Ο άνθρωπος, από την πρώτη στιγμή που δι-αισθάνθηκε ενσυνειδήτως την ύπαρξή του και κατανόησε πως υπάρχει λογική προερχόμενη μέσα από τον βιολογικό του εγκέφαλο, λογική που ξεπερνούσε την ανάγκη απλώς της αυτοσυντήρησης και της εύρεσης τροφής, έκανε δυο σημαντικά άλματα σκέψης. Το πρώτο ήταν να σηκώσει το κεφάλι στον ουρανό και να αναζητήσει κάτι μεγαλύτερο από τον ίδιο, έναν δημιουργό. Αυτό ενδεχομένως να προήρθε από την ενδογενή του ανάγκη να μοιράσει μέρος της ευθύνης του για τις αποφάσεις που παίρνει και οι οποίες μετουσιώνονται σε πράξεις, με κάτι ανώτερο από τον ίδιο, κάτι που ταυτόχρονα έρχεται ως ελπίδα, ως δύναμη ικανή να καταφέρει πράγματα θαυμαστά και μαζί ως ‘ελεγκτής’ που περιορίζει a priori την αυτοδιάθεση του ατόμου θέτοντας όρια, και ταυτόχρονα κάθε μη αποδεκτή (κοινωνική) συμπεριφορά. Τούτο λειτούργησε ίσως εις βάρος της ατομικότητας αλλά προς όφελος της κοινωνίας, αμβλύνοντας αντιθέσεις και καθιστώντας σημαντικότερο το «εμείς» από το «εγώ». Το δεύτερο σημαντικό άλμα ήταν πως την ίδια του τη σκέψη ήθελε να την εξωτερικεύσει, αρχικώς με σκοπό αμιγώς τεχνικό για να μεταφέρει χρηστικές πληροφορίες που θα τον βοηθούσε στην επιβίωση του αλλά σχεδόν ταυτόχρονα και για να εκφραστεί με έναν τρόπο πιο ελεύθερο, που θα του επέτρεπε να μετουσιώσει την εμπειρία, το περιβάλλον και την καθημερινότητά του σε κάτι ωραίο, σε κάτι ιδανικό, σε κάτι που τελικά θα αποτελούσε το μέσο εκείνο που με την αισθητική του λειτουργία θα μιλούσε στο βαθύτερο κομμάτι του βιολογικού του μυαλού που λέγεται νους! Από τα περίτεχνα σχέδια που συναντάμε σε προϊστορικά σπήλαια μέχρι τη δημιουργία κτερισμάτων που συνόδευαν του νεκρούς του, ο πρωτόγονος άνθρωπος άρχισε δια της τέχνης να εκπαιδεύει το μυαλό του και να το κάνει φορέα δια-νόησης. Όσο σημαντική ήταν για την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους η δημιουργία εργαλείων και η εξημέρωση ζώων και φυτών για να αυτοσυντηρηθεί και να επιβιώσει, άλλο τόσο σημαντική ήταν και η ανάπτυξη της τέχνης, σε όλες της τις μορφές, για να γυμνάσει το νου του και να γίνει καλύτερος και αποδοτικότερος, δημιουργώντας έτσι υψηλές έννοιες όπως αυτές του Ανθρωπισμού, της Δημοκρατίας, της Αλληλεγγύης, της Κοινωνικής Πρόνοιας κλπ., τις οποίες σήμερα μπορεί να τις θεωρούμε αυτονόητες αλλά είναι απολύτως σίγουρο πως χρειάστηκε μεγάλη ζύμωση προκειμένου αφενός να γίνουν αντιληπτές ως κοσμοθεωρίες κι αφετέρου να γίνουν κοινό κτήμα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης.
