Ποια είναι η Άλμα Μαλτίς και τι γράφει στο ημερολόγιό της; Ποιος είναι αυτός που την καταδιώκει; Γιατί ο θυμός του είναι κάθε μέρα και πιο αισθητός; Τι είχε συμβεί στο δάσος του Κρέιβενμουρ τη δεκαετία του 1920 και πόσο πιθανό είναι να ξαναζήσει το ήσυχο χωριό του Γαλαζολίμανου το σερί των ανεξιχνίαστων δολοφονιών που είχαν γίνει τότε; Αλήθεια, οι σκιές μας μπορούν ποτέ να μας αποχωριστούν; Κι αν ναι, με τι συνέπειες; Τι μυστικό κρύβεται στα απαγορευμένα δωμάτια του αρχοντικού του Κρέιβενμουρ;
Πρόκειται για το τελευταίο αυτοτελές μυθιστόρημα της Τριλογίας της Ομίχλης, μιας τριλογίας που αποτελείται από έναν κύκλο ιστοριών με πολλά κοινά στοιχεία και ταυτόχρονα για το τρίτο μυθιστόρημα που δημοσίευσε ο Carlos Ruiz Zafon (κυκλοφόρησε το 1995), ο οποίος το χαρακτηρίζει «νεανικό μυθιστόρημα». Ξανακυκλοφόρησε το 2017 «με τον τρόπο που θα έπρεπε να γίνει από την αρχή», όπως υποστηρίζει ο ίδιος ο συγγραφέας και είναι ένα άρτιο, καλογραμμένο και συναρπαστικό μυθιστόρημα τρόμου και φαντασίας, όπου αναμιγνύεται ο ρεαλισμός με το υπερφυσικό στοιχείο, ένα από αυτά τα βιβλία που μάλλον θα έγραφε ο Χουλιάν Καράξ στη «Σκιά του ανέμου». Είμαστε στη Νορμανδία του 1937 και συγκεκριμένα στο Γαλαζολίμανο, όπου έχει αποσυρθεί ο πλούσιος εφευρέτης και κατασκευαστής παιχνιδιών Λάζαρος Γιαν και μένει στο Κρέιβενμουρ, μια περίτεχνα φτιαγμένη έπαυλη δίπλα στο δάσος, απ’ όπου ατενίζει τα ερείπια του εγκαταλειμμένου εργοστασίου παιχνιδιών που είχε κάποτε. Το αρχοντικό Κρέιβενμουρ μοιάζει με κάστρο ή ακόμη και καθεδρικό ναό, με την πρόσοψή του γεμάτη γκαργκόιλ και αγγέλους σκαλισμένα στην πέτρα. Ταυτόχρονα, η Σιμόν Σοβέλ, μετά τον θάνατο του συζύγου της, πνίγεται στα χρέη που άφησε εκείνος πίσω του και ζει στην απόλυτη φτώχεια, μαζί με τα παιδιά της, Ιρέν και Ντοριάν. Σα θαύμα εμφανίστηκε η πρόταση του Λάζαρου Γιαν να προσλάβει τη Σιμόν ως οικονόμο στο σπίτι του. Η οικογένειά της μπορεί να μείνει στο Σπίτι του Κάβου, ένα λιτό οίκημα στο ακρωτήρι από την άλλη πλευρά του δάσους. Εκεί είναι χτισμένο το χωριό του Γαλαζολίμανου κι εκεί απλώνεται η δαντελωτή παραλία που τη βάφτισαν Ακρωτήρι του Εγγλέζου. Στη θάλασσα υπάρχει το νησάκι του φάρου, το οποίο οι ντόπιοι λένε πως είναι στοιχειωμένο: τις τελευταίες μέρες του καλοκαιριού βλέπει κανείς φώτα κατά το σούρουπο, τα φώτα του Σεπτέμβρη. Ποια είναι η μυστηριώδης γυναίκα που λέγεται πως είχε ξανοιχτεί στη θάλασσα με ένα ιστιοφόρο αλλά πνίγηκε όταν έπεσε στα βράχια του νησιού; Γιατί δε βρέθηκε το πτώμα της;
