Από το Φεβρουάριο του 2367 μ.Χ. που απαγορεύτηκε η δημιουργία προϊόντων μιας χρήσης λόγω της μεγάλης οικολογικής καταστροφής των προηγούμενων ετών, ο Μπάρμπης, κατά κόσμον Χαράλμπος Στούπος, ζωγράφιζε με εικονικά πινέλα σε μια μεγάλη οθόνη που προσομοίαζε την υφή του καμβά κι ύστερα αποθήκευε σε μια συσκευή υψηλής κρυπτογραφικής ασφάλειας τα πολύτιμα έργα του. Πολύτιμα για εκείνον μιας και ο τελευταίος πίνακας που είχε πουλήσει ήταν η ζωγραφιά ενός χάμπουργκερ με μπιφτέκι από μεταλλαγμένο βοδινό κρέας, ο οποίος κοσμούσε τον τιμοκατάλογο μιας συνοικιακής ταβέρνας στα περίχωρα της Χαλκίδας και την οποία είχε ξεπατικώσει από μια φωτογραφία που βρήκε σε ένα παλιό περιοδικό της εποχής του 2200 μ.Χ., τότε που η λήξη του πολέμου είχε σημάνει την έναρξη της εποχής προόδου της ανθρωπότητας… για ακόμα μια φορά!.
Τα έργα του απεικόνιζαν την ‘εναλλακτική πραγματικότητα του μέλλοντος που έχει έρθει’, όπως συνήθιζε να λέει γιατί δεν μπορούσε να δικαιολογήσει αλλιώς τους ακαταλαβίστικους πίνακές του. Γεμάτοι με άτσαλες πινελιές, σχεδόν τις ίδιες πάντα, και χωρίς ίχνος κάποιας καλλιτεχνικής αξίας, με χρώματα αταίριαστα και με σχήματα άλλοτε ανύπαρκτα κι άλλοτε αλλοπρόσαλλα, ήταν σχεδόν αποκρουστικοί στο μάτι. Κάθε βράδυ όμως, σαν έκλεινε τα μάτια του ονειρευόταν τις τιμές και τα βραβεία που δεχόταν από Ακαδημίες Τέχνης, από περιοδικά, από γκαλερί κι από τους απανταχού θαυμαστές του έργου του. Ο κόσμος άλλαζε μεμιάς σαν έπεφτε η νύχτα κι ερχόταν η στιγμή του ύπνου, όλα ήταν ασήμαντα, ακόμα κι οι άνθρωποι έμοιαζαν ασήμαντοι μπροστά στο μέγεθος το δικό του! Οι πίνακές του ξεπουλούσαν διαρκώς και οι τιμές τους έφταναν σε ύψη δυσθεώρητα! Το πλατύ χαμόγελο της επίπλαστης ευτυχίας τον κοίμιζε τελικά αφήνοντας πάντα μια έκφραση χαράς στο ροδαλό του πρόσωπο.
Ο χρόνος όμως είναι αμείλικτος, κι αντί να κολλήσει για πάντα στις στιγμές εκείνες μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, έφερνε το ξημέρωμα και μαζί με αυτό την πραγματικότητα που έκλεβε το χαμόγελο από το πρόσωπό του. Ένα τέτοιο πρωινό του ήρθε η μεγάλη ιδέα!...