Παράλληλα με την εξέλιξη του ανθρώπου εξελίχθηκε και η τέχνη του λόγου. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως το ένα συνέδραμε το άλλο, όσο αυξανόταν δηλαδή η νοητική ικανότητα του είδους μας αυξανόταν και ο λόγος – λογική, κι όσο αυξανόταν ο λόγος αυξανόταν και η νοητική ικανότητα (ως κάτι που απαιτεί βιολογική εξέλιξη του εγκεφάλου για να μπορέσει να επιτευχθεί), όπως περίπου συμβαίνει σήμερα με την εξέλιξη στο χώρο της επιστήμης των ηλεκτρονικών που κάθε νέο υλικό δίνει πρόσθετες δυνατότητες στο λογισμικό και το ανάποδο. Η τέχνη του λόγου που μετουσιώνεται σ’ αυτό που καλούμε Λογοτεχνία, πέρασε σύντομα από το εμβρυικό της στάδιο στο στάδιο της εξαιρετικά υψηλής τέχνης κι επηρέασε βαθύτατα τον άνθρωπο. Παραδόσεις σε ολόκληρη την υφήλιο που μεταφέρθηκαν από στόμα σε στόμα κι από γενιά σε γενιά κι έφτασαν μέχρι τα έπη του Ομήρου να κοσμούν την ανθρώπινη νόηση, μετέφεραν μαζί με τις πληροφορίες του πολιτισμού και την ίδια την ικανότητα του ανθρώπου να περιγράφει και να εξωτερικεύει με τρόπο θαυμαστό ό,τι μη-τεχνικό τον αφορά. Η συνέχεια είναι γνωστή και θα ήταν περιττό να την περιγράψουμε εδώ, δεν είναι άλλωστε αυτός ο σκοπός μας. Ερχόμενοι στο σήμερα, αν είχαμε τη δυνατότητα να αποτυπώσουμε τη στιγμή όπως κάνει ο φωτογραφικός φακός, τι είναι αυτό που αντικρίζουμε; Μια ακμάζουσα Λογοτεχνία ή μια τέχνη που είναι παρηκμασμένη; Αποτελεί η σημερινή λογοτεχνική παραγωγή μια εξελικτική συνέχεια στη γραμμή παρελθόν – μέλλον ή έχει ακολουθήσει κάποιον παράδρομο; Είναι πρωτότυπη ή απλώς αντιγράφει; Και, ίσως τούτο να είναι το πιο σημαντικό, αποτελεί παράγοντα εξέλιξης του ανθρώπινου είδους ή όχι;
Οι ερωτήσεις αυτές δεν είναι εύκολο να απαντηθούν και βεβαίως δεν θα τις απαντήσουμε εμείς διότι δεν έχουμε ούτε την επιστημονική επάρκεια για να το κάνουμε αλλά κυρίως δεν έχουμε την πρόθεση να το κάνουμε. Τούτο όμως δεν μας απαγορεύει να έχουμε σχηματοποιημένη μια προσωπική άποψη, ούτε βεβαίως μας εμποδίζει να απαριθμήσουμε ορισμένα γεγονότα που μπορούν να τεθούν στο τραπέζι της συζήτησης. Στις μέρες μας, και μιλώντας πάντοτε για την εμπειρία μας στον γεωγραφικό χώρο της Ελλάδας, έχουμε γίνει μάρτυρες της άποψης πως η λογοτεχνία έχει ξεφύγει πια από τη δημιουργία πνευματικού έργου που αισθητικά -στις αισθήσεις μας δηλαδή- προσφέρει αγαλλίαση (σ.σ. από την Ομηρική λέξη «αγάλλομαι» που σημαίνει ευφραίνομαι, ικανοποιούμαι αισθητικά, εξ’ ου και το «άγαλμα» που «αγάλλει», που ευχαριστεί, κάνει κάποιον χαρούμενο) κι έχει περάσει σε ένα επίπεδο τεχνικό που κριτήριο αποφάσεων είναι πια κάποιος οικονομικός σχεδιασμός και όχι η αμιγώς γόνιμη δημιουργία. Για παράδειγμα, βλέπουμε να γίνονται μαθήματα δημιουργικής γραφής, να διδάσκεται δηλαδή η τεχνική, αλλά από την άλλη μεριά να μη δίνεται το σωστό βάρος στην τέχνη! Το να μάθει κανείς να συνθέτει μηχανικά και τεχνικά μια ιστορία δε σημαίνει πως η ιστορία αυτή θα έχει μέσα της κλεισμένο κι ένα κομμάτι ψυχής, που τελικά είναι και το ζητούμενο, διότι τέχνη δεν είναι τίποτα άλλο από εξωτερίκευση κι έκφραση αυτής της ίδιας της ψυχής. Ακούμε συχνά να λέει ο δημιουργός: «Όταν γράφω (ζωγραφίζω, υποκρίνομαι πάνω στη σκηνή, τραγουδώ, συνθέτω κλπ.), δεν υπάρχω, δεν έχω συνείδηση της ύπαρξής μου, λες κι έχω μετουσιωθεί σε κάτι άυλο κι αφήνω τα αισθήματά μου να ξεχυθούν από μέσα μου σε μια ανοίκεια εξομολόγηση