Τι σχέση έχει ένας πιανίστας που προσπαθεί να κάνει περήφανους τους γονείς του μ’ έναν έφηβο που μεγαλώνει μόνος με τη μητέρα του στην Αγγλία; Πώς επηρεάζουν τις ζωές των παιδιών οι επιθυμίες και οι εντολές των γονιών; Πόσο εύκολοη είναι η συγχώρεση όταν βγαίνει στο φως ένα σκοτεινό μυστικό που έχει επηρεάσει τη ζωή σου χωρίς εσύ να το ξέρεις; Πώς γίνεται ένα ταξίδι με τρένο να είναι η αρχή μιας απελευθέρωσης ψυχής και σώματος από οικογενειακά δεσμά; Ο Nicola Lecca< εμπνευσμένος από πραγματικά ταξίδια στην Ευρώπη, έγραψε ένα τρυφερό και συγκινητικό μυθιστόρημα γεμάτο εικόνες και τοπία, αληθινούς χαρακτήρες και απρόσμενους συνεκτικούς δεσμούς.
Ο Μπόρνα Μπάρσιτς είναι γιος εργατών σε εργοστάσιο ζωμού της Κροατίας, δεν ένιωσε όμως ποτέ την αγάπη τους: «Γίγαντες, με ένα μόνο μάτι, επικριτικό, αυστηρό, ποτέ ικανοποιημένο. Και χωρίς το άλλο, το στοργικό, το ανεκτικό, το ικανό για συμπόνια κι ενσυναίσθηση» (σελ. 16-17). Σπούδασε μουσική γιατί αυτό ήθελαν εκείνοι, έκανε ό,τι προσδοκούσαν απ’ αυτόν για να τους ευχαριστήσει κι επιτέλους η ευκαιρία να κατακτήσει την αγάπη τους έρχεται στις εξετάσεις του πιάνου, μόνο που αυτό θα είναι η αρχή ενός τέλους που δεν περιμένει. Οι γονείς του τον φυλάνε στην ασφυκτική αγκαλιά της εργατικής κατοικίας τους, θεωρώντας τον κόσμο επικίνδυνο και ακατάλληλο για το εύθραυστο παιδί τους. Έτσι καταδίκασαν τον Μπόρνα σε μοναξιά και τον απέκλεισαν από τις πολύτιμες κοινωνικές συναναστροφές. Ο ντροπαλός, αμήχανος και αδέξιος Μπόρνα, είκοσι χρόνια μετά την επαγγελματική επιτυχία μα προσωπική αποτυχία στο ωδείο του Ζάγκρεμπ, εξακολουθεί να είναι μόνος και χωρίς φίλους, έχοντας μεγαλώσει με μια απρόσμενη και ανεξέλεγκτη ελευθερία όταν έμεινε ορφανός και μεγαλώνοντας κατά τη διάρκεια ενός πολέμου από τη Σερβία αναίτιου, αφού η Κροατία είχε αναγνωριστεί από πολλές χώρες του κόσμου. Ένα ταξίδι με τρένο θα φέρει κι άλλη μοιραία ανατροπή στη ζωή του.
Από το Ζάγκρεμπ του 1993 ερχόμαστε στο Μπρόντστερς της Αγγλίας του 2014, όπου ο Άαρον Άντσιτς ζει με τη μητέρα του φτωχικά και περιορισμένα. Εκείνη ήρθε έγκυος στη χώρα ζητώντας άδεια παραμονής και τώρα εργάζεται ως ταμίας. Αντίθετοι χαρακτήρες, εκείνος αισιόδοξος, εκείνη ρεαλίστρια, δέχονται κοινωνικό εκφοβισμό. «Το σπίτι τους είναι μικρό. Η ζωή τους ελάχιστη» (σελ. 53). Αγνώστου πατρός ο Άαρον, με τη μητέρα του να βυθίζεται αργά και σταθερά στην κατάθλιψη, κάτι που δυσκολεύει τις ερωτήσεις για την ταυτότητα του πατέρα του. Ταυτόχρονα, ο Άαρον συζητά ηλεκτρονικά με την Κρίσταλ, την οποία ερωτεύεται χωρίς να έχει δει ποτέ από κοντά. Του αρκεί η αγάπη της κι ας είναι μια ψευδαίσθηση, έχει ανάγκη για στοργή, για οποιαδήποτε αγάπη, γι’ αυτό και κάνει πράξη τις ολοένα και πιο απαιτητικές επιθυμίες της, όσο η ίδια παραμένει κρυμμένη και δεν εμφανίζεται στην κάμερα. Ο Άαρον έχει μάθει να χαίρεται με το κάθε τι κι εξασκείται διακρίνοντας τη μαγεία παντού και φωτίζοντας με ενθουσιασμό τις ασχήμιες της φτώχειας. Μικροπράγματα τον κάνουν χαρούμενο όσο η μητέρα του καθοδηγεί τη ζωή του, ακόμη και με στερήσεις και υπερβολές γιατί δε θέλει να της φύγει μακριά και να την αφήσει μόνη. Απανωτά λάθη που δυσχεραίνουν τον ψυχισμό του νεαρού παιδιού, που ευτυχώς δε γνωρίζει πως η μητέρα του δεν έχει καταφέρει να τον αγαπήσει απόλυτα. Είναι ένα παιδί που δε διάλεξε αλλά αντίθετα της περιέπλεξε τη ζωή ή, γιατί όχι, την κατέστρεψε κιόλα. «Ψίχουλα αγάπης από τη μητέρα του που τα μάζευε υπομονετικά όπως οι ζητιάνοι τ’ αποτσίγαρα» (σελ. 68).
