“Δεν υπάρχει τίποτε πιο θλιβερό σε αυτόν τον κόσμο από το να ξυπνάς τα Χριστούγεννα το πρωί και να μην είσαι παιδί” σκέφτηκα και χάθηκα στις σκέψεις μου… ξανά… έκλεισα τα μάτια μου, πίσω εξήντα χρόνια με είδα παιδί, ήμουν δεν ήμουν δέκα χρονών, δίπλα στο τζάκι κοίταζα τις φλόγες. Έξω έπεφτε χιόνι, έκανε φοβερό κρύο. Τα σχολεία είχαν κλείσει λόγω της κακοκαιρίας…
“Μαμά, Μαμά” ρώτησα “πώς θα έρθει ο Άγιος Βασίλης με τέτοιο κρύο και τέτοιο χιόνι; Δεν θα μπορέσει να έρθει.
Κοίταζα μία τις φλόγες που τρεμοπαίζαν και μία το χιόνι που έπεφτε ασταμάτητα και σκέπαζε τις στέγες, τα σπίτια, τα δέντρα. Ήταν όλα κάτασπρα έξω…
“Μην ανυσηχείς, θα έρθει και θα σου φέρει και πολλά δωράκια και γλυκά” μου απάντησε, μελιστάλαχτα, η μανούλα. Ήταν τα τρίτα Χριστούγεννα χωρίς τον μπαμπά. Και ακόμη περίμενα να έρθει. Δεν θα ξεχάσω εκείνη τη μέρα που μπήκε μέσα κλαμένη η μαμά. Ήξερα ο μπαμπάς ταξίδευε συχνά μακριά και έκανε μέρες να επιστρέψει. Μου έλειπε αφόρητα αλλά έκανα υπομονή. Μια μέρα με πήρε η γιαγιά από το σχολείο αντί για τη μαμά.
“Είχε μια δουλειά η μαμά, θα έρθει αύριο να σε δει”. Απόρησα! Μετά από μέρες στο σπίτι ηρεμία. “Πού είναι ο μπαμπάς;” ρωτούσα. Γιατί δεν πήρε ένα τηλέφωνο να μιλήσουμε; Ο μπαμπάς πήγε ψηλά. Ε μαμά, τόσο ψηλά είναι ο μπαμπάς που δεν μπορεί να κατέβει;” ρώτησα.
Δεν πήρα απάντηση. Αυτά τα Χριστούγεννα όμως θα τον έβλεπα. Αφού τον ζήτησα σαν δώρο από τον Άγιο Βασίλη. Ήμουν αποφασισμένος. Θα περίμενα μέχρι να αλλάξει η ώρα, ξύπνιος και μόλις άκουγα θόρυβο από την καμινάδα θα πεταγόμουν σαν σίφουνας στο σαλόνι και με χαρά θα αγκάλιαζα σφιχτά το δώρο μου.
“Αγαπητέ Άγιε Βασίλη, φέτος ήμουν πολύ καλό και υπάκουο παιδί, έκανα ό,τι μου έλεγε η μαμά μου, δεν έφερα καμία αντίρρηση και διάβαζα όλα τα μαθήματά μου και η δασκάλα μού έβαζε πάντα “Μπράβο”. Τα έκανα όλα αυτά με σκοπό να μου φέρεις σαν δώρο τον μπαμπούλη μου. Μου έλειψε πολύ. Σ΄αγαπώ Άγιε Βασίλη, μου. Δεν θα κοιμηθώ για να σας περιμένω. Ραντεβού στις δώδεκα ακριβώς. Μην αργήσεις”.
Έδωσα το γράμμα στη μαμά με πολλή χαρά…Την είδα, μπήκε βιαστικά στην κουζίνα. Μετά από λίγη ώρα βγήκε με κόκκινα ματάκια..Έχω μία αλλεργία, μου δικαιολογήθηκε… συχνά μου κοκκινίζουν τα μάτια… Δεν το πίστεψα.
Ξύπνησα… έβλεπα ένα ψυχρό δωμάτιο νοσοκομείου, γύρω μου νοσοκόμες και ένας γιατρός. Έβλεπα και μένα ξαπλωμένο μου έκλεισαν τα μάτια. Η κυρα- Φανή να κλαίει… μα είμαι καλά γιατί κλαίει; Bλέπω στην πόρτα ένα πρόσωπο οικείο να μου χαμογελά… μα είναι ο μπαμπάς μου, τον αναγνώρισα… ίδιος από τις φωτογραφίες. Είχα να τον δω εξήντα τρία χρόνια και παρολ΄αυτά δεν άλλαξε. Απίστευτο!!
“Έλα κοντά μου, Χρήστο, έλα παιδί μου!”.
Επιτέλους, ο Άγιος Βασίλης μού έφερε το πολυπόθητο δώρο που ζητούσα από παιδί,ένας γεράκος με μακριά άσπρα μούσια πίσω από τον μπαμπά μου, μου έκλεισε το μάτι. Κάνε πλάκα, αυτός θα είναι ο Άγιος Βασίλης!! Αυτά τα Χριστούγεννα θα είναι αλλιώς για μένα, σκέφτηκα και χαμογέλασα χαρούμενος. Έπιασα το χέρι τού μπαμπούλη μου και περπατήσαμε μαζί…
_
γράφει η Μαρία Καφφέ
0 Σχόλια