«Είστε καλά, κύριε;» Ένας νεαρός στην ηλικία του γιου του τον τραβάει απ’ το μπράτσο. Δεν ξέρει πώς έγινε, αλλά το δεξί του πόδι, απ’ τον αστράγαλο και κάτω, βρέθηκε σφηνωμένο στην πόρτα του τρόλεϊ, καθώς έμπαινε μέσα και έκλεισε η πόρτα πίσω του. Ο νεαρός τον πιάνει απ’ το μπατζάκι και τραβάει το πόδι του μέσα γρήγορα. Τον στηρίζει και τον βάζει να καθίσει.
«Σιγά, θα μας σκοτώσεις!» φωνάζει στον οδηγό.
«Μα, στραβός είναι;» λέει ο Κοσμάς σαστισμένος. Στρέφεται στον νεαρό. «Σ’ ευχαριστώ, παιδί μου».
Ο οδηγός τους κοιτάει απ’ τον καθρέφτη, σηκώνει το χέρι του σε ένδειξη συγνώμης και συνεχίζει να οδηγεί ανεπηρέαστος. Τότε ο Κοσμάς συνειδητοποιεί ότι του λείπει το δεξί του παπούτσι. Το παρατηρεί και ο νεαρός, που σκύβει πάνω του και λέει, «Θέλετε να κατεβούμε, να σας βοηθήσω να το βρούμε;»
«Όχι, όχι, παιδί μου. Άστο να πάει στο καλό».
Δεν είναι η μέρα του σήμερα καθώς φαίνεται. Απ’ το πρωί ξύπνησε με βαρύ κεφάλι. Άκουσε τη νύφη του το βράδυ να κάνει παράπονα στον γιο του επειδή φτύνει μπροστά τους και αυτή σιχαίνεται. Έχει γεμίσει λέει το σπίτι με χαρτοπετσέτες με φλέματα. «Κι είναι λόγος αυτός να τσαντίζεσαι;» της είπε ο γιος του. «Έτσι έχει μάθει ο καημένος, γέρος άνθρωπος είναι, δεν αλλάζει χούγια». Ο Κοσμάς την έχει ξανακούσει να τον αποκαλεί χλεμπονιάρη στην κουμπάρα της, όταν αυτός δεν ήταν μπροστά. Κάτι τέτοιες μέρες είναι που θέλει να πάρει των ομματιών του, να φύγει, να πάει στο χωριό του, στο σπίτι του, αλλά η μοναξιά είναι βαριά, δεν παλεύεται. Κι έχει και την καρδιά του. Θα πεθάνει κάνα βράδυ μόνος του, σαν το σκυλί στ’ αμπέλι και θα βρωμίσει εκεί μέσα, στο έρημο σπίτι. Ευτυχώς ο γιος του τον καταλαβαίνει, τον αγαπάει, θα τον στηρίξει. Άλλωστε, το σπίτι του γιου του είναι και δικό του σπίτι.
Κάτι έχει πέσει μέσα στη φόδρα του σακακιού του, βαρύ σα νόμισμα. Θα πρέπει να ’πεσε απ’ την τρύπα που είχε στην τσέπη του. Η νύφη του έραψε την τσέπη χθες το βράδυ. Δεν θα το είδε. Το πιάνει καλύτερα. Είναι το κλειδί του. Πάει πότε δεξιά, πότε αριστερά, σαν παγιδευμένο βαρίδι. Πώς θα μπει στο σπίτι τώρα που όλοι λείπουν; Πρέπει να σκίσει την τσέπη του για να το βγάλει.
Φτάνουν στη στάση Κουκάκι. Σηκώνεται και πάει προς την πόρτα.
«Να σας βοηθήσω;» λέει ο νεαρός και τον κρατάει απ’ το αριστερό του μπράτσο.
«Θα κατέβεις εδώ;»
«Ναι, λίγο πιο πάνω μένω. Θα σας βοηθήσω να πάτε σπίτι σας».