Να όμως που ένα επίσημο έγγραφο θα τινάξει στον αέρα τη ζωή μάνας και γιου, θα φέρει στο φως τα μυστικά που τους χώριζαν και θα οδηγήσει με βία τον Άαρον στο να πάρει τη ζωή στα χέρια του: «εύθραυστος, απροστάτευτος μα επιτέλους ελεύθερος». Κι έτσι αρχίζει ένα συναρπαστικό ταξίδι από την Αγγλία προς την Κροατία με τρένο. Αμβούργο, Πράγα, Μπρατισλάβα, Λιουμπλιάνα και Ζάγκρεμπ είναι πόλεις που τον μαγεύουν, που τον κάνουν να ζήσει διάφορες περιπέτειες, να γνωρίσει τον εαυτό του, να κάνει νέους φίλους, να τζογάρει, να εξαπατηθεί, να σταθεί στα δικά του πόδια και να προσπαθήσει να τα καταφέρει. Η σύγκρουση με την τραγική αλήθεια θα είναι μετωπική και θα μπουν τα πάντα σε νέες βάσεις όσο η μητέρα του Άαρον, εντελώς μόνη πια, αρχίζει να παλεύει με δαίμονες και ψευδαισθήσεις που επιβουλεύονται τη ζωή της.
Με μάγεψε η γραφή, με ταξίδεψαν οι λέξεις του, έζησα λεπτό προς λεπτό αυτό το διαφορετικό road trip αυτογνωσίας όσο προσπαθούσα να καταλάβω πώς συνδέονται οι ζωές του Μπόρνα και του Άαρον, δεν κουράστηκα στιγμή από τις διασκεδαστικές ή δύσκολες περιπέτειες που βιώνει ο νεαρός πρωταγωνιστής στις πόλεις της Ευρώπης όσο πλησιάζει προς κάτι που θα του σφίξει το στομάχι. Εντυπωσιακοί, μελετημένοι χαρακτήρες με διεισδυτικά ψυχογραφήματα, που αποκαλύπτονται σταδιακά και τους γνώριζα όποτε και όπως ήθελε ο συγγραφέας, κάτι που με επέφερε ένταση και αγωνία για τη συνέχεια αλλά και για τις αποφάσεις που καλούνται να πάρουν όλοι κάτω από απρόσμενες συνθήκες. Θα νικήσει η Άνια την κατάθλιψη; Θα συγχωρέσει ο Άαρον τον πατέρα του γι’ αυτό που έκανε; Θα κερδίσει ο Μπόρνα τη ζωή του; Θα αποκαλύψει επιτέλους η Κρίσταλ το πρόσωπό της (ειλικρινά έμεινα άφωνος με την πραγματική της ταυτότητα και δάκρυσα όταν διαπίστωσα το μέγεθος του πόνου που κρύβεται από πίσω); Αυτά και πολλά άλλα ερωτήματα απαντώνται μέσα από ευρηματικές ιστορίες όσο γνωρίζουμε και περπατάμε τις ατμοσφαιρικές πόλεις της κεντρικής Ευρώπης με έναν τρόπο που μόνο κάποιος σαν τον Nicola Lecca ξέρει να κάνει.
0 Σχόλια