Το δεύτερο πάτωμα

Δημοσίευση: 13.05.2015

Ετικέτες

Κατηγορία

 

 

«Ακούς εκεί; Το αναιδέστατο. Τέσσερα βρε θα σου βάλω στο τετράμηνο. Τέσσερα. Θα σε κόψω. Και στην Ιστορία θα σε κόψω. Καλά εκεί κι αν είσαι κομμένος από χέρι. Δεν χρειάζεται να κάνω και ιδιαίτερη προσπάθεια. Άλλο ένα πεντάρι στη Γεωγραφία και θα στρώσεις μια και καλή. Να μου ‘ρθεις το Σεπτέμβρη και πάλι αδιάβαστος να κάνουμε όλοι χαρές. Και την επόμενη χρονιά πάλι θα με βρεις φάντη μπαστούνι. Θα εύχεσαι να τα τεζάρω για να γλιτώσεις. Να μου ‘ρθει εγκεφαλικό για να απαλλαγείς μια και καλή. Για σένα βρε και σε καροτσάκι τετραπληγικού πάνω είμαι ικανή να έρχομαι. Αν με πιάσει το πείσμα μου; Χα, δεν ξέρεις εσύ, αν με πιάσει το πείσμα μου τι μπορώ να κάνω. Αναμμένα κάρβουνα καταπίνω. Αναιδέστατο. Αλλά έχε χάρη που είμαι καλή. Δε φτάνει που σου χάρισα και δύο βαθμούς στο διαγώνισμα μπας και περάσεις τη τάξη, να πάρεις το απολυτήριο του Γυμνασίου. Μα καλά χαζό είσαι; Τελείως καθυστερημένο; Να μου λες πως ο βαθμός στο διαγώνισμα έπρεπε να είναι χαμηλότερος γιατί δε σου διόρθωσα τις τελευταίες τρεις ερωτήσεις που τις απάντησες κι αυτές λάθος; Τέσσερα. Τέσσερα στο τετράμηνο πάει και τελείωσε. Και δεν τις είδα. Στο ορκίζομαι. Ίσα και όμοια είμαστε; Σα τη μάνα σου, βρε αχαΐρευτο, θα πρέπει να με βλέπεις. Την ίδια ηλικία έχουμε. Από την κούραση δεν τις είδα, μου ‘χει ανέβει και η πρεσβυωπία στα σαράντα πέντε μου και δεν έχω ούτε το χρόνο να πάω να κοιταχτώ. Αυτό το ξέρεις, κύριε ιδιοφυΐα; Εμ, που να σε ενδιαφέρει ο πόνος του άλλου. Έχω κι εγώ τα βάσανά μου, όπως όλος ο κόσμος. Με το γραπτό σου νομίζεις ότι θα ασχολούμαι; Αλλά έτσι είναι όλοι οι άντρες. Εγωιστικά αχαΐρευτα ρεμάλια. Γαϊδούρι. Από μικρός φαίνεται, παιδί μου, ο άνθρωπος που θα καταλήξει. Καλά τα λέει η μάνα μου. Τέσσερα και δεν ακούω κουβέντα. Και θα μιλήσω και για την αφεντιά σου και στη συνέλευση των καθηγητών την επόμενη εβδομάδα. Θα εισηγηθώ!»