«Να ’σαι καλά, παιδί μου», λέει ο Κοσμάς και κατεβαίνουν το τρόλεϊ αγκαζέ. «Από δω», λέει. Περπατάνε στη Γενναίου Κολοκοτρώνη, αυτός κουτσαίνοντας, αλλά υποβασταζόμενος απ’ τον νεαρό. Πάει πότε δεξιά, πότε αριστερά, αναγκάζοντας και τον νεαρό να προσαρμόσει το βήμα του. Κουτσαίνει αυτός, κουτσαίνει και ο νεαρός. Και το κλειδί, πάει πότε δεξιά, πότε αριστερά. Κάτω απ’ το πόδι με την κάλτσα το πεζοδρόμιο παγωμένο. Οι ανασηκωμένες απ’ τις ρίζες των νεραντζιών πλάκες του πληγώνουν τις σόλες. Το παπούτσι του γδέρνει το δρόμο, ακούγεται σα να έχουν μπει ποντίκια στην αποθήκη και αναστατώνουν τα τρόφιμα.
Χτυπάει το κινητό του νεαρού. Βάζει το χέρι στην τσέπη του μπουφάν του και το σηκώνει στ’ αφτί του.
«Ναι; Τι έγινε πάλι; Ναι, το ξέρω ότι σε ξυπνάει, αλλά –» Το χέρι του σφιχτή θηλειά στο μπράτσο του Κοσμά. «Κάνε υπομονή-». Αναστενάζει. «Και βέβαια δεν είμαι μαμάκιας!» Κοιτάει γύρω του, μετά τον Κοσμά και χαμηλώνει τη φωνή του. «Ναι, ναι εντάξει, θα της το πω. Θα είμαι αυστηρός, ναι, εντάξει, γεια τώρα». Γλιστράει το κινητό του πίσω στην τσέπη του. Σηκώνει τους ώμους και λέει, «Γυναίκες! Τα ’χει βάλει με τη μάνα μου».
«Μένει μαζί σας, ε;»
«Ναι, η καημένη. Αλλά, νύφη με πεθερά μαζί, ξέρετε, τρώγονται συνέχεια».
«Ναι, ξέρω», λέει ο Κοσμάς. Ξαφνικά νιώθει το σφίξιμο του νεαρού στο αριστερό του χέρι να απλώνεται σ’ όλο του το κορμί, να τον χτυπάει στην καρδιά, να γίνεται κόμπος στο λαιμό, να τον βαράει στα μηνίγγια. Τρίβει τον κρόταφό του και προσπαθεί να ελευθερώσει το μπράτσο του. Μετά το σηκώνει και δείχνει μια μονοκατοικία στ’ αριστερά τους. «Εδώ είμαστε». Ο νεαρός τον αφήνει έξω απ’ την πόρτα.
«Είστε εντάξει τώρα; Θέλετε βοήθεια;»
«Όχι, όχι, παιδί μου. Στο καλό. Ευχαριστώ πολύ». Τον χαιρετάει και ο νεαρός χάνεται, καθώς στρίβει δεξιά προς Φιλοπάππου με βήμα γοργό.
Το κλειδί είναι ακόμα φυλακισμένο στη φόδρα του σακακιού του. Βγάζει τη φόδρα απ’ την τσέπη έξω και προσπαθεί να τη σκίσει. Αδύνατον. Έχει ένα μικρό σουγιά στην τσέπη του παντελονιού του. Τον ανοίγει και σκίζει τη φόδρα της τσέπης. Βυθίζει το χέρι του μέσα και πιάνει το κλειδί. Κρύο βαρίδι στη χούφτα του. Κάθεται στα σκαλοπατάκια και ακουμπάει το πονεμένο του κεφάλι στο άδειο του χέρι. Κλείνει τα μάτια του. Η εικόνα του νεαρού μπροστά του, κουτσή, πάει πότε δεξιά, πότε αριστερά. Παίρνει βαθιά ανάσα, σηκώνεται, ανεβαίνει τα σκαλάκια και πάει προς τη μεριά που είναι το μεταλλικό ταχυδρομικό κουτί. Σηκώνει το κλείστρο και ρίχνει μέσα το κλειδί. Βγάζει το παπούτσι του και το πετάει στον κάδο στο πεζοδρόμιο. Κατεβαίνει τη Γενναίου Κολοκοτρώνη προς τον σταθμό του ηλεκτρικού στα Πετράλωνα. Τα πόδια του συνηθίζουν σιγά σιγά τα κρύα πεζοδρόμια και τις σπασμένες πλάκες. Τα ποντίκια δεν αναστατώνουν τα τρόφιμα και αυτός δεν κουτσαίνει πια.
«Όλα μια συνήθεια είναι», λέει στον εαυτό του. «Όλα μια συνήθεια».
_
γράφει η Κωνσταντίνα Σώζου-Κύρκου
0 Σχόλια