ενώπιον κοινού, ενώπιον ανθρώπων». Μπορεί, αναρωτιόμαστε, λοιπόν να διδαχτεί αυτό στο μάθημα της δημιουργικής γραφής; Μπορεί να λείπει αυτό από το έργο κάθε δημιουργού κι εν προκειμένω κάθε λογοτέχνη; Στρέφοντας την προσοχή μας σε ένα ακόμα σοβαρό σημείο, δεν μπορούμε παρά να αναρωτηθούμε: Όταν η στρατηγική του μάρκετινγκ επιτάσσει σε κάθε συγγραφέα που πουλάει, να γράφει βιβλία ανά τακτά χρονικά διαστήματα σαφώς ορισμένα με αποτέλεσμα ο δημιουργός να επιβάλλεται σε πίεση και στρεσογόνο άγχος για να είναι εντός χρονοδιαγραμμάτων, τούτα τα έργα του θα είναι αυτομάτως και υψηλής λογοτεχνικής αξίας; Μπορεί ναι μπορεί και όχι, θα απαντούσε εύλογα ο καθένας από εμάς. Όταν όμως η συλλογιστική οδηγεί σε μια τέτοια απάντηση, είναι σχεδόν βέβαιο πως το θεμέλιο που στηρίζει την ουσία της λογοτεχνίας έχει κλονιστεί οπότε αναρωτιέται κανείς αν μιλάμε πλέον για αληθινή λογοτεχνία υψηλής αξίας ή απλώς για μια… γραμμή παραγωγής προϊόντων προς πώληση (τα οποία ίσως να έχουν αξία λογοτεχνική χωρίς όμως αυτό να εξασφαλίζεται πάντοτε). Και πριν μας κατηγορήσει κανείς για ουτοπιστές ή για απόλυτους στις απόψεις μας, θα πρέπει να επισημάνουμε πως ουδόλως τασσόμαστε κατά της δημιουργίας οικονομικού οφέλους από τη λογοτεχνία, άλλωστε είναι αυτονόητο πως θα πρέπει να συντηρηθεί και να έχει κέρδος κάθε συγγραφέας και κάθε επιχείρηση που δραστηριοποιείται στον κλάδο αυτό. Από την άλλη όμως, θα πρέπει να σταθμιστεί και το κέρδος του αναγνώστη…
Υπήρξε μια περίοδος στην Ελλάδα που κυκλοφορούσαν ακόμα και στα περίπτερα όμορφες και ιδανικές ιστορίες σε συσκευασίες τσέπης που ούτε λίγο ούτε πολύ είχαν να κάνουν με μεγάλους έρωτες, ιδανικούς και εξωπραγματικούς σε σημείο που θα μπορούσαν να ανήκουν στην κατηγορία της επιστημονικής φαντασίας. Αυτό «εκπαίδευσε» τρόπον τινά, το αναγνωστικό κοινό στο εύπεπτο και στο γρήγορο, όπως έγινε και με τις αλυσίδες γρήγορου φαγητού, προσφέροντας ουσιαστικά… μόνο λίπος! Απόρροια αυτής της τακτικής είναι το γεγονός πως ακόμα και σήμερα ο μέσος αναγνώστης αναζητά από τη λογοτεχνία ιστορίες επιδερμικές, χωρίς την ουσία εκείνη που θα τον κάνει να προβληματιστεί και να σκεφτεί αφού κλείσει το βιβλίο, γκρι αποχρώσεις λογοτεχνίας… που μόνο αποχρώσεις θα μείνουν και τίποτα παραπάνω! Από την άλλη μεριά, παρατηρούμε σωρεία αυτόκλητων συγγραφέων, πολύ δε περισσότερο ποιητών, που κατακλύζουν τα τυπογραφεία και παράγουν βιβλία που πολλές φορές δεν είναι ούτε καν διορθωμένα, δεν τα έχει δει μάτι επιμελητή, δεν έχουν καν μια στοιχειωδώς σωστή σελιδοποίηση! Θεωρούν πως ένας φίλος, κατά προτίμηση φιλόλογος που θα διορθώσει μερικά ορθογραφικά λάθη, κι ένα τυπογραφείο μπορούν να υποκαταστήσουν τη σοβαρή δουλειά που κάνει ένας εκδοτικός οίκος και τελικά το αποτέλεσμα είναι αμφιβόλου ποιότητας στις περισσότερες περιπτώσεις το οποίο ουδόλως συνδράμει στο σκοπό της λογοτεχνίας. Όμως, υπάρχει και η άλλη πλευρά του νομίσματος, καθόσον έχουμε δει λογοτεχνικές δημιουργίες υψηλότατης αξίας, γεγονός το οποίο θα πρέπει να τονίσουμε και ταυτόχρονα να επισημάνουμε πως αυτό θα το συναντήσει κανείς συνήθως εκεί που δεν το περιμένει, σε εκδόσεις που δεν ανήκουν στην πρώτη γραμμή κι από λογοτέχνες που το όνομά τους δεν φιγουράρει στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων, χωρίς αυτό να σημαίνει βεβαίως πως σοβαρά λογοτεχνικά έργα παράγονται μόνο από αυτούς.