Η Σιμόν Σοβέλ θα επιβλέπει τη δουλειά της μαγείρισσας Χάνα και των περιστασιακών υπηρετών, θα διαχειρίζεται και θα συντηρεί την περιουσία του Λάζαρου Γιαν, θα συναναστρέφεται τους εμπόρους και τους προμηθευτές του χωριού, θα προσέχει την αλληλογραφία και τον ανεφοδιασμό και θα προμηθεύεται νέα βιβλία για τον Λάζαρο. Γιατί όμως δεν επιτρέπεται να ανοίγει την αλληλογραφία από Βερολίνο που φτάνει με μαθηματική ακρίβεια κάθε εννιά μέρες; Τι περιέχουν αυτοί οι φάκελοι που δεν πρέπει να μάθει κανείς άλλος; Απαγορευμένα σημεία είναι το εργοστάσιο, τα δωμάτια των πάνω ορόφων και η δυτική πτέρυγα όπου ζει η γυναίκα του παιχνιδοποιού. Αυτοματοποιημένες μηχανές, μινιατούρες, κούκλες, παιχνίδια γεμίζουν τις σελίδες του βιβλίου και δείχνουν το εύρος και το μέγεθος της φαντασίας του αδικοχαμένου συγγραφέα. Μαγεία, ομορφιά και εξυπνάδα είναι η πρώτη εντύπωση, στην πραγματικότητα όμως ο Γιαν αντανακλά τον λαβύρινθο της μοναξιάς του σε όλα αυτά τα τεχνουργήματα: «Κάθε κάτοικος αυτού του μαγικού κόσμου, κάθε δημιουργία, ήταν απλώς ένα δάκρυ που χύθηκε στη σιωπή» (σελ. 28). Αλήθεια, πώς είναι η ζωή στο χωριό συγκριτικά με το πολύβουο Παρίσι; «Σε αυτό το χωριό τα κρυολογήματα ήταν είδηση και οι ειδήσεις ήταν πιο μεταδοτικές από τα κρυολογήματα» (σελ. 38). Επίσης: «Η ζωή έμοιαζε φαινομενικά ήρεμη και απλή, ταυτόχρονα όμως είχε περισσότερες πτυχώσεις κι από αραχνοΰφαντη κουρτίνα» (σελ. 39). Άλλωστε το ότι ο απομονωμένος Γιαν παραγγέλνει σωρηδόν βιβλία έχει τραβήξει έντονα το ενδιαφέρον του τοπικού κουτσομπολιού.
Η οικογένεια της Σιμόν είναι πολύ ενδιαφέροντες χαρακτήρες, με τη δεκαπεντάχρονη Ιρέν να ερωτεύεται και τον μικρότερο Ντοριάν να ασχολείται με τη χαρτογραφία, χαμένος στον κόσμο του και στα τετράδιά του, χωρίς φίλους. Στο χωριό ζει ο Ισμαέλ, ξάδελφος της Χάνα, ορφανός, που βοηθάει τον θείο του, Κριστιάν Ιπέρ, στο ψάρεμα, έναν άντρα που, βλέποντας την έντονη τουριστική κίνηση το καλοκαίρι θέλει να καταπιαστεί ως έμπορος ή ξενοδόχος για να βελτιώσει το εισόδημά του και τις συνθήκες ζωής της οικογένειάς του. Μοναδικές αγάπες του Ισμαέλ είναι η θάλασσα και η μοναξιά. Πρότυπό του είναι ο Όρσον Γουέλς και τα σίριαλ για το ραδιόφωνο που γράφει, κάτι που θέλει πολύ να κάνει κι εκείνος. Η Ιρέν και ο Ισμαέλ ερωτεύονται, σύντομα όμως η μοίρα τους φέρνει αντιμέτωπους με τον πραγματικό κίνδυνο που κρύβεται πίσω από τη γαλήνια όψη του τόπου και η σχέση τους θα δοκιμαστεί σκληρά. Ο ιερέας Λοράν Σαβάν, ο σχεδόν ισόβιος δήμαρχος Ερνέστ Ντιζόν, ταμίας του δημοτικού συμβουλίου και εκ πεποιθήσεως ανύπαντρη Αντουανέτα Φαμπρέ, ο τσαγκάρης και αστρολόγος Σαφόν, η μητέρα της Χάνα, Ελιζαμπέτ Ιπέρ, που εργάζεται στον φούρνο, ένα μαγαζί που συνδυάζει πρακτορείο ειδήσεων, υπηρεσία πληροφοριών και εταιρεία παροχής συμβουλών, κυρίως επί αισθηματικών προβλημάτων, με «ζεστά κρουασάν και φρέσκα νέα από το πρωί ως το βράδυ» (σελ. 59) είναι μια ενδιαφέρουσα επιλογή χαρακτήρων που συγκροτούν το κοινωνικό σύνολο και αλληλοεπιδρούν με την οικογένεια Σοβέλ. Ταυτόχρονα, αρχίζει να ξεδιπλώνεται το παρελθόν του Λάζαρου Γιαν ενώ μια μυστηριώδης σκιά κινείται ύπουλα στις σκοτεινές γωνίες κτηρίων και ψυχών, με τις ανατριχίλες να έρχονται απανωτά όσο ξεδιπλώνεται μια ιστορία φρίκης και τρόμου που θα στοιχειώσει και πάλι το χωριό.