Τρεις μήνες πριν είχε επισκεφτεί μια έκθεση ζωγραφικής κάποιων γνωστών – άγνωστων καλλιτεχνών που γινόταν στο δρόμο. Απόρησε γιατί δεν την φιλοξενούσαν σε κάποια γκαλερί, αλλά η περιέργειά του τον οδήγησε εκεί χωρίς καλά καλά να το σκεφτεί περισσότερο. Κι αμέσως βρήκε την απάντηση στο ερώτημα που έψαχνε. Τα έργα τέχνης, μόνο έργα τέχνης δεν ήταν! Στα μάτια του φάνταζαν περισσότερο σαν μουτζουρωμένοι πίνακες παρά για ζωγραφική. «Μα τι σκουπίδια είναι αυτά;» σκέφτηκε καθώς περιπλανιόταν ανάμεσα στα εκθέματα. «Ευτυχώς τουλάχιστον που δεν αναδίδουν και την μπόχα των σκουπιδιών αλλιώς θα είχα πεθάνει» είπε μέσα του και μια έκφραση αηδίας ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. Σύντομα όμως, βλέποντας τους απελπιστικά κακόγουστους πίνακες, τον έπιασαν τα γέλια. Προσπαθούσε να το κρύψει αλλά όχι με μεγάλη επιτυχία. Κάποια στιγμή, λίγο πιο μπροστά διέκρινε πλήθος μαζεμένο και πλησίασε να δει τι συμβαίνει. Ένας μαυροντυμένος ξερακιανός τύπος, με μουσάκι λεπτό κι ένα μακρύ τσιγάρο στο ένα χέρι ενώ στο άλλο κρατούσε ένα κόκκινο κασκόλ, είχε ανέβει πάνω σε ένα αναποδογυρισμένο καφάσι από μπύρες και μιλούσε.
«…γι’ αυτό η καλλιτεχνική αξία του έργου του είναι τόσο μεγάλη. Μέσα από αφαιρετικές προσεγγίσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ο ζωγράφος έχει καταφέρει να αναδείξει την ματαιοδοξία του αύριο. Ο άνθρωπος νοιάζεται μόνο για το σήμερα, το χτες τον αφήνει αδιάφορο και το αύριο δε θα έρθει ποτέ. Ο Γιάννης ο Τζάκρης καταφέρνει με το έργο του να το μεταδώσει αυτό ακόμα και στον πιο αδαή θεατή. Τα χρώματα για τον Γιάννη δεν έχουν καμία σημασία, όπως καμία σημασία δεν έχει το χτες και το αύριο. Ο υπερμεταμοντέρνος εξπρεσιονισμός, τον οποίο υπηρετεί πιστά τα τελευταία χρόνια ο ζωγράφος, βρίσκει στο πρόσωπο του Γιάννη, του δικού μας Γιάννη, τον μεγαλύτερο εκφραστή του…»
Γύρισε και κοίταξε τα έργα ολόγυρα. Είδε την ταμπέλα που επισήμανε τα έργα του Τζάκρη. Όλα ήταν άσπρες οθόνες- καμβάδες με μια μαύρη πινελιά, άλλη προς τα πάνω, άλλη προς τα κάτω κι άλλη προς όποια κατεύθυνση βόλευε τον καλλιτέχνη μάλλον, κι είχαν σε κάποιο σημείο τους κι από μια μικρή βούλα με κάποιο χρώμα! Τον έπιασαν ξανά τα γέλια… Είδε έναν άνθρωπο να περιεργάζεται έναν από τους πίνακες του Τζάκρη με περισπούδαστο ύφος και τον πλησίασε θέλοντας να του πιάσει την κουβέντα. Μέσα του είχε μια τρομερά μεγάλη διάθεση για να κάνει πλάκα με όλα αυτά τα απαίσια έργα των -ούτε που μπορούσε να τους χαρακτηρίσει- ζωγράφων της κακιάς ώρας.
- Πώς τους βλέπετε τους πίνακες; Ρώτησε δήθεν αδιάφορα προσπαθώντας να βρει αφορμή για ξεκινήσει την κουβέντα.
- Φαίνονται…, του απάντησε εκείνος ο άγνωστος τραβώντας το ‘αιιιιιιιιι’ για όσο είχε μέσα του αναπνοή, εντάξει. Αυτό το ‘εντάξει’ το είπε πολύ απότομα και τσιριχτά, όπως κάνουν οι γάτες αν τους πατήσει κανείς την ουρά.
- Είστε καλά;
- Ναι, ναι, ναι…, μα, ωωω, ναι είμαι μια χαρά. Απλώς…, απλώς θαυμάζω.
