Η Αριάδνη, τελειόφοιτος μαθήτρια του Δημοτικού, σημαιοφόρος και δραστήρια Πρόεδρος του Μαθητικού Συμβουλίου, συνήθιζε να περνά τα πρώτα διαλείμματα στην «Πρότυπη Σχολική Βιβλιοθήκη». Αν και το σπίτι της ήταν γεμάτο από βιβλία, το περιβάλλον της αίθουσας την ενέπνεε, όπως και η νεαρή δασκάλα και βιβλιοθηκονόμος. Διότι η τελευταία, αφού διάβασε ένα παραμύθι της, προσπέρασε το λαμπρό όνομα των γονιών της κι εξέφρασε τη βεβαιότητα πως η Αριάδνη θα γινόταν διάσημη ως συγγραφέας. Μάλιστα, ενώ η προηγούμενη δασκάλα σημείωνε απλά «Άριστα» κι «Εύγε» η δεσποινίδα Χρυσάνθη προέβαινε σε ουσιαστικές παρατηρήσεις και της υποδείκνυε βιβλία που θα την βοηθούσαν να εξελίξει την «τεχνική» της. «Σοφόν το σαφές», τόνιζε. «Αληθινή παιδαγωγός. Μπράβο της!», θαύμασε η σοφή γιαγιά Αριάδνη. Η εγγονή Αριάδνη ήταν περήφανη για το δημοτικό σύμβουλο παππού, την φιλόλογο και υποδιευθύντρια γιαγιά, τον δικηγόρο μπαμπά και την αρχιτέκτονα μαμά αλλά δεν της άρεσε η εμμονή με την οικογένειά της. Ωραία· καταγόταν από ιστορική κι ευυπόληπτη οικογένεια αλλά αυτό δεν ήταν προσωπικό της επίτευγμα και άρα δίκαιο κριτήριο αξιολόγησης. Ήδη στο τέλος της Πρώτης Δημοτικού είχε δηλώσει ρητά στη δασκάλα πως προτιμούσε οι επιστολές για τη μαμά της, που ήταν πρόεδρος του συμβουλίου γονέων, να στέλνονται απευθείας στο σπίτι. Οπωσδήποτε, εκείνη την Παρασκευή τα βιβλία μπορούσαν να περιμένουν καθώς η Αριάδνη, που μόλις την προηγούμενη εβδομάδα είχε ολοκληρώσει τον Γλάρο Ιωνάθαν Λίβινγκστον, τον οποίο λάτρεψε όσο και τον Μικρό Πρίγκηπα, ένιωθε πως όφειλε και η ίδια να αγκαλιάσει με τις φτερούγες της ένα κορίτσι που έμοιαζε με ρόδο, οχυρωμένο στις βελόνες του. Διότι για την Αριάδνη η λειτουργία της ανάγνωσης συνίστατο, πέρα από την ανακάλυψη νέων κόσμων, στην αποκάλυψη τρόπων προσέγγισης ανθρώπων, κρυμμένων πίσω από σφαλιστά παράθυρα.
Εκείνο το πρωί λοιπόν, λίγα δευτερόλεπτα μετά το κουδούνι για το διάλειμμα η Ελενίτσα της Πέμπτης Τάξης είχε ξεσπάσει σε γοερά κλάματα. Αιτία των δακρύων ήταν ένα αιχμηρό πείραγμα, καθώς η κοπέλα κινούσε για την αυλή με μία τυρόπιτα στο ένα χέρι κι ένα φρουτοποτό στο άλλο: «Χοντρή, χοντρή, πιάσε με αν μπορείς! Δεν μπορείς, δεν μπορείς! Χοντρή, χοντρή, ο μπαμπάς σου ο πειρατής!», σούρισε το διαβολάκι της τάξης, συνοψίζοντας σε μία πρόταση το δράμα της ζωής της συμμαθήτριας. Η Ελενίτσα, λοιπόν, ως υπέρβαρη, δυσκολευόταν να τρέξει κι επιπλέον είχε μπαμπά κατάδικο, εξαιτίας κλοπών αλλά και συμμετοχής σε διακίνηση πειρατικών προγραμμάτων για υπολογιστές. Τα περισσότερα παιδιά αδιαφόρησαν, το πειραχτήρι με τους φίλους