Το σκοτεινό δάσος, το ερειπωμένο εργοστάσιο και η ίδια η έπαυλη πυροδοτούν τη φαντασία του συγγραφέα ο οποίος αποτυπώνει με μαγευτικό τρόπο τις σκηνές του μυθιστορήματος. Η πλοκή κλιμακώνεται, οι χαρακτήρες αντιμετωπίζουν προκλήσεις που θα τους αλλάξουν και τα διλήμματα που θα τεθούν θα είναι κοφτερά. Το μυθιστόρημα μου χάρισε τις πιο ανατριχιαστικές στιγμές της ως τώρα αναγνωστικής μου πορείας και δε με άφηνε να κοιμηθώ τα βράδια. Είναι τέτοιος ο χειρισμός και η μαγεία των λέξεων που δημιουργούν την κατάλληλη υποβλητική ατμόσφαιρα χωρίς πολλές περιγραφές και περιττές παραγράφους. Λέξεις λοιπόν, λέξεις, λέξεις, αυτή είναι μία από τις κυριότερες απολαύσεις του κειμένου ενός συγγραφέα που άλλαξε το σύγχρονο λογοτεχνικό και αναγνωστικό σύμπαν! Λέξεις που δημιουργούν ρεαλιστικές εικόνες και τις ζωντανεύουν με άφθαστη τέχνη χαρίζοντάς μας χρώματα και ποικίλες οπτικές γωνίες. Εκπληκτικές περιγραφές, άψογος χειρισμός της γλώσσας, ένα κλειστοφοβικό περιβάλλον να με καταδιώκει σε κάθε σελίδα είναι μερικά μόνο από τα θετικά γνωρίσματα ενός κειμένου που με άφησε ξάγρυπνο. Λυρικές παρομοιώσεις και ευρηματικές μεταφορές στολίζουν το κείμενο χωρίς να το βαραίνουν: «…η βροχή της προηγούμενης νύχτας είχε σμιλέψει στα σύννεφα κάστρα από βαμβάκι πάνω από την εκτυφλωτική γαλάζια απεραντοσύνη…» (σελ. 44). Και αργότερα: «Ένα λιβάδι από αστέρια απλωνόταν πάνω στην μπλε κουβέρτα που κάλυπτε τον κόλπο και η ματωμένη σφαίρα του ήλιου βυθιζόταν στον ορίζοντα σαν δίσκος από πυρωμένο σίδερο» (σελ. 89). Επιτέλους συναντάμε και λίγο χιούμορ: «…οι μόνοι κάτοικοι του Γαλαζολίμανου που δε γνώριζαν τον υποτιθέμενο κεραυνοβόλο έρωτα του Ισμαέλ Ιπέρ για την καινούργια, την Ιρέν Σορβέλ, ήταν τα ψάρια και οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι» (σελ. 59). Κεντρικός άξονας της ιστορίας είναι αυτές οι διαπιστώσεις: «-Δεν πρέπει να πιστεύεις όλα όσα βλέπεις. Η εικόνα της πραγματικότητας που μας παρέχουν τα μάτια μας είναι απλώς μια ψευδαίσθηση, μια οφθαλμαπάτη… Το φως είναι μεγάλος ψεύτης» (σελ. 31). Κυρίως όμως: «Η μαγεία είναι απλώς μια προέκταση της φυσικής».
«Τα φώτα του Σεπτέμβρη με έμαθαν να θυμάμαι τα βήματά σου που ξεθώριαζαν στην παλίρροια», αυτά γράφει ο Ισμαέλ στην Ιρέν δέκα χρόνια μετά την περιπέτειά τους στο Γαλαζολίμανο. Μόνος πλέον ο Ισμαέλ, περιμένει την παλίρροια του Σεπτέμβρη να του επιστρέψει κάτι παραπάνω από αναμνήσεις. Τον χωρίζει ένας πόλεμος και τουλάχιστον εκατό γράμματα από την Ιρέν κι ακόμη αναπολεί τις ημέρες του 1937. Έτσι ολοκληρώνεται ένα από τα πιο τρυφερά και ταυτόχρονα ανατριχιαστικά μυθιστορήματα του σημαντικού Ισπανού συγγραφέα, ο οποίος ταιριάζει ευρηματικά το σκοτάδι και τις σκιές της κεντρικής ιστορίας με τη σκιά του ναζισμού που έπεσε στην Ευρώπη δύο χρόνια μετά. «Τα φώτα του Σεπτέμβρη» είναι ένα αξέχαστο ταξίδι στο μοναδικό σύμπαν που ήξερε τόσο καλά να ζωντανεύει ο Carlos Ruiz Zafon και ταυτόχρονα ο τελευταίος κρίκος μιας σειράς υποβλητικών και σκοτεινών ιστοριών. Απανωτές εκπλήξεις, πλούσια πλοκή, χιλιάδες ερωτήματα που βρίσκουν απαντήσεις όταν πρέπει, γεγονότα που είναι απότοκα ενεργειών που έλαβαν χώρα στο παρελθόν, χαρακτήρες που διώκονται από κάτι φρικτό και είναι δέσμιοι ενός παρελθόντος για το οποίο δε γνωρίζουν και δε φταίνε, σασπένς και απανωτές εκπλήξεις, ανατριχίλα και καλολογικά στοιχεία είναι μερικά μόνο από τα θετικά χαρακτηριστικά ενός κειμένου που διαβάζεται αυστηρά με αναμμένο φως.
0 Σχόλια