«Θα εισηγηθώ!» είπε φωναχτά και φέροντας δυο τρεις γύρους το καρπό του χεριού της, με σηκωμένο το δείχτη, σε ένδειξη αποφασιστικότητας, ένευσε στον οδηγό του λεωφορείου να σταματήσει. Το υπεραστικό που εκτελούσε την γραμμή 149 είχε φτάσει με καθυστέρηση και ίσως να έχανε και την ανταπόκριση του επόμενου. Επιβιβάστηκε με βιασύνη, σχεδόν σκοντάφτοντας στα σκαλοπάτια, έδειξε στον οδηγό την μηνιαία κάρτα της και στρίβοντας τον κορμό της στα πλάγια, αποσύρθηκε στο διάδρομο αναζητώντας θέση ελεύθερη στο στριμωγμένο πλήθος. Μαζεύοντας στην αγκαλιά την τσάντα της για να μην δίνει ενόχληση στην διπλανή της, βάλθηκε να πιέζει μηχανικά την μεταλλική μπάρα με το δεξί της πόδι, λες και πατούσε γκάζι, σαν να προσπαθούσε να ξεκινήσει το όχημα μια ώρα αρχύτερα παίρνοντας από τον οδηγό τον απόλυτο έλεγχο. Η βαριά ανάσα της συνταξιδεύτριάς της την έκανε να στρέψει το κεφάλι της στο παράθυρο και να αφαιρεθεί εντελώς στο τοπίο. Μετά από λίγο το παράθυρο είχε θολώσει από το καυτό αέρα που έβγαινε από πλαϊνά του λεωφορείου και από τα χνώτα των επιβατών και της διπλανής κυρίας φυσικά, η οποία είχε γύρει το κεφάλι της στους ώμους της. Δεν το είχε αντιληφθεί. Ούτε και το βάρος του κεφαλιού της. Για κάποιο λόγο είχε χαρεί αυτή την επαφή. Ένιωσε ασφάλεια. Ξαναχώθηκε άνετα στη θέση της. Καθάρισε με τα δάχτυλά της το τζάμι. Έξω είχε αρχίσει να πέφτει ψιλόβροχο. Τώρα οι ρόδες έβγαζαν ένα συριστικό ήχο, τρέχοντας πάνω στο υγρό οδόστρωμα. Στο τζάμι πετάγονταν πιτσιλιές από λασπόνερο και λιωμένο καουτσούκ. Τη μισούσε τη βροχή. Όταν είχε πρωτοέρθει με οριστική μετάθεση ως φιλόλογος έβρεχε. Άνοιξη ήταν και τότε. Με τη μάνα της να σέρνει μια μεγάλη βαλίτσα. Βρεγμένες πατόκορφα και γελούσαν. Άλλα χρόνια τότε. Η βροχή όμως παρέμεινε η ίδια. Όταν πέρασε μια εβδομάδα νεόφερτες και οι δυο στη Ραβέννα η μάνα της ήταν εντυπωσιασμένη. Κάθε τόσο, θυμάται που της έλεγε: «Ευλογημένος τόπος, παιδί μου. Ακόμα και οι πέτρες βγάζουν χορτάρι. Ευλογημένος τόπος, με νερά, πρασινίζει η ματιά σου και νερά, νερά πολλά». Δεν είχε πολυκαταλάβει τότε για ποιο λόγο της είχε φανεί τόσο εντυπωσιακή η πεδιάδα της Μπάσα Παντάνια. Ίσως γιατί στο νότο, ιδιαίτερα το καλοκαίρι, στερεύουν και οι στέρνες. «Πολλά νερά, παιδί μου, χαρά Θεού» της έλεγε διψασμένη και γλιστρούσε σάλιο από τα πλαϊνά του χείλους της. Δύο μήνες μετά της διέγνωσαν Πάρκινσον. Από τότε μπαινόβγαινε στα νοσοκομεία.

