
γράφει η Κατερίνα Σιδέρη
Αγαπητοί αναγνώστες!
Αναχωρούμε άμεσα για το χωριό Μηλιά Μάνης. Μην κάνετε συνειρμούς με τις μηλιές και τα μήνα γιατί το χωριό δεν διαθέτει ούτε μία, αλλά έχει πληθώρα σε φασκομηλιές. Φτιάξτε λοιπόν ένα ζεστό φασκόμηλο αν και οδεύουμε προς το καλοκαίρι και πάμε παρέα να ξεκινήσουμε το οδοιπορικό μας.
Αν και συνηθίζω τα προσωπικά μου σχόλια να τα κάνω στο τέλος της παρουσίασης, εδώ θα αποκλείσω λίγο από τη συνήθη δομή και θα πω ότι η σημερινή παρουσίαση αφορά ένα αρκετά καλογραμμένο βιβλίο, με έξυπνες ιδέες, με ακόμα πιο έξυπνους διαλόγους σε κλίμα άλλοτε ευφορίας και άλλοτε συγκίνησης, με γρήγορες εναλλαγές παραστάσεων, με σαρκασμό και αυτοσαρκασμό, με μυστικά που περνούν στη λήθη, με ήθη και έθιμα μιας άλλης εποχής ικανά να προκαλέσουν νοσταλγία και σίγουρα στιγμές γέλιου λόγω των ευτράπελων μακρινών περιστατικών.
…μόνο κάποιος που εμπιστεύεσαι μπορεί να σε προδώσει…
Ο Κώστας, είναι πλέον 55 χρονών. Είναι παντρεμένος με την Ελένη και έχουν αποκτήσει δυο δίδυμες κόρες την Ιωάννα και τη Δήμητρα. Στο χωριό του θα τον συλλυπούνταν γιατί δυστυχώς δεν απέκτησε παιδί, μα αυτό είναι άλλο κεφάλαιο, μια μεγάλη συζήτηση, μα όχι στην παρούσα φάση.
Με αφορμή το ξεσκαρτάρισμα της ξέχειλης αποθήκης του σπιτιού τους, ο Κώστας θα αδράξει την ευκαιρία, θα κρατήσει γερά στα χέρια του το νήμα που του γνέφει μέσα από ένα παλιό μαθητικό τετράδιο έκθεσης και θα ταξιδέψει στη Μηλιά, θα σκοντάψει πάνω σε αναμνήσεις, θα ξεθάψει χαρακτήρες από το παρελθόν και θα μας παρουσιάσει με άκρως παραστατικό τρόπο καρέ – καρέ ένα φονικό που έλαβε χώρα στο χωριό του, χρόνια πριν.
Η επιθυμία του Μανιάτη παππού, οι μνήμες που έχουν πάρει φόρα και τρέχουν ανεξέλεγκτα να βγουν στο φως πριν προλάβει και κλείσει το τετράδιο, ένα καραφάκι με κονιάκ ένεκα της κηδείας της γιαγιάς Σταμάτως, ο ερωτύλος μπάρμπα Πότης με τα γυαλιά μυωπίας σαν πατομπούκαλα και το φορτηγό μεταφορών του και ένας αρραβώνας που χαλάει από μια κατσίκα, όσο κι αν σας φαίνονται ανόμοια μεταξύ τους, έχουν κοινή ρίζα από τη Μάνη και κατακλύζονται τους άγραφους νόμους της.
Θα διαβάσουμε για τον Κωλοσούρτη, τον πιο θρησκευτικό δρόμο της χώρας, για το τηλέφωνο με τη μανιβέλα στο καφενείο του Βούλη με το οποίο όταν μιλάς ακούς περισσότερα παράσιτα παρά τον έτερο της γραμμής, για τον πένθιμο χτύπο της καμπάνας του χωριού σήμα κατατεθέν για μάζωξη στην πλατεία και θα νιώσουμε σοκ και δέος μπροστά στο μεγαλείο των μαυροφορεμένων μοιρολογιστρών που μεγαλουργούν το δράμα, κλαίνε και οδύρονται και τις βρίσκουμε διάσπαρτες σε όλα τα χωριά της Μάνης.
