Σε ένα ψαροχώρι γεννήθηκα,
εκεί, δίπλα στο κύμα
και την αρμύρα, έχτισα τα όνειρά μου.
Με το πρώτο φως άκουγα τις βάρκες
να σπάνε τη σιωπή του πρωινού
και τις φωνές των ψαράδων
να μπλέκονται με το τραγούδι του ανέμου.
Εκεί, έμαθα να διαβάζω τα σύννεφα,
να ξεχωρίζω το κάλεσμα της καταιγίδας
και το ψιθύρισμα της νηνεμίας.
Έμαθα να σωπαίνω,
όταν όλα γύρω μου φώναζαν
και να κοιτάζω μακριά,
εκεί, που δεν φτάνει το μάτι,
μα φτάνει η επιθυμία.
Μάζευα ξεραμένους αστερίες
και κοχύλια,
κι έλεγα ιστορίες στον εαυτό μου,
για γοργόνες και ναυτικούς.
Ποιος ήξερε τότε πως έγραφα χωρίς χαρτί;
Καθόμουν με τις ώρες στην άκρη του μόλου
με τα πόδια στο νερό,
κι άκουγα τον βυθό να ανασαίνει.
Η θάλασσα δεν μιλά,
αλλά καταλαβαίνει.
Εκεί, στο ψαροχώρι,
ανακάλυψα πως η σιωπή
είναι η πιο δυνατή φωνή.
Έτσι, με τα χέρια βρεγμένα και τη σκέψη χαμένη,
προσπαθούσα να πιάσω τις στιγμές
και να τις φυλακίσω.
Μα η θάλασσα δεν αφήνει τίποτε στέρεο,
όλα φεύγουν και έρχονται.
όλα επαναλαμβάνονται, ξανά και ξανά,
σαν το κύμα που σκάει στην άμμο
και ξαναγεννιέται.
Έτσι, άρχισα να παρατηρώ χωρίς να κρίνω,
να αναγνωρίζω το αθέατο, το ανείπωτο,
να νιώθω μικρή,
για όσα ακόμη δεν καταλαβαίνω,
να φοβάμαι την αλλαγή,
αλλά να την επιθυμώ κιόλας.
Εκεί, στο ψαροχώρι,
έγινα όλα όσα είμαι,
καλά και άσχημα,
πολλά και λίγα ταυτόχρονα.
_
γράφει η Έλενα Γιαννούλη
0 Σχόλια