Το λεωφορείο άφησε πίσω του μία λάμψη φλας και κατέβασε την Τζοβάννα και το μεγαλύτερο μέρος των επιβατών στην αφετηρία, πριν στρίψει στη λεωφόρο συνεχίζοντας τη κυκλική διαδρομή του. Το ψιλόβροχο είχε ευτυχώς σταματήσει αλλά στον ορίζοντα από ανατολικά, από τη μεριά της Κροατίας, φαίνονταν να πλησιάζουν μαύρα σύννεφα. Μάλλον ετοιμάζεται μπουρίνι, σκέφτηκε και έπιασε για να σιγουρευτεί την ομπρέλα της μέσα στην τσάντα. Έτρεξε προς τον πίνακα των διαδρομών και χώθηκε κάτω από το στέγαστρο της στάσης. Εκεί είχαν μαζευτεί και δυο ελεγκτές που, μόλις παραμέρισαν για να περάσει, της έριξαν μια ματιά ενοχλημένου ζευγαριού που ερωτοτροπεί. Της επιβεβαίωσαν πως είχε χάσει την ανταπόκριση και το επόμενο λεωφορείο με κατεύθυνση το νοσοκομείο θα περνούσε σε μισή ώρα περίπου. Αποφάσισε ότι δεν άξιζε τον κόπο να περιμένει το επόμενο. Θα έπρεπε να αλλάξει πρόγραμμα. Θα ήταν καλύτερα να περάσει από το σουπερμάρκετ να κάνει τα ψώνια της πρώτα. Ίσως να αγόραζε δυο τρία πράγματα για τη μητέρα της. Μια πάστα νουγκατίνα σε πακέτο που της αρέσουν. Γι αυτή θα έπαιρνε ότι πιο κατεψυγμένο και διατηρητέο στις πολικές θερμοκρασίες του ψυγείου της για το επόμενο τουλάχιστον εξάμηνο. Αν ποτέ ξεχαστεί και δεν κάνει τα ψώνια της να έχει πάντα κάτι να πετάξει στο φούρνο μικροκυμάτων. Τελευταία της είχε κοπεί και η όρεξη. Έτρωγε μόνο για να τρώει κι όλα της φαίνονταν άνοστα. «Άρχισες δίαιτα;» «Όχι, καλέ. Δίαιτα εγώ. Πάρε καραμελίτσα.» «Είναι διαιτητικές, αυτές. Με γλυκαντικό. Γι αυτό σε ρώτησα.» «Όχι καλέ. Δίαιτα εγώ. Άιντε βρε. Διαιτητικές είναι; Τις βρήκα στο σούπερ μάρκετ και τις πέταξα στη τσάντα. Καλές δεν είναι; Μμμμ, τρώγονται. Καραμέλες με πιπερόριζα γράφει. Με πιπερόριζα; Άλλο και τούτο.», κι έβγαλε ένα μορφασμό ξινίλας.

«Βιάσου. Για πάμε γρήγορα. Πάρε τα πόδια σου. Κουνήσου. Θα αργήσεις και η μάνα σου θα σε περιμένει. Να περάσεις πρώτα από το σπίτι. Να αλλάξεις και παπούτσια. Πάμε γρήγορα. Ολοταχώς!» και μπήκε σα σίφουνας στο σούπερ μάρκετ. Έδωσε μια σπρωξιά στις μισοανοιγμένες αυτόματες πόρτες, προσπέρασε την dealer που μοίραζε διαφημιστικά φυλλάδια σηκώνοντας με απαγορευτικό τρόπο το χέρι της και γλιστρώντας πάνω στο κερωμένο δάπεδο, άρχισε ένα μαραθώνιο για το ποιος θα πρωτοβγεί πρώτος στο ταμείο. Έριξε μια περιφρονητική ματιά του τύπου «εξάλλου υπάρχουν και τα κατεψυγμένα» στο οπωροπωλείο, θαυμάζοντας όμως την τέχνη να αραδιάζουν με τακτικό τρόπο τα φρούτα και τα λαχανικά σε πυραμίδες και στο τέλος άρπαξε σχεδόν από τα χέρια ενός άλλου ένα τσαμπί μπανάνες που της μύρισαν. Τρίζοντας στα βρεγμένα πάνινα converse, σέρνοντας καροτσάκι τρόλλευ, πέρασε από τα αλλαντικά, έδωσε στον αέρα παραγγελία για τυριά και σαλάμι του τοστ στην νεαρή που ήταν στο πάγκο προσθέτοντας ενώ είχε απομακρυνθεί «βάλε εσύ και θα τα βρούμε, θα περάσω. Μια στιγμή θα κάνω. Άντε μου.» και ακολούθησε τη ζιγκ ζαγκ γραμμή των διαδρόμων. «Είναι με πιπερόριζα αυτές, με ασπαρτάμη. Διαίτης, λένε. Δεν είναι και το τέλος του κόσμου. Τρώγονται.» συμβούλεψε μια άλλη κυρία που στεκόταν ακριβώς πίσω της στην ουρά για το ταμείο, έχοντας απλώσει το χέρι της στη προθήκη με τις καραμέλες. «Ναι, τις ξέρω. Προσέχω τη σιλουέτα μου. Χαρίζουν και δροσερή αναπνοή.» της απάντησε χωρίς να δίνει περιθώρια, πράγμα που την έκανε να σταματήσει τη συνομιλία, με ένα «Άντε καλά. Περί ορέξεως….» ρίχνοντάς της μια ακτινογραφική ματιά από πάνω μέχρι κάτω. «Α, όπως Σας κόβω, ούτε τη βάση. Τέσσερα κυρία μου. Τέσσερα και πολύ Σας είναι».