- Σας αρέσουν οι πίνακες;
- Μα βεβαίως. Κοιτάξτε την απλότητα. Κοιτάξτε την καθαρότητα. Κοιτάξτε τη μεγαλοπρέπεια. Κοιτάξτε. Απλώς κοιτάξτε…
- Δεν είναι κάπως…, πήγε να πει ο Μπάρμπης θέλοντας να καταλάβει αν εκείνος ο άγνωστος του μιλούσε σοβαρά ή όχι, αλλά τον διέκοψε.
- Μα ναι. Μα ναι. Ακριβώς όπως το είπατε αγαπητέ μου κύριε. Είναι κάπως. Κάπως. Δε θα μπορούσε να είναι άλλωστε αλλιώς, δε συμφωνείτε;
- Αλλιώς;
- Αλλιώς; επανέλαβε ο Τζάκρης σαν αντίλαλος!
- Εσείς με ρωτήσατε.
- Εγώ ρώτησα αν συμφωνείτε.
- Αν συμφωνώ με το γεγονός αν θα μπορούσε να είναι αλλιώς.
- Αλλιώς; Μα πώς θα μπορούσαν να είναι αλλιώς; Δε συμφωνείτε;
- Συμφωνώ, του απάντησε διστακτικά ο Μπάρμπης γιατί άρχισε να καταλαβαίνει πως κάτι δεν πήγαινε καλά.
- Κι εγώ συμφωνώ μαζί σας, του απάντησε ο άγνωστος άντρας. Η συμφωνία των χρωμάτων σε συνδυασμό με την απλότητα των σχημάτων προσδιορίζουν το μέγεθος και την αξία που διαλαμβάνεται μέσα στα νοήματα των έργων και τα οποία ο δέκτης παύλα θεατής παύλα θαυμαστής παύλα σκεπτόμενος άνθρωπος μπορεί εύκολα να εξάγει παρατηρώντας τα. Ναι αγαπητέ μου κύριε έχετε απόλυτο δίκιο, θα συμφωνήσω μαζί σας. Ορίστε, πάρτε και την κάρτα μου, θα χαρώ να μιλήσουμε για την τέχνη, βλέπω πως είστε γνώστης των πραγμάτων μα περισσότερο απ’ όλα βλέπω πως κατανοείτε το βαθύτερο νόημά της, ακόμα και το νόημα της ζωής, το βλέπω στα μάτια σας αγαπητέ!
- Σας ευχαριστώ πολύ, απάντησε. Επιτρέψτε μου να συστηθώ, Χαράλαμπος Στούπος, ζωγράφος.
- Ω, μα ναι! Ναι, ναι, ναι!, του απάντησε ο άγνωστος άντρας. Γι’ αυτό μπορείτε και βλέπετε πίσω από το έργο, βλέπετε το νόημα και την ψυχή του καλλιτέχνη, το κατάλαβα από την πρώτη στιγμή της συνομιλίας μας αγαπητέ. Ώστε είμαστε συνάδερφοι λοιπόν! Μπράβο, μπράβο, μπράβο. Τζακρής. Γιάννης Τζακρής, του είπε και του πρότεινε το χέρι.
Η χειραψία κράτησε μόνο ένα κλάσμα του δευτερολέπτου. Ο μαυροντυμένος άντρας που μιλούσε πίσω τους, με το τσιγάρο και το κόκκινο κασκόλ, φώναξε το όνομα του Τζάκρη και δείχνοντάς τον το πλήθος έτρεξε πάνω του να τον συγχαρεί. Ο Μπάρμπης είχε την εντύπωση πως μάλλον του έκαναν πλάκα εκείνου του κακόμοιρου πλάσματος που νόμιζε πως ήταν ζωγράφος παρά θαύμαζαν το έργο του.
Την ημέρα εκείνη μάζεψε πολλές κάρτες συναδέρφων του, αν και βαθιά μέσα του γνώριζε πως –αντικειμενικά- ο ίδιος ήταν πολύ ανώτερός τους. Απλώς δεν έτυχε ακόμα να αναγνωριστεί το ταλέντο του!
