Υπάρχει μια εσχατιά της ψυχής, όπου κανείς δεν πρέπει να πλησιάσει, για να μην παγιδευτεί εκεί. Η χώρα του φόβου.
Νύσταζα. Αποφάσισα ν’ αφήσω το βιβλίο και να συνεχίσω την επομένη. Έψαξα να βρω κάτι που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για σελιδοδείκτης, μα δεν βρήκα. Τελικά είπα πως “δεν πειράζει, ας μείνει ανοιχτό εδώ δίπλα στο μαξιλάρι”. Έσβησα το φως κι έκλεισα τα μάτια.
Ξάφνου βρέθηκα στη χώρα όπου δεν έπρεπε να πάω ποτέ, σ’ εκείνη την εσχατιά της ψυχής, στη χώρα του φόβου, καθώς μια σκέψη ξεπετάχτηκε που με έκανε να παγώσω μέσα στη νύχτα: το όποιο κακό κρυβόταν στις σελίδες του βιβλίου -αν αυτό έμενε ανοιχτό- θα μπορούσε να βγει! Έκλεισα το βιβλίο με βιασύνη. Μόλις είχα θυμηθεί πως τα φαντάσματα δεν προήλθαν μόνο από ανθρώπους, που χωρίς να έχουν προξενήσει πόνο και δυστυχία, απλά εγκλωβίστηκαν ανάμεσα στους κόσμους. Προήλθαν κι από κείνο το «άλλο». Εκείνο που στην πρώτη ανάσα δεν επιτρέπει στο φως να περάσει, αντικαθιστώντας το με το πιο πηχτό σκοτάδι.
Όταν το τελείωσα, δεν ήξερα να πω αν μ’ άρεσε ή όχι. Ξέρω μόνο πως κάτι με υποχρέωνε να το διαβάσω λέξη-λέξη, αράδα-αράδα μέχρι το τέλος!
Σε λίγο, αφού πια μπει η οριστική τελεία σ’ αυτό που γράφω αυτή τη στιγμή, το βιβλίο θα πάει μαζί με τα άλλα του Λάβκραφτ, του Κινγκ και της υπόλοιπης παλιοπαρέας, σ’ εκείνο το τμήμα της βιβλιοθήκης -της απόλυτα τακτοποιημένης δικής μου βιβλιοθήκης- που κάποιες φορές δεν το βλέπω, σαν να μην υπάρχει καν ή έστω όσο κι αν προσπαθώ, με κάποιο τρόπο καταφέρνει και περνάει απαρατήρητο, χαμένο σε μια τόσο λεπτή ομίχλη που το μόνο που αισθάνεσαι από αυτήν είναι η ελαφριά της υγρή ψύχρα…
_
γράφει η Άνα Ζάχαρη από την ιστοσελίδα Βιβλιοσημεία
αναρτήθηκε από τη Λιάνα Τζιμογιάννη για το τοβιβλίο.net
0 Σχόλια