Βγαίνοντας έξω είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Στον ορίζοντα στέκονταν απειλητικά τα σύννεφα από την Αδριατική και είχε σηκωθεί ένας αέρας που προμήνυε βροχή. Ανέπνευσε βαθιά. Σταγονίδια βροχής της έλουζαν το πρόσωπο. Και με τα δύο χέρια κατειλημμένα από τις σακούλες, έστρεψε το πρόσωπό της πλάγια για να προφυλαχθεί. Τα μάτια της έτσουζαν από το λιωμένο ρίμελ. Μετά από λίγα βήματα, αποφασιστικά γύρισε το πρόσωπό της ψηλά, έβγαλε τη γλώσσα της έξω και άρχισε να καταπίνει τα ουράνια σωματίδια, όπως έκανε μικρή, όταν ζούσαν με τους δικούς της στη Φρανκαβίλλα Φοντάνα. Πλατάγιασε το στόμα της. Εκείνη, ναι, ήταν αλλιώτικη βροχή.

Με μισοκλεισμένα τα μάτια, πέρασε από το πρατήριο τύπου. Αγόρασε ένα περιοδικό για τη μητέρα της. Αυτή ήταν που ασχολούνταν με τα κοσμικά, η ίδια δεν ασχολούνταν. «Αηδίες. Έχω άλλα να σκεφτώ, εγώ. Ας ασχοληθούν με εμένα οι διάσημοι. Λίγη τους πέφτω; Λεφτά πεταμένα.» της έλεγε και πάντα της το αγόραζε για να μην της χαλάει χατίρι.

Πλησίασε στην μεταλλική αυλόπορτα. Μέσα από τα κλαδιά της αροκάριας διέκρινε τον γείτονα του πρώτου ορόφου στο μπαλκόνι με τη γυναίκα του. Αυτή, σκεπασμένη με μία μαντήλα έσπρωχνε με τη σκούπα τα νερά από το μπαλκόνι στην βουλωμένη υδρορροή από τα φύλλα. Αυτός ατένιζε τον ορίζοντα ιδιαίτερα κεφάτος. Το ζευγάρι μίλησε για λίγο στα σλάβικα, ίσως βουλγάρικα. Ποτέ δεν είχε καταλάβει από πού ήσαν, ούτε και την ενδιέφερε πραγματικά. Μουσουλμάνοι, πάντως. Της είχαν φέρει κάτι κατεψυγμένα παναρισμένα τυριά με χοιρομέρι που κατά λάθος είχαν αγοράσει. Να τα φάει γιατί είναι κρίμα να τα πετάξουν. «Ε, να τα πάρω τότε. Τα κατεψυγμένα είναι το φόρτε μου» ευχαρίστησε.