Εκείνο το πρωινό σηκώθηκε με κέφι. Έφτιαξε μια κούπα συνθετικό καφέ κι έβγαλε το μικρό μεταλλικό κουτί από το τελευταίο συρτάρι της βιβλιοθήκης. Εκεί μέσα φύλαγε ό,τι ήθελε να πετάξει αλλά για κάποιο λόγο που ούτε ο ίδιος δεν μπορούσε να εξηγήσει, δεν τα πετούσε. Ένα μεταλλικό κουτί γεμάτο χρήσιμα σκουπίδια! Το άνοιξε με μανία κι άρχισε να το ψάχνει. Βρήκε τις κάρτες όλων εκείνων των ατάλαντων ζωγράφων και τις έβγαλε έξω. Το κουτί πήρε ξανά τη θέση του στο τελευταίο συρτάρι κι ο καφές ακούμπησε τον ουρανίσκο του. «Αν εξαιρέσει κανείς την ελαφρώς μεταλλική γεύση, μάλλον επειδή είναι συνθετικός, μια χαρά είναι» σκέφτηκε κι ακούμπησε την πρώτη από τις κάρτες. ‘Γιάννης Τζάκρης – Εικαστικός’ έγραφε…
Κατέβασε στην οθόνη του τραπεζιού το φύλλο της εφημερίδας με τις αγγελίες, έπρεπε να βρει έναν κατάλληλο χώρο. Δε χρειάστηκε πολύ, το μάτι του έπεσε σε μια αγγελία για έναν εγκαταλειμμένο στάβλο στον οποίο γινόταν εκτροφή γενετικώς τροποποιημένων χοίρων και ο οποίος είχε τιμή εξαιρετικά χαμηλή. «Ωραία» σκέφτηκε κι αμέσως άρχισε τα τηλέφωνα. Μια βδομάδα αργότερα με το πρώτο λεωφορείο, τα αυτοκίνητα είχαν απαγορευτεί εδώ κι εξήντα περίπου χρόνια, πήγε στη Μακρινή Ράχη, στο χωριό που βρισκόταν ο στάβλος, ιδιοκτησίας του πια. Κατέβηκε στην πλατεία και ρώτησε τον μπακάλη για το στάβλο. Προς μεγάλη του απογοήτευση, έπρεπε να περπατήσει περίπου σαράντα λεπτά μέσα από κάποια μονοπάτια προκειμένου να βρεθεί στην ιδιοκτησία του. Η μεγάλη απόσταση στην αρχή τον προβλημάτισε, αλλά μετά σκέφτηκε πως ήταν ένα ακόμα πλεονέκτημα σ’ αυτό που είχε κατά νου να ετοιμάσει!
Ένα μήνα αργότερα, ο στάβλος ήταν έτοιμος. Είχε βγάλει από μέσα όλες τις κοπριές και τον έχει βάψει, αν και η μυρωδιά δεν έλεγε να φύγει με τίποτα! Έβαλε και μια μεγάλη ταμπέλα απ’ έξω. «Λάς» έγραφε και το βράδυ φωτιζόταν με κάτι φωσφορίζοντα αυτοκόλλητα της κακιάς ώρας, μέρος της σύλληψης της μεγαλοφυούς ιδέας κι αυτό! Έπιασε το τηλέφωνο και σχημάτισε το νούμερο του Τζάκρη.
- Παρακαλώ;
- Κύριε Τζάκρη εσείς είστε;
- Ναι. Ποιος με καλεί;
- Είμαι ο Χαράλαμπος ο Στούπος, πιθανόν να μη με θυμάστε…, είχαμε γνωριστεί ένα βράδυ πριν…
- Ω, αγαπητέ Χαράλαμπε. Μα βεβαίως και σε θυμάμαι, είναι δυνατόν να σε έχω ξεχάσει;
- Αυτό είναι καταπληκτικό! του απάντησε ο Μπάρμπης.
- Μα ξεχνιέσαι αγαπητέ;
- Λοιπόν, αν έχεις λίγο χρόνο θα ήθελα να σε απασχολήσω για κάτι που νομίζω είναι σημαντικό κι αφορά την τέχνη.