Φτάσαμε στο περιβόητο φονικό. Έχει προκαλέσει κύματα πανικού, έχει γίνει βορά στα στόματα συνωμοσιολόγων, έχει σκορπίσει φόβο και έχει αποσυντονίσει τους λιγοστούς κατοίκους της Μηλιάς ενώ διανύουν με νηστεία και κατάνυξη τη Μεγάλη Εβδομάδα. Μικροί και μεγάλοι είναι υπ’ ατμόν για τους δικούς τους λόγους. Κάποιοι βρίσκουν ευκαιρία να ξεράσουν χολή, άλλοι ως γνήσιοι αστυνόμοι συνδράμουν στο έργο της αστυνομίας και κάποιοι τρίτοι πασχίζουν να καλύψουν το άλλοθι τους που σίγουρα αν βγει στο φως, μαύρη θα είναι η συνέχεια.
Λέτε να πρόκειται για δολοφονία;
Κι αν ναι, ποιος ο υπαίτιος;
Γιατί άραγε έφτασαν τα πράγματα στα άκρα;
Υπήρξε δόλος; Φθόνος;
Λέτε να είχε έρις με κάποιον ο νεκρός;
Ή μήπως κάποιος είχε νιτερέσα μαζί του;
Συνιστώ ψυχραιμία!
Μόλις έφτασε στο χωριό ο κυρ χωροφύλακας, ο Κίτσος Μανιατάκος από την Άνω Χώρα! Τώρα κάθε κατεργάρης θα λάβει ότι του ανήκει! Μην έχετε την παραμικρή αμφιβολία, γιατί ο Κίτσος με ζήλο θα λύσει το μυστήριο!
Σειρά έχει η κυρά παπαδιά καθηλωμένη όπως πάντα στο ψιλό παράθυρο να ατενίζει… τη θέα, ένας άσπονδος εχθρός και άλλος ένας, ένας υπέρβαρος που συνάμα πάσχει από αλωπεκίαση, ένας καθηλωμένος σε αναπηρική καρέκλα και ένας αόρατος άνθρωπος που δεν γύρισε σαν πήγε να αρμέξει τις κατσίκες.
Ακολουθούν κατά πόδας δυο χωράφια που συνορεύουν χωρίς ακριβή σύνορα, οι βεντέτες της Μάνης με όλα τους τα παρελκόμενα, ο γδικιωμός και ο ξεβγαλτής τους, μια χήρα η οποία θα βρεθεί ξυλοφορτωμένη, αλλά και ένα ποδήλατο ικανό να προξενήσει γέλια με τα κατορθώματά του.
Μπορεί η ιστορία να αναμοχλεύεται γύρω από το φονικό, πλην όμως το βιβλίο φιλοξενεί τον πολιτικό αναβρασμό της εποχής, την ιστορία του Πετρή που πραγματικά με άγγιξε, κάποιες παράνομες συνευρέσεις συντοπιτών και φυσικά αβάσιμες κατηγορίες κατοίκων, διανθισμένες και εμπεριστατωμένες με ασάφειες και εικασίες.
Από τα βιβλία που διαβάζω, επιλέγω μια φράση που μου κίνησε το ενδιαφέρον για να την μοιραστώ μαζί σας. Από το βιβλίο του Κώστα Εξαρχέα, ένα σύντομο βιογραφικό του οποίου θα βρείτε στο τέλος του άρθρου, επέλεξα την παρακάτω:
όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς,
μπορούνε με χίλιους τρόπους.
Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής,
όταν ακούσεις ανθρώπους.
Οδεύουμε προς το τέλος. Ο δολοφόνος ακόμη κυκλοφορεί ελεύθερος, μα όχι για πολύ. Ο Κίτσος έχει πάρει προσωπικά την υπόθεση, παίρνει καταθέσεις, απειλεί και περιμένει υπομονετικά να ολοκληρώσει την έρευνά του και να κλείσει θριαμβευτικά την πολύκροτη υπόθεση της Μηλιάς.
Λίγο πριν πέσει η αυλαία, η ιστορία του γέρου με τους διαβόλους, η δραματική εμπειρία από την εκδρομή κάποιων Αθηναίων στο φαράγγι του Ριντόμου, η θεραπεία για τις ψείρες με παραθείο και τα αυτοσχέδια τσιγάρα από εφημερίδα και βοτάνια του βουνού, γράφουν θριαμβευτικά τους τίτλους τέλους, τους οποίους και απόλαυσα όπως και όλο το βιβλίο.
Δεν σας κρύβω, είχα καιρό να διαβάσω ένα βιβλίο με τόσο κέφι. Το απόλαυσα πραγματικά. Είχε συναίσθημα, είχε εξυπνάδα, είχε τραγελαφικές καταστάσεις οι οποίες παρουσιάζονται με λογοτεχνική καλαισθησία και σίγουρα κλείνοντας το βιβλίο ήμουν κερδισμένη.
Δεν θα πω περισσότερα, ούτε φυσικά θα σας αποκαλύψω πως κλείνει την υπόθεση ο χωροφύλακας Κίτσος με το όνομα! Όταν διαβάσετε το βιβλίο και φτάσετε σε αυτό το κομβικό σημείο, είμαι σίγουρη ότι θα κλαίτε από τα γέλια ή θα γελάτε κλαίγοντας.
Τα υπόλοιπα, σας αφήνω να τα ανακαλύψετε μονάχοι σας.
Αρκετά είπα!
Το οπισθόφυλλο του βιβλίου αναφέρει:
Ένα μυθιστόρημα, για το οποίο οι Times δεν έγραψαν τίποτα και ο Guardian αγνοεί την ύπαρξή του, έρχεται με αφορμή ένα ξεχασμένο τετράδιο έκθεσης δημοτικού μέσα σε μια αποθήκη που αντιστέκεται να καθαριστεί. Το θέμα της έκθεσης: «Το χωριό μου».
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, σε μια εποχή που η Ελλάδα αλλάζει, ένα αγόρι από την Αθήνα παλεύει με τους άγραφους κανόνες του οριακά πρωτόγονου χωριού του στη Μάνη. Στη βαριά σκιά ενός φονικού, που καλείται να εξιχνιάσει ο πιο ακατάλληλος χωροφύλακας της χώρας, άνθρωποι, μήλα και κατσίκες πλάθουν καθημερινές ιστορίες παράνοιας, σε μια Μηλιά γεμάτη φασκόμηλα.
Μια νοσταλγική ιστορία, γεμάτη μυστήριο και χιούμορ, για το παρελθόν που, όσο και αν απομακρύνεται, πάντα μένει μέσα μας.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα του βιβλίου.
Ο ΚΩΣΤΑΣ ΕΞΑΡΧΕΑΣ γεννήθηκε στη Αθήνα τον Δεκέμβρη του 1969, και δεν έχει μνήμες από τα μεγάλα γεγονότα της χρονιάς εκείνης. Το 1994 εισβάλλει στον χώρο της παραγωγής ταινιών και από τότε εργάζεται ως sound designer, κυρίως στο πεδίο των διαφημιστικών σποτ. Έχει συνεργαστεί με τα μεγαλύτερα brands και τις κορυφαίες διαφημιστικές εταιρείες, κερδίζοντας διακρίσεις. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη δημιουργική γραφή, κυρίως με τη συγγραφή σεναρίων και διηγημάτων.
Το ΜΗΛΟ ΔΕΝ ΕΠΕΣΕ ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΗ ΜΗΛΙΑ είναι η πρώτη του προσπάθεια στον χώρο του μυθιστορήματος.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Περισσότερες πληροφορίες για το βιβλίο, θα βρείτε εδώ.
0 Σχόλια