«Παράδεισος κι εκεί, πρέπει να είναι. Όπως κι εδώ άλλωστε. Αλίμονο.» έδωσε απάντηση στον εαυτό της, ψάχνοντας για τα κλειδιά της. Ο άντρας, ασθενικής διάπλασης που τα καλοκαίρια συνήθιζε να ρεμβάζει, κάνοντας ημίγυμνος ηλιοθεραπεία στο μπαλκόνι, μόλις την είδε, κορδώθηκε πιο πολύ, σταμάτησε να παίζει ταμπούρλο στα κάγκελα του μπαλκονιού και της χάρισε ένα χαμόγελο με τα απλωτά του δόντια. Ίσως άλλες να τον έβρισκαν και συμπαθητικό τύπο. Ιδιόκτητο σπίτι αν και ακόμα αποπλήρωνε τη δόση του στεγαστικού, εκείνη σε ενοίκιο ακόμα, φτιαγμένος μετανάστης με τα χρόνια, μόνιμη δουλειά ως μάγειρας σε catering, τα δύο αυτοκίνητά του, τα σαββατοκύριακά του, τα αρμάνι του κι εκείνη, θυμάται, η τελευταία φορά που έκανε μία σημαντική αγορά ήταν δύο χρόνια πριν, όταν αγόρασε ποδήλατο. «Τι λες παιδί μου. Εγώ σέρνω την οικονομία αυτής της χώρας. Άσε που πρέπει να του αλλάξω και τακάκια. Μπήκα στα έξοδα. Χωρίς να υπολογίσουμε, βέβαια, και την αλβανίδα αποκλειστική για τη μάνα μου. Εγώ παιδί μου προωθώ οικονομικά όλη την Ευρώπη.» είχε πει σε μία συνάδελφό της για τα οικονομικά της ανοίγματα. Σίγουρα δεν ήταν ο τύπος της. Όχι γι αυτή. Σίγουρα αν ήθελε να τον κερδίσει θα το μπορούσε. Είχε κάτι όμως που την απωθούσε. Αλλά αν ήθελε αυτή…. Όπως είχε κερδίσει και τον πρώην άντρα της. Με στοίχημα που είχε βάλει με τις συναδέλφους. Στο τέλος, όπως συνήθιζε να λέει, κέρδισε και το στοίχημα και το κέρατο.

Ο Kodran της έγνεψε, από το μπαλκόνι, να περιμένει. Απευθύνθηκε πάλι στη γυναίκα του και ακούστηκε ένας ηλεκτρικός ήχος και αμέσως μετά η απασφάλιση της κλειδαριάς. Το περσινό καλοκαίρι είχε τύχει να τον παρατηρήσει από κοντά. Αυτός ημίγυμνος, καθισμένος οκλαδόν στο πάτωμα, σφύριζε ένα τραγούδι από τα μέρη του. Όταν τα καλοκαιρινά μεσημέρια η μεταλλική προστατευτική ψευδοροφή άναβε από τη ζέστη η Τζοβάννα έβγαινε στο βορινό μπαλκόνι που κοιτώντας προς τη παραλιακή μεριά της πόλης ήταν πάντα πιο δροσερό. Έπαιρνε το βιβλίο της, αράδιαζε τα πόδια της στην άλλη πλαστική πολυθρόνα και έπινε πορτοκαλάδα με ανθρακικό, γυρίζοντας το δίλιτρο μπουκάλι. Δεν διαρκούσε πολύ το διάβασμα. Ανακάλυπτε ότι διάβαζε και ξαναδιάβαζε το ίδιο κεφάλαιο μέρες τώρα. «Κι έλεγα, κάτι μου θυμίζει, κάτι μου θυμίζει. Είναι δυνατόν να είναι τόσο ανιαρό;» Το παρατούσε στο πάτωμα και άρχιζε να παρατηρεί τον κόσμο που περπατούσε νωχελικά στο πεζοδρόμιο. Το έβρισκε πιο παραγωγικό και διασκεδαστικό. Άλλοτε παρατηρούσε τον εαυτό της και είχε πάρει μια κακή συνήθεια τώρα τελευταία, να μονολογεί. Όχι φωναχτά. Ψιθυριστά. «Πάλι καλά. Καλή μου, τα ‘χεις παίξει. Πόσες θερμίδες να έχει αυτό το πορτοκαλόζουμο; Έχεις βγάλει και μία κυτταρίτιδα. Κιρσοί είναι; Από πού ξεκινάει. Θεέ μου μέχρι την πλάτη!» Ξαναπέταγε τη ματιά της στον έξω κόσμο. Ο εαυτός της δεν ήταν και το καλύτερο αντικείμενο ενασχόλησης. Άλλαξε σκηνικό ρίχνοντας που και που κατασκοπικές ματιές στο αποκάτω μπαλκόνι. Συναντήθηκαν τα βλέμματά τους ή μάλλον πρώτη παρατήρησε ότι δεν ήταν η μόνη να της αρέσει αυτό το παιχνίδι. Ο Kodran, μόνος, καθισμένος οκλαδόν στο πάτωμα, γυμνός από τη μέση και πάνω, μαυρισμένος, χωρίς ίχνος τρίχας, σαν να είχε μόλις βγει από ινστιτούτο ομορφιάς, αντάλλαξε με ύφος χαιρετισμό. Σηκώθηκε και στάθηκε στα στραβά αδύνατά του πόδια. Με ξυπόλητες πατούσες στο σκονισμένο μωσαϊκό, πλησίασε πιο κοντά με σιγουριά. Αναγκλαδίστηκε δείχνοντας το στέρνο του και ισιώνοντας τον κορμό του για να φανεί πιο ψηλός, ψηλαφούσε το στέρνο του, τους ώμους, τα μπράτσα του για τυχόν ατέλειες, σπάζοντας ψεύτικα σπυράκια, περνώντας τα δάχτυλά του γύρω από τις θηλές του μικροσκοπικού του στήθους. Η σκηνή τυλίχτηκε από αναθυμιάσεις αντηλιακού. Η Τζοβάννα, «μετά τα θεοφάνεια του Άδωνη σε μπόξερ», απέμεινε με το λαιμό της μπουκάλας καρφωμένο στο λαιμό για αρκετά δευτερόλεπτα.