Στην εποχή του γρήγορου, του εύκολου και του φορητού, το βιβλίο δίνει καθημερινά αγώνα για να σταθεί στη θέση της ιστορίας που του αρμόζει. Είναι αλήθεια, ειδικά στην Ελλάδα της κρίσης, πως οι εκδοτικοί οίκοι καταβάλλουν αξιέπαινες προσπάθειες για να διατηρήσουν σε υψηλά επίπεδα την βιβλιοπαραγωγή και σ’ αυτό ίσως θα πρέπει να βρουν αρωγό την πολιτεία. Το κυριότερο όμως ζήτημα κατά την γνώμη μας είναι να διατηρηθεί ακέραιος ο σκοπός της λογοτεχνίας, να συνεχίσει να συνδράμει στην εξέλιξη του είδους μας και να μη λοξοδρομήσει σε μονοπάτια που οδηγούνται και κατευθύνονται είτε αποκλειστικά από όρους οικονομικού κέρδους είτε κάποιας κακώς νοούμενης ματαιοδοξίας. Είναι βέβαιο πως οποιαδήποτε πρόβλεψη για το μέλλον είναι παρακινδυνευμένη κι ενέχει το σοβαρό κίνδυνο να αποδειχτεί τελικώς λανθασμένη, αν όμως είχαμε τη δυνατότητα να ρίξουμε μια ματιά στο αύριο είναι πιθανόν να δούμε ορισμένα πράγματα που σήμερα ίσως μας φαίνονται αδιανόητα. Βιβλιοπωλεία και βιβλιοθήκες υβριδικές, με βιβλία χάρτινα, ηλεκτρονικά ίσως και διαδραστικά, βιβλία που για να αναγνωστούν θα πρέπει ο αναγνώστης να επισκεφτεί κάποια ιστοσελίδα προκειμένου να «ξεκλειδώσει» ένα μέρος του περιεχομένου – είναι άραγε μακριά η μέρα που τα βιβλία δεν θα έχουν επίλογο γραμμένο στο χαρτί αλλά σε κάποιο ηλεκτρονικό μέσο (που μαζί με το φινάλε θα πουλήσει και διαφήμιση ή κουπόνια για το επόμενο βιβλίο του συγγραφέα); Είναι δύσκολο να φανταστούμε εκδοτικούς οίκους που θα δραστηριοποιούνται σε παγκόσμιο επίπεδο καθιερώνοντας -κατά το δοκούν- πρότυπα μέσα από τις τεχνικές του μάρκετινγκ και υποκαθιστώντας και υποβαθμίζοντας τοπικούς δημιουργούς ή ακόμα να καταστήσουν τη λογοτεχνία εργαλείο που ίσως χρησιμοποιηθεί για πολιτικούς σκοπούς, στρατευμένη ενδεχομένως στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης; Και μια τέτοια παγκοσμιοποιημένη εμπορική δραστηριότητα δε θα κουβαλάει μοιραία μαζί της και όλες εκείνες τις παθογένειες των πολυεθνικών επιβάλλοντας σε βάθος χρόνου πρότυπα συγγραφικά που θα προσεγγίζουν εκείνα της βιομηχανίας της μουσικής και του κινηματογράφου, με ό,τι κι αν αυτό σημαίνει για την ίδια την ουσία της τέχνης του λόγου;
Η τεχνολογία οδηγεί τις εξελίξεις με γοργά βήματα προς την τεχνητή νοημοσύνη, κάτι το οποίο κατά τη γνώμη μας θα συνδράμει και θα βοηθήσει πολλές πτυχές της ανθρώπινης ζωής στο μέλλον. Όσο παραμένει εκεί, ως τεχνητή νοημοσύνη, εφόσον δε χρησιμοποιηθεί για σκοτεινούς σκοπούς, θα είναι ελεγχόμενη και θα λειτουργεί μέσα σε όρια. Τι θα γίνει όμως αν μετεξελιχθεί σε τεχνητή φαντασία; Τι θα γίνει αν η μηχανή, με τη συνδρομή της επιστήμης, τελικά αποκτήσει φαντασία; Τι θα γίνει αν ο υπολογιστής μπορέσει να γράψει κείμενα λογοτεχνικά; Αυτά θα είναι αποτέλεσμα δράσης της ανθρώπινης νόησης ή όχι; Ένα άρτιο τέτοιο έργο θα έχει λογοτεχνική αξία ή όχι; Αν η μηχανή τελικά καταφέρει να φανταστεί, τι θα σημαίνει αυτό για τη λογοτεχνία; Αυτονόητο είναι πως σε μια τέτοια περίπτωση ενδεχομένως ο άνθρωπος να κληθεί να απαντήσει σε πιο σοβαρά ερωτήματα, αλλά υπό τη σκοπιά του ζητήματος που πραγματευόμαστε, η ερώτηση θεωρούμε πως είναι πολύ σοβαρή και η απάντηση πάρα πολύ δύσκολη. Αυτό που ελπίζουμε όμως είναι τα βιβλία του μέλλοντος να μη χρειάζονται ούτε πολιτική ανάλυση για να δούμε πίσω από τις λέξεις τον πραγματικό λόγο που γράφτηκαν, ούτε αποκωδικοποίηση λόγω συγγραφής από κάποιο πρόγραμμα που ενδεχομένως να περιγράφει σωστά έναν χαρακτήρα αλλά να μην μπορεί να κατανοήσει απλά(;) πράγματα όπως η ανάγκη, η συγκυρία, η αγάπη ή… το φιλότιμο!
Πολύ καλό Κώστα !! Συμφωνώ στα περισσότερα από όσα γράφεις. Με ενέπνευσες να σου απαντήσω εκτενώς με ένα κείμενο απάντηση. Όχι αντικρουοντας σε, είπαμε σε πολλά συμφωνώ. Αλλα συμπληρωματικά, λέγοντας και τη δική μου ταπεινή γνώμη. Σε ευχαριστώ για την έμπνευση !! Θα το βάλω εδώ μόλις το τελειώσω.
Να είσαι καλά φίλε !
Γιώργο μου, θέλω να σε ευχαριστήσω εκ των προτέρων για την απάντηση που θα μου στείλεις, ξέρω πως θα έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και θα την περιμένω!
H ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ.
(σαν συμπλήρωμα, στο εξαιρετο και εμπεριστατωμένο άρθρο του αγαπητού φίλου Κ. Θερμογιάννη)
Στο εξωτερικό – κυρίως – οι εκδοτικοί οίκοι πιέζουν τους πετυχημένους συγγραφείς που πουλάνε πολύ να βγάλουν κι άλλο βιβλίο και μετά κι άλλο. Και γρήγορα ! Όσο έχεις φόρμα, είσαι διάσημος στο χώρο και πουλάς. Ένας δε τρόπος για να το κάνουν είναι να σε προπληρώνουν μερικές φορές, έτσι σου δίνουν ένα ακόμα κίνητρο. Όταν έχει πάρει μια προκαταβολή ο συγγραφέας νοιώθει εντονότερη την πίεση του να γράψει κάτι και γρήγορα. Το να είναι «καλό» το θεωρεί αυτονόητο ή τον απασχολεί λιγότερο. Στο κάτω κάτω, αν δεν ήταν καλός δεν θα καλοπληρωνόταν, δεν θα έπαιρνε προκαταβολή. Το θεωρεί περίπου σαν δεδομένο ότι θα γράψει καλά. Η ματαιοδοξία των συγγραφέων…
Κάτι άλλο είναι ότι στο εξωτερικό υπάρχει και ένα ακόμα είδος λογοτεχνίας. Αν είσαι καλός, αν θέλεις “να τα πάρεις χονδρά”, γράφεις με σκοπό να γίνει το βιβλίο σου ταινία ή τηλεοπτική σειρά. Εκεί η μεγάλη καταξίωση, τα πολλά φράγκα. Με την «εικονοποίηση» των κειμένων σου. Εκεί αποσκοπούν. Άσχετο αν οι σεναριογράφοι πολλές φορές τού αλλάζουν μετά τα φώτα, το αναπλάθουν το βιβλίο και το στύβουν, να βγάλει το ξύγκι που θέλουν οι παραγωγοί. Και ναι, όταν γράφεις για να γίνει το βιβλίο σου ταινία επηρεάζεται σημαντικά το ΠΩΣ το γράφεις. Γράφεις όχι αφήνοντας το μυαλό σου να πλανηθεί, αλλά βλέποντας το κείμενο σου σαν πλοκή. Καμμιά φορά φαντάζεσαι και ποιοι ηθοποιοί παίζουν τους ήρωες του βιβλίου σου όταν γράφεις.
Εξ ού και τα περί “δημιουργικής γραφής”, που ποτέ δεν τα παρακολούθησα. Ας με διαβάζουν τρεις, δημιουργός απόρροια κατασκευής δε θα γίνω ούτε θα γράφω «βιομηχανικά», με κανόνες. Ας μην είμαι συναρπαστικός, δεν πειράζει, είμαι εγώ ! Για να γίνω καλύτερος, όσο γίνεται, προτιμώ να διαβάζω λογοτεχνία, να παρακολουθώ την εποχή μου, να έχω τις όποιες αντένες διαθέτω ανοιχτές, να παίρνω ιδέες για το τι θα γράψω από τον ανθρώπινο πόνο και το ανθρώπινο πάθος δίπλα μου, από το περίεργο, από το κωμικό, από το τραγικό. Όχι από συνταγές. Και να το γράφω με το όποιο μικρό, μέτριο, σημαντικό ή ασήμαντο ταλέντο έχω.
Η δημιουργική γραφή μπορεί να σε κάνει καλύτερο, πιθανώς να σε κάνει τουλάχιστον ΤΕΧΝΙΚΑ καλύτερο. Ταλέντο ούτε σου δίνει, ούτε δημιουργεί. Η δημιουργική γραφή θα κάνει ίσως ένα κακό συγγραφέα λιγότερο κακό, τον λίγο καλό θα τον κάνει μέτριο. Άντε να κάνει και τον μέτριο καλό. Ίσως. Πιο πέρα όμως δεν έχει. Έτσι νομίζω. Έχω γνωρίσει – μέσα από το έργο τους – αυτοδημιούργητους συγγραφείς, έχω συγκλονισθεί από το έργο τους. Πείτε με ρομαντικό αλλά αυτό μου αρέσει. Στην τέχνη τουλάχιστον. Και η λογοτεχνία είναι τέχνη.
Αυτά για το εξωτερικό. Στην Ελλάδα είμαστε αλλιώς. Κατ’ αρχήν ο Έλληνας δεν διαβάζει. Όχι μόνο τώρα με την κρίση, ανέκαθεν. Την εικόνα του ανθρώπου που έχει στην τσάντα του ένα βιβλίο και διαβάζει στο μετρό ή στο λεωφορείο, στο Ellada δεν την έβλεπες ποτέ, δεν την βλέπεις και δεν θα τη δεις. Οι απειροελάχιστες εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Όσο για τα φτηνά περιοδικά και τα βιβλία τσέπης που υπήρχαν παλαιότερα, είμαι αυστηρός μαζί τους – με τα λίγα λογοτεχνικά κριτήρια που ίσως να έχω – αλλά δεν τα απαξιώνω εντελώς. Λαμβάνω υπ όψιν μου την εποχή που γράφτηκαν. Η Ελλάδα πεινούσε και τότε. Έπρεπε να πάρεις κάτι να διαβάσεις, αν το ήθελες, με το υστέρημα σου. Έτσι έπαιρνες το φτηνό, συγγραφείς και εκδότες ελάχιστα έβγαζαν. Όμως ο «μικρός ήρωας», ο «Υπεράνθρωπος», η «Μάσκα», ο «Ταρζάν»… σε ταξίδευαν. Κι ας κόστιζαν ελάχιστα. Λογοτεχνία δεν ήταν, τα πιο πολλά από αυτά, αλλά σε ταξίδευαν. Έκαναν δουλειά, κάποιοι από όλους αυτούς που τα διάβαζαν μικροί, τους έκανε να πάρουν λογοτεχνικά βιβλία μεγαλύτεροι. Είμαι ένας από αυτούς. Επίσης από τα φτηνά βιβλία τσέπης ξεπήδησε ο Γιάννης Μαρής με τον αστυνόμο Μπέκα… Κι ας υπάρχει ακόμα διαμάχη για το αν η αστυνομική λογοτεχνία είναι λογοτεχνία ή παραλογοτεχνία.
Και πάμε στο τώρα… Στην Ελλάδα που δεν διαβάζει, όχι μόνο γιατί δεν έχει λεφτά να αγοράσει ένα βιβλίο αλλά γιατί είπαμε, Έλληνας και αναγνώστης… ασύμβατες έννοιες ιδίως αν μιλάμε για νέους ανθρώπους. Δυστυχώς.
Προσοχή όμως… Ο Έλληνας δεν διαβάζει αλλά γράφει !! Πολυγραφότατος μιλάμε. Υπάρχει ένα είδος λογοτεχνίας που ανθεί : η περιβόητη «λογοτεχνία του Facebook» !! Δικός μου ο όρος.
Πολλοί Έλληνες και Ελληνίδες το είδαν συγγραφείς, κυρίως ποιητές. Αρκετοί από αυτούς είναι αξιόλογοι συγγραφείς και ποιητές. Έχουν ταλέντο, ξέρουν να γράφουν. Χρησιμοποιούν το Facebook σαν μέσο για να προβληθούν, μέχρι να εκδώσουν κάποια από τα έργα τους. Και καλά κάνουν.
Άλλοι πάλι θεωρούν τα «like» και τα σχόλια που αποκομίζουν σαν απόδειξη της ποιότητας τού ότι έγραψαν. Θεωρούν τον εαυτό τους ποιητή ή συγγραφέα και θέλουν να τους θεωρείς και εσύ έτσι. Κι ας είναι συχνά ανειλικρινή ή τυπικά τα «like» και τα επαινετικά σχόλια κάτω από το πόνημα τους. Ή ας οφείλονται στην εφαρμογή τους νόμου της ανταποδοτικότητας του Facebook : «Σου βάζω like για να μου βάλεις και εσύ, σου γράφω σχόλιο για να μου γράψεις»
Μεγάλος κόσμος το Facebook, όλα τα λουλούδια ανθίζουν… Πολλά από τα έργα που πρωτοξεκίνησαν από σελίδες του Facebook έγιναν βιβλία. Μερικά από αυτά είναι πολύ καλά. Υπάρχουν πλέον εκδοτικοί οίκοι που τα εκδίδουν με όρους και με κόστος που ποικίλλουν. Είπαμε, ο Έλληνας μπορεί να μην διαβάζει, αλλά γράφει. Και εκδίδει πλέον αυτά που γράφει.
Για τα ρομπότ που θα αποκτήσουν ευαισθησίες και φαντασία… δεν το ξέρω. Άλλος κόσμος, δεν ξέρω αν ποτέ γίνει αυτό, κι αν γίνει, δε ξέρω αν θα προλάβω να τον ζήσω. Δεν είμαι όμως ενθουσιώδης οπαδός αυτής της προοπτικής. Εντάξει να σκέφτονται αντί για μας, ή ακόμα και να κρίνουν αντί για μας, σε μερικά πολύπλοκα τεχνικά θέματα ίσως να το χρειαζόμαστε (με ΠΟΛΥ προσοχή στο «να κρίνουν» όμως). Αλλά να αισθάνονται ; να φαντάζονται ; Να γίνει κι αυτό το είδος επιστημονικής φαντασίας πραγματικότητα ; Μάλλον ανατριχίλα μου φέρνει η σκέψη.
Γνώμη μου όλα αυτά. Με κάθε σεβασμό στην όποια άλλη διαφορετική γνώμη.
Γιώργο, είναι βέβαιο πως στο σκεπτικό σου αποτυπώνονται πολλά επιχειρήματα με τα οποία δύσκολα κανείς μπορεί να διαφωνήσει. Το σημείο στο οποίο θα ήθελα να σταθώ είναι το γεγονός πως έχω διαπιστώσει κι εγώ προσωπικά πως υπάρχει μια τάση των σύγχρονων Ελλήνων είτε να αποφεύγουν το διάβασμα είτε, όταν διαβάζουν, να το κάνουν εν πολλοίς επιδερμικά. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να σημειώσω πως πράγματι υπάρχει σωρεία αυτόκλητων και αυτοπροσδιορισμένων “συγγραφέων” – “ποιητών” που χωρίς καμία σοβαρή μελέτη της λογοτεχνίας επιδίδονται σ’ αυτό που εύστοχα χαρακτηρίζεις “λογοτεχνία του Facebook”. Θεωρώ πως στην περίπτωση αυτή έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους που είτε δεν έχουν συναίσθηση του τι ακριβώς προσπαθούν να κάνουν είτε απλώς η υπέρμετρη ματαιδοξία και η ανάγκη επιβεβαίωσης (δια της αλίευσης “Like”) λειτουργούν ως παρωπίδες και τελικά τυφλώνουν!
Χαίρομαι γιατί μας δόθηκε δια του άρθρου η αφορμή να συζητήσουμε, έστω και στον περιορισμένο χώρο των σχολίων τούτης της ιστοσελίδας. Σε ευχαριστώ θερμά!
Και εγώ χάρηκα Κώστα που ανταλλάξαμε απόψεις. Εγώ σε ευχαριστώ για τη φιλοξενία που βρίσκω στις σελίδες του βιβλίο.net.
Tην είχα λησμονήσει για κάποιο διάστημα και χαίρομαι που ο κοινός μας φίλος, ο Χριστόφορος Παπαχαραλάμπους με “σκουντηξε” να ακουστεί και πάλι η “λαλιά” μου από αυτόν τον χώρο.
Σαν , δεν βρίσκομαι στις βιτρίνες των Βιβλιοπολείων , ουδέποτε κίνητρο ηταν το κέρδος κίνητρο γραφής μου, δεν εχω παρακολουθήσει ποτέ τον δρομο της δημιουργικής γραφής,αλλα τον δρομο της ψυχής μου…, νιώθω την αγαλλίαση της δημιουργίας, σε κάθε Παραμύθι και πόνημα , σκιαγραφείτε η ψυχή μου, η οποία εκφράζεται ελεύθερη , χωρίς περιορισμούς, γενικά πλαίσια και κανόνες, αγαπώ τα παιδιά, παρατηρώ κάθε έκφραση , λέξη προβληματισμό…που γίνεται κίνητρο γραφής μου…Το να γράφει κανείς για παιδιά, δεν ειναι τόσο απλό, όσο φαντάζει σε κάποιους, για να γράψει κάποιος βιβλία για παιδιά, χρειάζεται, μεράκι , κέφι, αγάπη και να εχεις παιδική ψυχή… Ταυτόχρονα να συμβαδίζεις με την εποχή, και να περνάς μηνύματα, δια μεσώ αυτών,… Το παιδί είναι ένας πολύ απαιτητικός αναγνώστης και αρκετά απρόβλεπτος…Το παιδί της σύγχρονης εποχής, ειναι υποψιασμένο και εξελιγμένο…καμιά σχέση με την παλιά μας εποχή…Το Παραμύθι, ένα ελεγχόμενο , πλασμένο όνειρο που ταξιδεύει τα παιδιά αλλα και τους μεγάλους, σε έναν κόσμο: εξωτικό, θαυμάσιο, μαγικό, φανταστικό, συναρπαστικό, υπερφυσικό, ανάλογα με τον δημιουργό του…Ζει και βασιλεύει ακόμα και στην εποχή των υπολογιστών…Έχω διαθέσει δωρεάν στο διαδίκτυο και θα συνεχίζω να το κάνω…Στο ερώτημα του κ Κώστα Θερμογιάννη, για το τι θα γίνει εάν οι υπολογιστές γράφουν Λογοτεχνία… Θα ειναι μια παρένθεση που δεν θα μείνει για πολύ , γιατί δεν θα υπάρχει η ψυχή…Σε μια εποχή τεχνικής νοημοσύνης, που η σιδερένια καρδιά, δεν θα μπορεί να εκφράσει και να βγάλει την θέρμη και την αγάπη του Λογοτέχνη…Θα επιστρέψουν τότε στην παλιά σκέψη και γραφή, απλά θα κάνει τον κύκλο της …και θα σπάσει γρήγορα… Σαν ποιήτρια πάντα θα συνεχίζω να αποτυπώνω και να γράφω τα συναισθήματα μου, που ένα ρομπότ δεν θα μπορεί εύκολα να εκφράζει, γιατί απλά δεν θα έχει ψυχή,,,,,Με σεβασμό αγάπη και εκτίμηση…Δόνα Αμαρυλλίς…
Κωστή,ένας όμορφος και εξαιρετικά διατυπωμένος λόγος για το βιβλίο!Εύγε!
‘Όσο σημαντική ήταν για την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους η δημιουργία εργαλείων και η εξημέρωση ζώων και φυτών για να αυτοσυντηρηθεί και να επιβιώσει, άλλο τόσο σημαντική ήταν και η ανάπτυξη της τέχνης, σε όλες της τις μορφές, για να γυμνάσει το νου του και να γίνει καλύτερος και αποδοτικότερος, δημιουργώντας έτσι υψηλές έννοιες όπως αυτές του Ανθρωπισμού, της Δημοκρατίας, της Αλληλεγγύης, της Κοινωνικής Πρόνοιας”
…να προσθέσω,πως αν δεν υπήρχε η τέχνη η ζωή θα ήταν άχαρη και άτονη.
Αν δεν υπήρχαν όμως οι υψηλές Τέχνες στις οποίες αναφέρεσαι,η ζωή θα ήταν σκιερή και αβίωτη.
Η τέχνη της λογοτεχνίας συμβάλλει με τον πιο γλυκό τρόπο για ένα “ευ ζειν” με αρετή και γλυκύτητα,γιατί έχει τον μοναδικό τρόπο να εμβαθύνει και στα σκοτάδια της ανθρώπινης ύπαρξης,αλλά και να σε λυτρώνει από αυτά!
Σ΄ευχαριστώ ολόθερμα για την γνήσια προσφορά σου .
Ιφιγένεια Παραστατίδου
Ιφιγένεια, σε ευχαριστώ θερμά για το εξαιρετικό σχόλιό σου!