- Αν και με πιάνεις σε μια στιγμή έντονης δημιουργικής έξαρσης καθόσον έχω ξεκινήσει τη νέα μου συλλογή με τίτλο ‘Ο άνθρωπος κι ένα κλαρί μακρύ’, θα σου διαθέσω το χρόνο μου αγαπητέ. Σε ακούω.
- Λοιπόν, για να μη σπαταλώ όχι μόνο το χρόνο σου αλλά και τον δημιουργικό σου οίστρο θα σου τα πω εν συντομία. Έχοντας απελπιστεί από το γεγονός πως η πραγματική τέχνη δεν αναγνωρίζεται κι αντί αυτού…
- Ω, μα, ναι, η πραγματική τέχνη δεν αναγνωρίζεται αγαπητέ, είπε παρεμβαίνοντας ο Τζάκρης.
- …αντί αυτού λοιπόν έχει επικρατήσει το εμπορικό και το μη ποιοτικό, όπως έλεγα. Σκέφτηκα λοιπόν να δράσω, να δράσουμε αν θες…
- Ναι, ναι, ναι, να δράσουμε…
- … να δράσουμε για να αντιστρέψουμε αυτό το κακό. Τι πιο καλό λοιπόν από το να δημιουργήσουμε έναν πραγματικό χώρο τέχνης στον οποίο να εκθέτουμε την πραγματική τέχνη, την πραγματική ποιότητα. Μακριά από συμφέροντα κι από προκαταλήψεις.
- Ναι, μακριά από συμφέροντα κι από προκαταλήψεις, συμφωνώ αγαπητέ και μόλις μου έδωσες μια ιδέα κι αποφάσισα χρωματίσω μωβ ένα σύννεφο στον πίνακα που έχω μπροστά μου. Να δείξουμε πως οι προκαταλήψεις δεν αρμόζουν στην τέχνη και την καλλιτεχνική αντίληψη. Ο ζωγράφος πρέπει να είναι αντικομφορμιστής, να χαράζει νέους δρόμους… Και ναι, ταιριάζει απόλυτα το μωβ σύννεφο δίπλα στον γκρίζο ήλιο. Μα τι σύλληψη… Μπράβο αγαπητέ Χαράλαμπε. Μπράβο και πάλι μπράβο. Τι έλεγες;
- Έχω δημιουργήσει ένα χώρο τέχνης μακριά από τα αστικά κέντρα αποζητώντας την καθαρότητα του βουκολικού τοπίου. Έναν χώρο όπου θα αναδείξουμε την πραγματική ομορφιά και το μεγαλείο της τέχνης. Και σε θέλω εκεί, δίπλα μου για να…
- Μη…. Μη σε παρακαλώ… Μη. Μη μου λες… Ω, μα ναι, ναι, ναι. Για να μεγαλουργήσουμε αγαπητέ Χαράλαμπε. Είμαι μαζί σου. Τα έργα μου είναι στη διάθεσή σου. Τα έργα μου είναι υπηρέτες της τέχνης. Είναι υπηρέτες του ανθρώπου. Του κόσμου το κόσμημα είναι η τέχνη και μέσα σ’ αυτή και τα δικά μου έργα. Δικά σου. Αγαπητέ, δικά σου. Σε αφήνω όμως γιατί η αναφορά σου στο βουκολικό τοπίο με ενέπνευσε. Έχω στο μυαλό μου ήδη την εικόνα και θέλω να δημιουργήσω. Το έργο μου θα λέγεται «Η στιγμή και ο αμνός» και θα συμπεριληφθεί στην επόμενη συλλογή μου. Σε κλείνω αγαπητέ, σε κλείνω…
Το απόγευμα εκείνης της μέρας και μετά από πολλά τηλεφωνήματα είχαν όλα γίνει όπως τα έβλεπε στο μυαλό του. Ένας χώρος τέχνης στον οποίο θα μπορούσε να εκθέσει τα έργα του. Τα αριστουργήματα του. Που θα ξεχώριζαν από το σωρό των κακόγουστων έργων των άλλων ζωγράφων που είχε προσκαλέσει. Άλλωστε γι’ αυτό τους ήθελε, για να δημιουργήσει ένα μέτρο σύγκρισης το οποίο μοιραία θα οδηγούσε τους επισκέπτες της γκαλερί ‘Λάς’ στη Μακρινή Ράχη να συμπεράνουν και να κατανοήσουν την ανωτερώτητά του. Οι άλλοι ήταν απλά πιόνια, τα οποία συν τοις άλλοις θα έφερναν μαζί τους και κόσμο, τον κόσμο που είχε ανάγκη για να αναδειχτεί ο ίδιος.