Με το πόδι έδωσε μία στην αυλόπορτα για να κλείσει. «Ευχαριστώ, δεν έβρισκα τα κλειδιά. Ο κακός χαμός σ’ αυτή τη τσάντα». Διέσχισε το διάδρομο του κήπου. Ξεκλειδώνοντας το ένα φύλλο της εξώπορτας τη χτύπησε μία μυρωδιά βραστού κρέατος. Για μια στιγμή της ήρθε αναγούλα αλλά συγκρατήθηκε. Ανέβηκε τις σκάλες και προετοιμάστηκε για την επικείμενη υποδοχή στο κεφαλόσκαλο του πρώτου. Ακούστηκε πόρτα να ανοίγει. Σήμερα δεν θα τη γλίτωνε. Τις περισσότερες φορές, αν τύχαινε να συναντήσει και τους δύο μαζί η διπλωματική της στρατηγική είχε αποτέλεσμα. Στη χειρότερη περίπτωση θα την προσκαλούσαν για ένα καφέ ανοίγοντας συζητήσεις για την οικονομική κρίση, τις αγοραπωλησίες τους, θα ζητούσαν τι κάνει η μάνα της και αν έχει νέα από τον πρώην της, παρηγορώντας την. Της κόστιζε αυτή η αδιακρισία αλλά το ξεπερνούσε γρήγορα. Εδώ και καιρό όμως ο Kodran έβγαινε μόνος στο κεφαλόσκαλο και σχεδόν της έφραζε το δρόμο. Δεν ήταν σίγουρη αλλά έβλεπε τουλάχιστον ότι είχε γίνει ιδιαίτερα επίμονος. Με στάσεις φωτομοντέλου, να αγκαλιάζει τα κουφώματα, με λυγισμένο το πόδι, σαν να πρόκειται να κάνει χορευτική φιγούρα σε μπάρα στριπτιζάδικου. «Λοιπόν, Τζοβάννα;», χαϊδεύοντας, τάχα αδιάφορα, αυτή τη φορά τη ξύλινη κουπαστή.

«Λοιπόν;»

«Τι νέα;»

«Δύσκολα. Δύσκολα, τα βλέπω.»

«Τώρα επιστρέφεις από το σχολείο; Ψώνισες κιόλας;»

«Ναι, δυο πράγματα, μωρέ. Να τα αφήσω και θα φύγω για το νοσοκομείο.» είπε λαχανιάζοντας ανεβαίνοντας το τελευταίο σκαλί.

«Κάτσε να σου δώσω ένα χέρι. Να στα φέρω μέχρι επάνω.» κάνοντας μια βίαιη κίνηση της τράβηξε τη σακούλα από το χέρι.

«Όχι, καλέ μην ενοχλείσαι. Σιγά.» και βάζοντας δύναμη στο τεντωμένο χερούλι της τσάντας τράβηξε τη σακούλα, προκαλώντας της πόνο. «Να σε αφήσω γιατί πρέπει να ξαναφύγω και έχω να διορθώσω και κάτι γραπτά.», με σπαστή φωνή, πιέζοντας ακόμα περισσότερο τη πονεμένη της παλάμη στο πλαστικό κορδόνι.

Μπήκε στο διαμέρισμα. Άναψε το φως στο διάδρομο, άφησε τις σακούλες κάτω και κατευθύνθηκε στο μπάνιο. Ξετύλιξε χαρτί υγείας και έδεσε τη πονεμένη της παλάμη που αιμορραγούσε. Έριξε μια φευγαλέα ματιά στον καθρέπτη. Είδε μια φιγούρα να την κοιτά με έκπληκτη αδιαφορία. Έκπληκτη αδιαφορία; Τι σημαίνει και τούτο. Λέγεται; Εκφραστικό λάθος. Δεν στέκει φιλολογικά. Αλλά δεν έχεις να δώσεις λόγο και σε κανένα, εεε Τζοβάννα, έτσι δεν είναι; Κανείς δεν πρόκειται να σου προσάψει τίποτε για τα εκφραστικά σου. Μην ανησυχείς. Κανείς δε σε είδε. Κανείς δε σε άκουσε. Πάψε να ασχολείσαι.

Με αναμμένα τα φώτα μόνο στο διάδρομο, σήκωσε τις σακούλες και τις ακούμπησε στο πάγκο της κουζίνας. Σωρηδόν πέταξε τα πράγματα στα ντουλάπια, έβαλε τη μία σακούλα μέσα στην άλλη, και σωριάστηκε σε μια καρέκλα. Από το αποκάτω διαμέρισμα ακούστηκαν καλωσορίσματα. Κάποιος γέλασε φωναχτά. Τσιριχτά παιδιών που παίζουν. Ένιωσε να της λείπουν δυνάμεις. Έσκυψε το κεφάλι και ακούμπησε το σαγόνι στο στήθος. Γύρω της, ακαταστασία και άπλυτα πιάτα. Ένας λεκές από χυμένο καφέ στο πάτωμα. Άφησε το σώμα της να γλιστρήσει στα γόνατά της κι έπεσε στα τέσσερα. Ακούμπησε το κεφάλι της στα πλακάκια. Ξετύλιξε το χαρτί από την παλάμη της κι άρχισε να σκουπίζει το λεκέ. Αργά. Με απαλές κινήσεις. Απ’ έξω προς τα μέσα. Σαν σε τραύμα. Στο δεύτερο πάτωμα.       

 

_

γράφει ο Δημήτρης Σούκουλης

Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!

Ακολουθήστε μας

Routine

Routine

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Ήταν ίσως η μόνη γυναίκα στον κόσμο που ξέβαφε τα χείλια της! Έμοιαζε με εξώφυλλο ακριβού περιοδικού πολυτελείας που κανείς δεν μπορούσε να (εξ)αγοράσει. Είχε φίλους. Πολλούς και λίγους. Οι πολλοί της φίλοι, σαν τα πουκάμισα τα αδειανά...

