Το αγόρι και το μενταγιόν

Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχαν όνειρα και φθινοπωρινές μπαλάντες και κάστρα στην άμμο. Και υπήρχε κι ένα αγόρι, του οποίου το όνομα ποτέ δεν συγκρατεί η μνήμη μου, που μπορούσε να εκμεταλλευτεί όλα τα παραπάνω προς όφελός του. Αιχμαλώτιζε τα όνειρα μέσα στις μικρές του ονειροπαγίδες, στραγγίζοντάς τα και παίρνοντας τη μαγεία τους. Άλλαζε τις μελωδίες από τις φθινοπωρινές μπαλάντες, ώστε να μπορεί μόνο εκείνος να αποκωδικοποιεί τα λόγια τους. Και γκρέμιζε τα κάστρα της άμμου για να μην μπορεί κανείς, εκτός από τον ίδιο, να τα πολιορκήσει.
Μια μέρα, καθώς το αγόρι στράγγιζε τη μαγεία ενός ονείρου, μια κοπέλα πέρασε μπροστά από το ανοιχτό του παράθυρο. Από το λίγο που πρόλαβε να δει, ένα μενταγιόν στο χρώμα της σελήνης κρεμόταν από το λαιμό της. Κάτι μέσα στο αγόρι άρχισε να του καίει τα σωθικά. Δεν ήξερε τι ήταν αυτό το κόσμημα, αλλά η απόκτησή του έγινε η νέα, αγαπημένη του εμμονή.
Οι μέρες διαδέχονταν η μία την άλλη και κάθε σχέδιο του αγοριού να βρει το μενταγιόν αποτύγχανε. Έχοντας χάσει κάθε ελπίδα, άρχισε να καταστρέφει οτιδήποτε περνούσε από το διάβα του. Σκότωνε τα όνειρα, έσβηνε τις ιστορίες που εξιστορούσαν οι μπαλάντες και μετέτρεπε την άμμο σε πέτρες, ώστε κανείς να μην μπορέσει να ξαναχτίσει κάστρα. Αφού δεν είναι αυτό που θέλω, δεν έχει σημασία, έπιανε τον εαυτό του να συλλογίζεται, κάθε φορά που πήγαινε να καταστρέψει κάτι.
Κάπως έτσι πέρναγε το αγόρι τον καιρό του, ώσπου η άνοιξη παρέδωσε τη θέση της στο θέρος, μπας και η ζέστη τού γλυκάνει λίγο την καρδιά. Αλλά, εκείνη παρέμενε πικραμένη, έχοντας ακόμη πάνω της ξερά κλαδιά και μαραμένα λουλούδια, υπολείμματα που ξέχασε να πάρει η άνοιξη προτού φύγει.
«Γιατί κλαις;», μια γέρικη φωνή τρόμαξε το αγόρι, κάνοντάς το να σηκώσει το κεφάλι, αφήνοντας στη μέση το φόνο ενός ονείρου. Τότε, τα μάτια του αντίκρισαν εκείνα ενός γεράκου, που πέρναγε από το κατώφλι του σπιτιού του. «Ορίστε;», απόρησε και τοποθέτησε τα ακροδάχτυλά του στο πρόσωπό του. Αμέσως, εκείνα γέμισαν υγρασία. Δεν είχε καταλάβει τόση ώρα πως έκλαιγε. «Τι σου φταίει, παλικάρι μου;», συνέχισε να μιλάει ο ξένος.
Το αγόρι απελευθέρωσε το όνειρο και σηκώθηκε όρθιο. Αφού διέσχισε τον κήπο του, στάθηκε μπροστά από τον γέρο και του ψιθύρισε κάτι στο αυτί. Εκείνος χαμογέλασε. «Για ένα μενταγιόν κλαις, αγόρι μου; Μπορώ να σου φτιάξω εγώ ένα», πρότεινε ο ξένος και τα μάτια του αγοριού έλαμψαν. Η πρότασή του ήταν εξαιρετικά δελεαστική, αλλά ήθελε, στ’ αλήθεια, να έχει μια απομίμηση;
