το έδαφος. Άπλωνες το χέρι και σφύριζε ο θάνατος, περπάταγες αμέριμνος και βρόνταγε ο τόπος από χαλασμό, κουρνιαχτό και αντάρα” (σελ. 51).
“Όταν αγαπάς, νιώθεις τη μεγαλύτερη χαρά και τη μεγαλύτερη λύπη. Έτσι είναι η αγάπη. Να την εμπιστευτείς. Αν χρειαστείς να πεις αντίο, κόρη μου, θα νιώσεις μέσα σου σαν να φυσάει μουσώνας. Πάρε βαθιές ανάσες και περίμενε. Θα κοπάσει”(σελ. 258).
“Να και η Σάρα..Κι ο Σαμουήλ…Και τα αντικείμενα που εξουσιάζουν τις ζωές τους. Το μενταγιόν, το κολιέ, τα σκουλαρίκια… Σε μια συνάντηση νυχτερινή στο σταθμό της πόλης μου. Και της καρδιάς μου” (σελ. 314).
“Ιστορίες αληθινές. Του έρωτα ιστορίες. Και της φωτιάς. Ήρθαν σ\’ εμένα, αφού οι δρόμοι μας περιμένουν να τους περπατήσουμε, οι συναντήσεις, λες κι είναι από αλλού καθορισμένες, μας καρτερούν. Σε ένα παγκάκι μιας πλατείας, στις ταπεινές καμαρούλες των προσφυγικών, στην παραλία ψάχνοντας για βότσαλα… Ευχαριστώ όλους αυτούς τους ανθρώπους που μίλησαν για κείνο το μεγάλο κύμα που ρίχτηκε πάνω τους. Που ο έρωτας, παρών στις τραγικότερες στιγμές τους. άρπαξε, έδωσε, πήρε. Κομμάτια ζωής”. (σελ. 315).
0 Σχόλια