Με το πρόσχημα της απελευθέρωσης από τα καθιερωμένα αλλά και τα δεσμά της πόλης, είχε τυπώσει και λίγα ενημερωτικά φυλλάδια. Θέλοντας δε να δικαιολογήσει και το γεγονός πως η ‘Λάς’ ήταν και μια ώρα ποδαρόδρομο μακριά από το χωριό, έγραψε ως σύνθημα: «Η τέχνη απαιτεί ιδρώτα και κόπο, αλλιώς είναι απλώς μια τεχνική».
Ο κόσμος στα εγκαίνια ήταν αρκετός, όλοι οι συμμετέχοντες ζωγράφοι είχαν φέρει μαζί τους και μερικούς γνωστούς κι έτσι φάνηκε πως η βραδιά θα ήταν απολύτως επιτυχημένη. Ο Μπάρμπης περιδιάβαινε τους διαδρόμους κι από το πολύ καμάρι έμοιαζε σαν να έχει καταπιεί λοστό! Είχε εντελώς απαξιωτική αντίληψη για όλα τα υπόλοιπα έργα, φρόντιζε όμως να μην το δείχνει. Ήταν άλλωστε σίγουρος πως το αποτέλεσμα της βραδιάς θα ήταν διθυραμβικές κριτικές για τους δικούς του πίνακες. Οι άνθρωποι της τέχνης έκαναν πηγαδάκια γύρω από τα εκθέματα συζητώντας κι αναλύοντας τις απόψεις τους. Παρά την κούραση από το περπάτημα για να φτάσουν μέχρι τον πρώην στάβλο και την μυρωδιά από την κοπριά που είχε ποτίσει τους τοίχους ανεξίτηλα κι έκανε τα ρουθούνια των πρωτευουσιάνων να παραπονιούνται, δεν έκρυβαν το θαυμασμό τους τόσο για τα έργα όσο και για την πρωτοτυπία της σκέψης για τη δημιουργία ετούτου του εξαιρετικού χώρου. Έτσι τουλάχιστον έλεγαν σε κάθε ευκαιρία όταν ο Μπάρμπης έτυχε να περνάει δίπλα τους κάνοντάς τον να καμαρώνει ακόμα περισσότερο. Το μόνο αταίριαστο στη βραδιά ήταν οι χωρικοί, που γεμάτοι περιέργεια, είχαν παραστεί κι εκείνοι θέλοντας να εξακριβώσουν ιδίοις όμμασοι το μεγαλείο της τέχνης.
Η κυρά Λένη κι ο άντρας της ο μπαρμπα-Μήτσος, είχαν πατημένα τα ογδόντα εδώ και χρόνια. Φόρεσαν τα καλά τους και κουτσά στραβά έφτασαν στο στάβλο. Λίγο πριν φτάσουν, εκεί στη διχάλα του Παναή, όπως έλεγαν το σημείο που το ένα μονοπάτι πήγαινε στο στάβλο και το άλλο στο διάσελο του βουνού πέρα από το χωρίο, χαμογέλασαν πονηρά και οι δυο! Ήταν το σημείο που ‘γνωρίστηκαν’ κανονικά για πρώτη φορά.
- Θυμάσαι Λένη μ’; είπε με νόημα ο γέρος.
- Πάψε βρε αθεόφοβε, όλο εκεί είν’ το μυαλό σ’. Σουβαρέψ’, τώρα πάμε στην εκδήλουσ’ με τς καλλιτέχνες, κοίτα μόνο μη με κάν’ς ρεζίλ’. Εντάξ’;
- Ωχου, ρε Λένη, μια ζωή έτσι ήσταν, τώρα θ’ αλλάξ’ς. Άει πάμε… Αλλά τότε… θυμάσαι;… Άλλα μου ’λεγες…
- Πάψε, βρε αθεόφοβε, πάψε…
Μόλις έφτασαν στο στάβλο είδαν τον κόσμο και μπήκαν κι αυτοί μέσα. Κοιτούσαν ολόγυρα και δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί γινόταν όλος αυτός ο χαλασμός, μα κυρίως γιατί ο στάβλος είχε αλλάξει χρήση.
- Ρε Λένη, γιατί έχουν κρεμάσ’ στου τοίχου όλες αυτές τις μουτζούρες; Δεν τουν έβαφαν καλύτερα ένα χρουματάκι τ’ς προκουπής;
- Πάψε Μήτσου, θα μι κάν’ς ρεζίλι.
- Καλά. Δε μ’ λες, τι ήρθαμε να δούμε εδώ;
- Για να σ’ πω την αλήθεια δεν ξέρω. Κάτ’ ζουγρφιές θα δείξ’νε μ’ είπε η Γιώργαινα.
- Και πού ’ντες οι ζωγραφιές, γιατί τ’ς κρύβουν;
- Και πού θες να ξέρω; Πάψε μόνο, μη μιλάς γιατί θα με κάν’ς ρεζίλι. Μην του ξαναπώ. Εντάξ’;
- Εντάξ’.
Μια φωνή από τα ηχεία ακούστηκε εκείνη τη στιγμή.
«Παρακαλώ, οι αξιότιμοι ζωγράφοι μας να ανέβουν στη σκηνή»
Όλοι οι καλλιτέχνες, με πρώτο τον Μπάρμπη βεβαίως, ανέβηκαν στην πρόχειρη σκηνή που φιλοξενούσε τη μικρή ορχήστρα.
«Αγαπητοί φίλοι» ακούστηκε πάλι η ίδια φωνή από τα ηχεία, «έχουμε τη χαρά να σας γνωρίσουμε τους ζωγράφους των οποίων τις δημιουργίες παρουσιάζουμε εδώ σήμερα και που με το ταλέντο τους ομορφαίνουν τη ζωή μας. Ακούραστοι εργάτες της τέχνης. Κοινωνοί του θείου σε μας τους απλούς θνητούς…»
- Τι είναι όλοι αυτοί Μήτσο μ’;
- Ξέρω κι εγώ; Κάτι εργάτες λέει, αλλά δεν είπε που δ’λεύνε. Πάψε ν’ ακούσω καλύτερα.
«…Φύλακες της ομορφιάς και του ωραίου…»
- Αστυφύλακες είναι Λένη. Λάθος θα άκουσα πριν…
«…Με ξεχωριστή τεχνοτροπία ο καθένας έχουν καταφέρει συλλογικά να παρουσιάσουν την απολλώνια ομορφιά του σύμπαντος και του συλλογικού συνειδητού…»
- Τι λέει Μήτσο μ’
- Κάτι για τον Απόλλωνα; Βρε Λένη, μπας και παίζουν τίποτα ποδόσφαιρο σε καμιά ομάδα; Είσαι σίγουρ’ πως η Γιώργαινα είπε για ζουγραφιές;
- Έτσ’ μου ’πε, έτσ’ σ’ λέω.
«…με ατόφια χρώματα και καθαρές γραμμές δεν κρατούν τίποτα για τον εαυτό τους, δίνουν την ψυχή τους και δεν αφήνουν τίποτα κρυφό, δεν κάνουν καψόνια στους θαυμαστές τους, τη βγάζουν στο φως της ημέρας…»
- Μήτσο, πάψε, ξέρω γιατί λεν’.
- Για πες μ’ κι εμένα γιατί χαμπάρ’ δεν έχω πάρει.
- Για τα ψώνια τ’ς μέρας!
- Αυτοί εκεί παν’ είναι τα ψώνια τ’ς μέρας; Είναι ψώνια οι ανθρώπ’; Πας καλά μαρή Λένη, πας καλά;…
_
γράφει ο Ι.Κ. Διογένης
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
0 Σχόλια