Το σκέφτηκε για κάμποση ώρα, ζυγίζοντας τα υπέρ και τα κατά κάθε πιθανής του απόφασης. Αλλά, η δίψα για την απόκτηση αυτού του κοσμήματος ήταν τόσο μεγάλη, που δεν τον ένοιαζε πώς θα ξεδιψούσε, αρκεί να ξεδιψούσε. Έτσι, με τα πολλά και με τα λίγα, το αγόρι συμφώνησε με την πρόταση του ηλικιωμένου άντρα. Υπό έναν όρο, όμως: να σταματήσει να εκμεταλλεύεται τα όνειρα, τις φθινοπωρινές μπαλάντες και τα κάστρα της άμμου, ακόμη κι όταν χρειαζόταν τη δύναμή τους.
Το αγόρι γέλασε. «Δεν υπάρχει κάτι πολυτιμότερο από το μενταγιόν για μένα. Χάρισμά σου όλα τ ’άλλα», είπε στον ξένο. Ένα απαλό μειδίαμα απλώθηκε πάνω στα χείλη του γεράκου. «Όπως θες, παιδί μου», απάντησε και χάθηκε από το κατώφλι του αγοριού, όσο ξαφνικά είχε εμφανιστεί. Το αγόρι, αν και παραξενευμένο, δεν αντέδρασε. Διέσχισε τον κήπο του και κάθισε στην ξύλινη καρέκλα του.
Αμέσως, το μυαλό του άρχισε να τον ταξιδεύει σε μέρη απατηλά, σε μέρη όπου το κόσμημα που τόσο πολύ λαχταρούσε ήταν δικό του. Μια αίσθηση ευφορίας έκανε την καρδιά του να σκιρτήσει, απομακρύνοντας τα ξερά κλαδιά και τα νεκρά λουλούδια μακριά της. Τώρα, η θέρμη του καλοκαιριού μπορούσε να την αγκαλιάσει άφοβα.
Δεν κατάλαβε για πότε η ημέρα έγινε νύχτα. Ένα ψυχρό, καλοκαιρινό αεράκι του μαρτύρησε πως ο ουρανός σκοτείνιασε κι εκείνος τον κοίταξε για να επιβεβαιωθεί. Αλήθεια, ονειροπολούσε τόσες ώρες; «Γεια σου, παλικάρι μου», η γνώριμη φωνή του ηλικιωμένου άντρα αντήχησε μέσα στα αυτιά του, κάνοντάς τον να στρέψει, απότομα, το κεφάλι του μπροστά. Το λαμπύρισμα ενός μενταγιόν στο χρώμα της σελήνης τον έκανε να δακρύσει. Έτρεξε, ωσότου έφτασε απέναντι από τον ξένο.
«Σε ευχαριστώ!», αναφώνησε και πήγε να αρπάξει το κόσμημα, μα ο γεράκος τον σταμάτησε προτού το χέρι του το αγγίξει. «Είσαι σίγουρος γι’ αυτό που πας να κάνεις;», ρώτησε. Το αγόρι κούνησε το κεφάλι καταφατικά, καταπίνοντας μερικές συλλαβές πριν γίνουν λέξεις πάνω στα χείλη του. Ο ηλικιωμένος, τότε, πρόσφερε στο αγόρι ένα χαιρέκακο γέλιο, λίγο πριν πετάξει το κολιέ που κρατούσε πάνω από τα κάγκελα της πόρτας.
«Καλή τύχη, μικρέ», είπε και χάθηκε μέσα στη νύχτα, όσο το κόσμημα έπεφτε πάνω στο γρασίδι του κήπου. Το αγόρι έσπευσε να το πάρει στα χέρια του. Εκείνη την ώρα ένιωθε πως ήταν ο πιο τυχερός άνθρωπος πάνω στην πλάση. Μέχρι που εκείνη η ώρα εξατμίστηκε, αφήνοντας πίσω της μια πραγματικότητα σκληρή κι απαίσια. Το μενταγιόν διαλύθηκε στα χέρια του αγοριού, πριν προλάβει να το δει καλύτερα.
Βαθιά θλίψη σκέπασε το όμορφο πρόσωπό του. Μα η πιο μεγάλη οδύνη ήρθε αργότερα, σαν συνειδητοποίησε τη συμφωνία που είχε κάνει.
Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Μάλλον.