Pure

Pure

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Ήταν βασίλισσα, αυτό της είχαν πει από μικρή. Κι εκείνη το είχε πιστέψει. Μέχρι τη μέρα που γνώρισε ένα αγόρι κι εκείνος της είπε ότι την αγαπάει. Βρέθηκε σε δύσκολη θέση, δεν ήταν βλέπεις του κύκλου της. Πάλεψε με τον εαυτό της όπως...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Επιμέλεια άρθρου

Διαβάστε κι αυτά

Pure

Pure

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Ήταν βασίλισσα, αυτό της είχαν πει από μικρή. Κι εκείνη το είχε πιστέψει. Μέχρι τη μέρα που γνώρισε ένα αγόρι κι εκείνος της είπε ότι την αγαπάει. Βρέθηκε σε δύσκολη θέση, δεν ήταν βλέπεις του κύκλου της. Πάλεψε με τον εαυτό της όπως...

Mimozas

Mimozas

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Είχε γεννηθεί απότομα πολλά χρόνια πριν το καταλάβει. Η ζωή του έμοιαζε με αρχαία τραγωδία, παιδί αγνώστων θεών, ήξερε πως έπρεπε να θυσιαστεί στο βωμό της διαφορετικότητας για να μπορέσει να ζήσει. Τον είχαν προικίσει όμως οι θεοί με...

Dream

Dream

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Η Πολυξένη κάθε πρωί άφηνε τον κουρασμένο της πόθο να κοιμηθεί ήσυχα ήσυχα πάνω στο μαξιλάρι της. Μπροστά στον καθρέφτη ζωγράφιζε την ιδανική της εικόνα, κοκκίνιζε τα χείλη της κι ονειρευόταν για όσο διαρκούσε η καθημερινότητα έναν...

3 σχόλια

3 Σχόλια

  1. Μάχη Τζουγανάκη

    Εξαιρετικός σε όλα! Η γραφή σας είναι υπέροχη.

    Αν κάποιος διαβάζει ένα κείμενο με έναν τίτλο Το δεύτερο πάτωμα και σκέφτεται τα παρακάτω:
    Πού είναι οι υπόλοιπες σελίδες; Τι έγινε με τον άντρα που διάλεξε; Πώς βρέθηκε εκεί με τη μητέρα της; Τι θα γίνει μετά;

    ….αυτό σημαίνει οτι έχετε κερδίσει τον αναγνώστη!

    Απάντηση
  2. Ελένη Ιωαννάτου

    Δημήτρη η περιγραφή σου είναι εξαιρετική!!!
    Όμορφη ιστορία!
    Η προσοχή μου, δεν με εγκατέλειψε ούτε μια στιγμή.
    Ένιωθα ότι ήμουν κάπου εκεί δίπλα και παρατηρούσα
    το σκηνικό.
    Όπως είπε η Μάχη, περίμενα κι εγώ να δω την συνέχεια.
    Όμως την δημιουργώ μόνη μου…

    Απάντηση
  3. Δημήτρης Σούκουλης

    Μάχη και Ελένη, σας ευχαριστώ και τις δυο για τα πολύτιμα σχόλια. Με γεμίζετε με ιδιαίτερη χαρά.
    Το δεύτερο πάτωμα και ο Κράχτης έχουν τη φιλοδοξία να αποτελέσουν τα δύο πρώτα διηγήματα μιας σειράς διηγημάτων με φωτογραφικούς χαρακτήρες και εσταντανέ από την καθημερινότητά τους από τη γειτονική Ιταλία.
    Πρόσωπα της κρίσης, οικονομικής, συναισθηματικής, που προσπαθούν, ωστόσο, να βρουν μια ισορροπία και να διατηρούν τη φθαρμένη τους αξιοπρέπεια.
    Θεωρήστε τους πραγματικούς χαρακτήρες, κι αν ακόμα μάθατε για τη φευγαλέα ύπαρξή τους, μέσα από μία σύντομη ιστορία, αυτοί συνεχίζουν την πορεία τους, ακόμα και αυτή τη στιγμή που σας γράφω….

    Απάντηση

Υποβολή σχολίου