του ξέσπασαν σε γέλια και η Ελενίτσα κλαμένη σύρθηκε ν’ απομονωθεί στις τουαλέτες. «Η χοντρή Ελένη κάθεται και κλαίει», υπερθεμάτισε κάποιος και ο Λευτέρης που είχε αρχίσει την καζούρα εμπνεόμενος από τους Πειρατές της Καραϊβικής διέταξε: «Σκάσε ρε». Μετανιωμένη ήδη για τη στιγμιαία αδράνειά της η Αριάδνη ακολούθησε την Ελενίτσα. «Άστην, είναι βλαμμένη…», πήγε να πει η Αννίτα και η Αριάδνη την κάρφωσε με ένα έμπυρο βλέμμα. Όσο για το βλέμμα, με το οποίο προσκάλεσε την ταραγμένη Ελενίτσα για βόλτα ήταν πλήρες άδολου ενδιαφέροντος. «Άστον. Κι εμένα με λέει σπασικλάκι, αλλά δεν του δίνω σημασία. Όταν επιμένει τον αποκαλώ σκαντζόχοιρο. Έλα, πάμε μια βόλτα στον κήπο. Είμαι περίεργη να δω αν άνθισαν καινούρια τριαντάφυλλα». «Η μαμά φτιάχνει γλυκό τριαντάφυλλο!». «Πάμε να θαυμάσουμε τα λουλούδια και να σου πω, αν θες, το μύθο τους. Αχ… κι εσύ μπορείς σε παρακαλώ να μου θυμίσεις εκείνη τη μελωδία, που έπαιξες τα Χριστούγεννα στο σπίτι μου; Προσπαθώ να βρω το τραγούδι αλλά δεν μπορώ. Άλλωστε, όποτε τολμώ να τραγουδήσω σείεται η τζαμαρία! Ενώ εσύ, είσαι, όπως λέει και η γιαγιά μου, αηδόνι». Μελωδία· τραγούδι· αυτό ήταν σημείο-κλειδί της Ελενίτσας, μοναδικό και ακριβό κληροδότημα του μπαμπά, που την αποκαλούσε «μονάκριβη»: «Περιμπανού τη λέγαν τα παιδιά, Περιμπανού[…]/ Έγραφε τ’ όνομά της στον καθρέφτη τ’ ουρανού/ μ’ ενός πνιγμένου γλάρου φτερό», τραγούδησε δειλά. Τα δύο κορίτσια δεν πρόλαβαν να πουν πολλά, αλλά η Αριάδνη ένιωθε τις βελόνες του ρόδου να υποχωρούν, καθώς αυτό αυθόρμητα προσπαθούσε να αποκαλύψει τη μορφή και το άρωμά του. «Κάποτε πνίγομαι», ήταν η τελευταία φράση της Ελενίτσας πριν ηχήσει το κουδούνι. «Το μάθημα έχετε;». «Μουσική, με τη δεσποινίδα Χρυσάνθη». «Στο στοιχείο σου! Μάγεψέ τους!». «Θα προσπαθήσω», υποσχέθηκε η Ελενίτσα με ένα νεογνό θάρρος, σαν γέννημα-βλέμμα της φίλης! Πράγματι το ντροπαλό αηδόνι δεν απέρριψε την πρόταση της δασκάλας να τραγουδήσει σόλο το «Μινόρε της Αυγής».
Το μεσημέρι, όταν η μαμά της Αριάδνης έφτασε για την πάρει, η κοπέλα ζήτησε να πάνε και την Ελενίτσα στο σπίτι της καθώς το ημιυπόγειο όπου έμενε η τελευταία, δεν απείχε πολύ από τη δική τους μεζονέτα. Μάλιστα η κυρία Μαρία, η μαμά της Ελενίτσας, πήγαινε κάθε Τετάρτη στο σπίτι της Αριάδνης για την καθαριότητα. Όσο για τον μπαμπά της, που ενίοτε περιποιόταν τον κήπο του παππού, είχε συλληφθεί τον Νοέμβριο για κλοπή. Η Αριάδνη θεωρούσε τον κύριο Γιάννη μάλλον συμπαθητικό, καθώς φρόντιζε τα λουλούδια με τρυφερότητα, σαν να ήταν μικρά παιδιά. Αναρωτιόταν, κιόλας, πώς ήταν δυνατό ένας τέτοιος άνθρωπος να διαπράττει κολάσιμες πράξεις. Μια μέρα, στο φούρνο, άκουσε δύο κυρίες να λένε πως «παρασύρθηκε» από μικρός. Το ίδιο προέβλεπαν πως το ίδιο θα συνέβαινε και με την Ελενίτσα, που μόλις είχε βγει από το φούρνο σκαλίζοντας την τάρτα που είχε αγοράσει. Επισήμαιναν επίσης πως ένας λόγος για το περιττό βάρος της κοπέλας ήταν η «κατάσταση» που επικρατούσε στο σπίτι της. «Αυτή θα γίνει τρομοκράτισσα», άκουσε η Αριάδνη την παπαδιά να λέει στη γιαγιά της, αρχές Δεκεμβρίου, λίγες μέρες μετά την τελευταία σύλληψη του κυρίου Γιάννη. Και η σοφή γιαγιά απάντησε πως ήταν καθήκον της κοινωνίας η Ελενίτσα να μην γίνει τρομοκράτισσα και κυρίως να μην μεγαλώσει με τον τρόμο των ανθρώπων. Ίσως γι’ αυτό, για ν’ αγαπήσει η Ελενίτσα τους ανθρώπους τα Χριστούγεννα η μαμά της Αριάδνης προσκάλεσε την κυρία Μαρία και την Ελενίτσα στο σπίτι τους. Τότε η κοπελίτσα, προς μεγάλη έκπληξη, της μαμάς της κυρίως, περιορίστηκε σε μία κανονική μερίδα. «Η σημασία των γευμάτων βρίσκεται στο αποτύπωμα που αφήνουν στην ψυχή», είπε σιβυλλικά η γιαγιά Αριάδνη στην εγγονή, μετά το δείπνο.
Όταν το απόγευμα «του πειράγματος» η Αριάδνη αφηγήθηκε στην κυρία Αλεξάνδρα τα γεγονότα, η σοφή μαμά ρώτησε: «Αριάδνη μου, ποιο ταλέντο έχει η Ελενίτσα, τι αγαπά αληθινά; Να, εσύ λατρεύεις τη λογοτεχνία, η Αννίτα το χορό…». «Έχει μαγική φωνή μαμά, αλλά ντρέπεται…». «Πράγματι…». «Την επόμενη εβδομάδα η Ελενίτσα έχει τη γιορτή και τα γενέθλιά της. Ένα μεγάλο αρμόνιο στοιχίζει πολύ; Σκέφτομαι να σπάσω τον κουμπαρά μου…». «Καρδούλα μου, θα φροντίσω να διευθετηθεί το ζήτημα μέσω του Συλλόγου Γονέων. Αλλά θέλω να μιλήσεις και στα παιδιά της Πέμπτης και της Έκτης ώστε να φανεί ως πρωτοβουλία του Συμβουλίου σας. Η Ελενίτσα πρέπει να νιώσει την αγάπη σας». «Όλοι την αγαπάμε μαμά! Όταν πέρσι είχε σπάσει η κούνια κι έπεσε όλοι ανησύχησαν. Μάλιστα ο Δημήτρης τηλεφώνησε στον μπαμπά του να έρθει να την εξετάσει. Κι εμένα μου λένε πως πάω το διάλειμμα στη Βιβλιοθήκη για να με αγαπούν οι δάσκαλοι, αλλά δεν νοιάζομαι. Η Ελενίτσα όμως πικραίνεται πολύ με αυτά που της λένε. Η Αννίτα πιστεύει πως η Ελενίτσα πάχυνε γιατί είναι λαίμαργη και τεμπέλα και γιατί έχει μπαμπά κακής διαγωγής. Μαμά… γιατί η Αννίτα συμπεριφέρεται έτσι. Δεν είναι κακιά αλλά…». «Θα φροντίσουμε την Ελενίτσα, μην ανησυχείς γλυκιά μου. Και να προτείνεις στην Αννίτα να διαβάσει τα Τρία Μικρά Λυκάκια του Ευγένιου Τριβιζά. Διότι τα στερεότυπα είναι επικίνδυνα, όπως και η αυτοπεποίθηση όταν αγγίζει την έπαρση!». «Έχουμε το βιβλίο στη Βιβλιοθήκη! Θα πως στη δεσποινίδα Χρυσάνθη να το προτείνει σε όλους!».
Πράγματι η Αριάδνη ζήτησε από την δεσποινίδα αυτή τη χάρη κι επίσης μοιράστηκε μαζί της τους προβληματισμούς της για τις φίλες της. Της είπε και για το αρμόνιο και την ρώτησε αν θα μπορούσε να βοηθήσει την Ελενίτσα να μάθει ποδήλατο, την ώρα της Γυμναστικής. «Εύγε! Η Ελενίτσα είναι τυχερή που έχει μια τέτοια φίλη Αριάδνη!», απάντησε η δασκάλα. «Να σας πω ένα μυστικό;», τους είπε ύστερα, ενώ η Ελένη ετοιμαζόταν να ιππεύσει το ποδήλατο για πρώτη φορά. «Κι εγώ, μόλις πέρσι έμαθα ποδήλατο. Μικρή με θεωρούσαν πολύ βαριά για το παιδικό ποδήλατο. Κι εγώ, Ελενίτσα, έσπασα μια κούνια κάποτε. Ξέρετε πότε αποφάσισα να μάθω ποδήλατο; Όταν η θεία μου, στα εξήντα της, πήρε το απολυτήριο του Γυμνασίου και το έβαλε στη μέση από τα κάδρα με τις σταυροβελονιές. Πλέον σκέφτεται να φοιτήσει και στο Πανεπιστήμιο. Πάντα να τολμάτε! Μην αφήνετε το φόβο να δηλητηριάζει τα όνειρά σας». Η εξομολόγηση της δεσποινίδος Χρυσάνθης εμπλούτισε το οπλοστάσιο της Ελενίτσας με το παράδειγμα ενώ το αρμόνιο διάνθισε τη ζωή της με μελωδίες. «Ως τον Σεπτέμβρη να ξέρεις όλα τα τραγούδια της Βίσση και του Ρέμου», πρόσταξε ο Λευτέρης και όλοι γέλασαν. Στο μεταξύ το καλόκαρδο αγόρι είχε συμφωνήσει με τον θείο του, που ήταν διευθυντής ωδείου, να φοιτήσει η κοπελίτσα εκεί με υποτροφία. «Δεσποινίς μου, κερδίσατε τη δωρεάν φοίτηση με την αξία σας. Υποτροφίες προσφέρονται στους αληθινά άξιους ανθρώπους! Είναι μεγάλη τιμή μου που θα έχω στο ωδείο ένα τόσο ταλαντούχο κορίτσι!», της τόνισε ο ευγενικός άνθρωπος. Η Αννίτα, εντυπωσιακά αλλαγμένη μετά από μια συζήτηση με τη δεσποινίδα Χρυσάνθη, χάρισε στην εορτάζουσα ένα δίσκο με συνθέσεις του Τσαϊκόφσκι κι ευχήθηκε μια μέρα η Ελενίτσα να γράφει τις μελωδίες των χορών της. Από την πλευρά της η κυρία Αλεξάνδρα εξήγησε στην κυρία Μαρία πως το φαγητό δεν έπρεπε να αποτελεί μέσο παρηγοριάς κι εκδήλωσης αγάπης για το κορίτσι. Μάλιστα την παρέπεμψε σε διαιτολόγο και ψυχολόγο, ώστε η Ελενίτσα να λάβει την απαραίτητη στήριξη για την προσπάθειά της. Έτσι η κοπέλα άλλαξε τρόπο διατροφής και κυρίως ζωής. «Τα παιδιά μπορούν να γίνουν άριστοι δάσκαλοι των γονιών τους», εξήγησε ο ψυχολόγος και η Ελενίτσα –Ελένη πια– εξελίχθηκε σε δασκάλα της μαμάς της. «Συγχαρητήρια δεσποινίς Χρυσάνθη! Η κόρη μου, μου διηγείται τα επιτεύγματά σας. Η μεταμόρφωση της Ελένης οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε εσάς», είπε ένα μεσημέρι η κυρία Αλεξάνδρα στη δασκάλα. «Λατρεύω τα παιδιά κυρία Αλεξίου. Και πραγματικά ξέρω τι θα πει bullying. Μεγάλωσα μαζί του, με μεγάλωσε απότομα αλλά ασύμμετρα.. Ανάλωσα πολύτιμο χρόνο για να το καταπολεμήσω, για να συνθέσω άμυνες».
Τον Οκτώβριο, στη σχολική εκδήλωση για τον εορτασμό της 28ης Οκτωβρίου η Ελένη, μαθήτρια Έκτης Δημοτικού πια, ήταν η λαμπερή πρωταγωνίστρια. Ντυμένη με την καινούρια της στολή, στο καινούριο της μέγεθος, τραγουδούσε τον «Έφεδρο Ανθυπολοχαγό» ενώ έπαιζε τη μελωδία στο πιάνο. Αποτελούσε χάρμα αυτιών και οφθαλμών! «Σαν να χορεύουν τα δάκτυλά της στο πιάνο. Σαν να τραγουδά η καρδιά!», ψιθύρισε η γιαγιά Αριάδνη. «Είναι ο χορός της ευτυχίας. Η μελωδία του αστεριού της», απάντησε η εγγονή Αριάδνη. Όλα τα παιδιά χειροκρότησαν την προικισμένη φίλη θερμά. Η αγάπη τους είχε λειτουργήσει ως μήτρα, όπου σμιλεύτηκε αλαβάστρινη, αηδονόλαλη νεράιδα. Ήδη ο θείος του Λευτέρη είχε υποσχεθεί πως η Ελένη θα παρέμενε υπότροφος έως και την κατάκτηση του διπλώματος στο πιάνο και τη φωνητική. Όσο για την κυρία Μαρία έβαψε για την περίσταση τα γκρίζα μαλλιά της και αγόρασε το πρώτο ακριβό φόρεμα της ζωής της. Η Αριάδνη και η Αννίτα αντάλλαζαν φεγγοβόλες ματιές. Είχαν ήδη συμφωνήσει πως σύντομα η Αριάδνη θα έγραφε ποιήματα, η Ελένη θα τα μελοποιούσε και η Αννίτα θα τα χόρευε. «Στο μακρινό σου το αστέρι/ να μου κρατάς σφιχτά το χέρι/ μικρέ μου πρίγκηπα κοιμήσου/ κι εγώ θα μείνω εδώ μαζί σου», τους τραγούδησε η Ελένη όταν έσπευσαν να την συγχαρούν στα παρασκήνια. Η Αριάδνη την αποκάλεσε «κυρία με τας μελωδίας», ενώ η Αννίτα τους υποκλίθηκε, έμπλεη χαράς και χάρης. «Καρδιοθραύστριες!», σκέφτηκε η Αριάδνη, ενώ η Ελένη έπαιζε τον Καρυοθραύστη και η Αννίτα κυμάτιζε στους ρυθμούς του. «Οι Μούσες μου! Η Ευτέρπη, η Τερψιχόρη και η Πολύμνια», τις καμάρωσε η γιαγιά Αριάδνη.
Το ίδιο βράδυ η Αριάδνη έγραψε το ωραιότερό της διήγημα, Το βαλς των γλάρων: «Κάποτε, σε ένα νησί, ζούσαν τρία γλαρόνια, νεότερα ξαδέλφια του γνωστού Ιωνάθαν Λίβινγκστον. Το πρώτο κελαηδούσε σαν αηδόνι, το δεύτερο λικνιζόταν σαν κύκνος και το τρίτο, το ερωτευμένο με τις λέξεις, μετέφερε τη μαγεία της φωνής και των κινήσεων στο χαρτί. Όλοι έβλεπαν τη μαγεία των γραπτών αυτών, καθώς το τρίτο γλαρόνι μεγάλωνε σε νεραϊδοφωλιά. Το γλαρόνι-σαν-κύκνος μεγάλωσε με στοργή αλλά και πίεση με αποτέλεσμα να αναπτύξει μαζί με το ταλέντο και την έπαρση. Κι ενώ όλοι επαινούσαν τα δύο αυτά γλαρόνια, το τρίτο, το σαν-αηδόνι, το περιφρονούσαν, καθώς είχε γεννηθεί σε μια φτωχική φωλιά. Κι εκείνο άλλοτε σώπαινε και άλλοτε θρηνούσε, ώσπου μία δασκάλα με χρυσά άνθη στα φτερά και πλατινένια καρδιά επισήμανε στα τρία γλαρόνια και στην κοινωνία τους την αληθινή αξία τους, η οποία θα φεγγοβολούσε, όταν εκείνοι καλλιεργούσαν τα ταλέντα τους. Πλέον οι τρεις νεοσσοί έγιναν μια συντροφιά. Και η δασκάλα τους τόνισε πως καθώς συνέβαλλαν ο ένας στις πτήσεις του άλλου, ο κάθε ένας ήταν πλέον υπεύθυνος για τρεις μαγικές διαδρομές. Ακόμα και όταν μεγάλωναν και πετούσαν πέρα, σε άλλους ουρανούς και θάλασσες, ένα μαγικό, ρυθμικό ποίημα θα έσμιγε τις τρεις καρδιές.
_
γράφει η Σωτηρία Βασιλείου
_____
Έπαινος στον 10ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Διηγήματος της ομάδας Ιδεόπνοον και του περιοδικού Πνοές Λόγου και Τέχνης (Ιούνιος 2015)
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
0 Σχόλια