 

_

γράφει η Ειρήνη Πατατανέ

Ακολουθήστε μας

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 12 – 13 Ιουλίου 2025

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 12 – 13 Ιουλίου 2025

Real News https://youtu.be/IaJvsqgpYXkΚαθημερινή Πρώτο Θέμα Το Βήμα της Κυριακής Δώστε μας το email σας και κάθε Παρασκευήθα έχετε στα εισερχόμενά σας τις προσφορές των εφημερίδων (Δεν στέλνουμε ανεπιθύμητη αλληλογραφία ενώ μπορείτε να...

Επείγοντα περιστατικά

Επείγοντα περιστατικά

ΕΙΔΑ ΤΟΝ ΓΕΙΤΟΝΑ ΜΟΥ, τον Χάρη, να μπαίνει φουριόζος στο νοσοκομείο. Άρχισε να ρωτά κάτι, στα πεταχτά, όποιον έβρισκε μπρος του, χωρίς να σταματήσει. Συνέχιζε, τρέχοντας στους διαδρόμους, να κοιτά γύρω του με μάτια πανικόβλητα. Έψαχνε τα επείγοντα περιστατικά....

Εμείς

Εμείς

Μου λείπεις· Η θύμησή σου αβάσταχτο κενό μου καίει τα σωθικά. Κι Εγώ τόσο μικρή μπροστά στον Έρωτά μας στον Έρωτα τον θαρραλέο τον τολμηρό τον φευγαλέο. Κι Εσύ τόσο μικρός μπροστά στο «Εγώ» σου στο «Εγώ» το ανίκητο το πελώριο το αήττητο. Το «Σ ’αγαπώ» από τα χείλη...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Διαβάστε κι αυτά

Εμείς

Εμείς

Μου λείπεις· Η θύμησή σου αβάσταχτο κενό μου καίει τα σωθικά. Κι Εγώ τόσο μικρή μπροστά στον Έρωτά μας στον Έρωτα τον θαρραλέο τον τολμηρό τον φευγαλέο. Κι Εσύ τόσο μικρός μπροστά στο «Εγώ» σου στο «Εγώ» το ανίκητο το πελώριο το αήττητο. Το «Σ ’αγαπώ» από τα χείλη...

Ελάσσονα Κλίμακα

Ελάσσονα Κλίμακα

Το σκοτάδι, νομίζω, σου μοιάζει,με φιλά και χορεύω στα βάθη του.Όταν λείπω διαλύει τη σάρκα του,γιατί, λέει, δεν μπορεί να μ ’αλλάξει. Είναι κάτω πεσμένο και κλαίει.Το τυλίγουν σκουριά κι αποτσίγαρα.Μουρμουρίζει λέξεις από σίδερα,και σ ’αλμυρό πάτωμα επιπλέει. Να...

Της μάνας ο αποχαιρετισμός

Της μάνας ο αποχαιρετισμός

Ένα πουλί να προσπαθείνα προσπαθεί μα δεν μπορείαπ’ τής αγκάλες της να βγειτης μάνας της μοναδικής Έχει σχοινιά από σ’ αγαπώαυτή με πείσμα ως το θεόμε ένα αντίο θλιβερόκλάμματα βάνουν και οι δυο Μάνα αν αλήθεια μ’ αγαπάςμην φύγεις τώρα είναι βοριάςΜάνα δεν ξέρω να...

0 σχόλια

0 Σχόλια

Υποβάλετε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *