Αγαπητή κυρία,
Δε θα μπορούσα να αρχίσω με άλλο τρόπο αυτό μου το γράμμα παρά μόνο διατυπώνοντας και γραπτώς τα συλλυπητήρια μου για την απώλειά σας. Διότι εγώ μπορεί να έχασα ένα φίλο, εσείς όμως χάσατε ένα γιό, και το πένθος σας προφανώς είναι απείρως μεγαλύτερο.
Ωστόσο δε γράφω εδώ για να σας οικτίρω για αυτή την κατάσταση, αλλά σε απάντηση της απορίας σας, που θα τη θυμάμαι πάντα, εκείνο το πονεμένο βλέμμα με το οποίο διατυπώσατε αυτά τα λόγια, «πώς έγινε αυτό;».
Τότε ακόμα δεν ήξερα τι να πω. Τώρα ακόμα νοιώθω άσκημα. Όμως θεωρώ ότι οφείλω να σας μιλήσω για να λυθεί αυτή τουλάχιστον η απορία, διότι στην πραγματικότητα, παρά τη σιωπή μου εκείνη τη στιγμή, ξέρω πώς έγινε. Αυτό είναι όλο το θέμα του γράμματος μου, και θα μπω κατ ευθείαν στο ζήτημα.
Γνωριζόμουν με τον γιό σας από το σχολείο. Στις τελευταίες τάξεις του, και ιδίως στη Δέσμη, κάναμε παρέα, κάτι που συνεχίστηκε και σε αυτό το έτος. Καθώς αμφότεροι δεν είχαμε περάσει με την πρώτη στο πανεπιστήμιο, βρισκόμασταν σε μία συναφή θέση, και εκτιμώ ότι βάραινε πολύ στη συνείδηση του γιου σας ώστε να με παρουσιάσει σαν κάποιο ταιριαστό γι αυτόν φίλο.
Η κρίση μου για εκείνον ήταν πως είναι ένα πρόσχαρο άτομο, ίσως ακόμα και ασυνήθιστα. Τούτο καταρρίφθηκε κάποια στιγμή, όμως έγινε πολύ αργότερα, και έγινε ξαφνικά και στιγμιαία, λόγω μιας του πράξης. Ως τότε καταλαβαίνω τώρα ότι δεν τον γνώριζα, πως είχα σχηματίσει γι αυτόν μία εντύπωση προβάλλοντας στοιχεία του δικού μου ψυχισμού πάνω του, κάτι ίσως επόμενο για την ηλικία μου, λόγω της δυσκολίας να συλλάβω μία ύπαρξη πολύ διαφορετική από τη δική μου.
Ωστόσο σε μια στιγμή, εκείνο το απόγευμα στο σπίτι μου, κατάλαβα ότι ο γιος σας έκρυβε ένα μυστικό. Με αυτό δε θέλω να πω ότι δεν ήθελε να το μάθει κανείς, καθώς τότε θα έπρεπε και να είχε πάρει καλύτερες προφυλάξεις… Ίσως να ήθελε να το μάθω εγώ, όσο και αν έμοιασε αναστατωμένος όταν τον ανακάλυψα στο μπαλκόνι.
Όμως μιλάω με γρίφους. Δε θα το κάνω άλλο. Ορίστε τι συνέβη εκείνο το απόγευμα, πριν από σχεδόν μισό χρόνο, στο σπίτι μου:
Διανύαμε σίγουρα την καλύτερη περίοδο της φιλίας μας. Είχα τη γνώμη από παλιά ότι υπήρχε κάτι παράδοξο σε εκείνον, αλλά όχι για κάποιο βαθύτερο λόγο μα επειδή επέμενε να μη με καλεί ποτέ στο δικό σας σπίτι, παρόλο που εγώ τον είχα καλέσει στο δικό μου περισσότερες από δέκα φορές. Αλλά το καταλόγιζα αυτό σε κάποια παράλογη αίσθηση ντροπής, ή πάντως διάθεση για σύγκριση μαζί μου, αφού το δικό μου σπίτι είναι μεγαλύτερο από το μέσο. Ίσως να πίστευε πως θα θλιβόμουν στο δικό του. Η μοναδική φορά που ήρθα εκεί ήταν φυσικά τη μέρα του θανάτου του. Το ίδιο το σπίτι σας είναι ένα κανονικότατο σπίτι, και παρόλο που δε μπορώ πλέον και να εκτιμήσω ότι αποκλειόταν να ένοιωθε ο γιος σας ντροπή γι αυτό, πιστεύω ότι είναι πιθανότερο ότι υπάγονταν αλλού και κατά εκείνον οι λόγοι της άρνησής του ως τότε να βρεθώ εγώ εκεί.
Πάντως το απόγευμα εκείνο που περάσαμε στο σπίτι μου ήταν όμορφο. Είχε αρχίσει πολύ ωραία, μιλούσαμε για τα ενδιαφέροντά μας, πάντα χαμογελαστά, διότι εγώ τον εκτιμούσα και τολμώ να πω ότι τον αγαπούσα επίσης, και νομίζω ότι και εκείνος με συμπαθούσε πολύ. Έμοιαζε ακόμα πιο ευδιάθετος από συνήθως. Κάποια στιγμή του ανακοίνωσα ότι θα πάω για λίγο στα μέσα δωμάτια. Καθώς, όμως, περπατούσα στο μακρύ διάδρομο, θυμήθηκα ότι είχα λησμονήσει να πάρω μαζί μου το σταχτοδοχείο ώστε να το αδειάσω. Έτσι έκανα μεταβολή.
Μπαίνοντας ωστόσο στο δωμάτιο δεν τον είδα εκεί. Κοιτώντας μπροστά μου, μήπως τον διακρίνω στο μπαλκόνι, τα έχασα για μια στιγμή. Έπειτα του φώναξα. Επέστρεψε στο δωμάτιο και είχαμε μία μεγάλη κουβέντα γι αυτό που είδα…
Τι ήταν αυτό; Λοιπόν, τον είχα δει σκαρφαλωμένο στα κάγκελα, πιάνοντας το κάτω μέρος τους με τα χέρια του, ξαπλωμένο εκεί μπρούμυτα, σε μία στάση βέβαια τρομακτικά επικίνδυνη!
«Είσαι τρελός;» θυμάμαι ότι τον ρώτησα. Το αρνήθηκε. Ακολούθως άρχισε την εξήγησή του.
Σύμφωνα με αυτήν, όπως τη συγκρατώ τώρα, υπήρχε η παράδοξη δήλωση πως ήταν η ίδια η έντονη χαρά του εκείνη την ώρα που τον είχε οδηγήσει να ανέβει στα κάγκελα. Δεν ήταν αυτή η πρώτη φορά που το έκανε. Το έκανε διότι μόνο έτσι ένοιωθε «ζωντανός», και ήθελε πάση θυσία να ετοιμαστεί να νοιώθει όσο καλύτερα γινόταν εκείνο το απόγευμα, γι αυτό και είχε επιστρατεύσει και πάλι αυτό το μέσο.
Θα μπορούσα να σας πω πολλά άλλα για το ζήτημα. Ο ίδιος τα είπε τότε σε εμένα, δακρύζοντας. Ισχυρίστηκε ότι ήμουν ο καλύτερος, ο μοναδικός αληθινός φίλος που είχε ποτέ, και πως αν τον αγαπούσα έστω λιγάκι τότε θα έπρεπε αφ ενός να τον δεχτώ όπως ήταν, αφ ετέρου να κρατήσω το μυστικό του.
Τον ρώτησα πώς συνέβη να φτάσει σε αυτό το σημείο. Τον ρώτησα αν δε διέκρινε τον κίνδυνο από αυτή του την πράξη, που όπως ο ίδιος δήλωσε ήταν επαναλαμβανόμενη.
Αποκρίθηκε πως δεν γνώριζε πώς τα πράγματα εξελίχτηκαν έτσι, όμως ίσχυε ότι δεν ένοιωθε σχεδόν τίποτα παρά μόνο αφού είχε επαναλάβει τούτο το τολμηρό εγχείρημα. Τότε, όσο πλησίαζε ο κίνδυνος της πτώσης και του θανάτου, τόσο ξυπνούσε μέσα του η θαμμένη ζωή, σα να αναδυόταν από τη λάσπη των στενάχωρων σκέψεων και συναισθηματικών τόνων που τον χαρακτήριζαν την υπόλοιπη ώρα.
Φυσικά και διέκρινε ότι ήταν επικίνδυνο. Όμως βεβαίωνε πως γι αυτόν ήταν αναγκαίο.
Τον ρώτησα αν δεν υπήρχε κάποιος άλλος τρόπος να αισθανθεί ζωντανός. Απάντησε πως ίσως και να υπήρχε, αλλά αυτό θα απαιτούσε να διεξέλθει όλο τον εσωτερικό πολτό της μαύρης σκέψης του, κάτι που τον φόβιζε. Ενώ το ξάπλωμα πάνω στα κάγκελα έδινε πάντα μία άμεση λύση, σχεδόν σαν κάτι το μαγικό!
Του ζήτησα να μου πει, κοιτώντας τον λυπημένος- ήμουν τόσο λυπημένος από όλα αυτά! – πώς κατέληξε να κάνει αυτή την ανακάλυψη. Είχε σχεδιάσει να πέσει από το μπαλκόνι, και απλώς συνέβη να αισθανθεί το τρομερό νόημα της απόφασής του όταν ανέβηκε κατ αυτόν τον τρόπο στα κάγκελα;
Όχι, δεν είχε γίνει αυτό. Την θυμόταν εκείνη την πρώτη μέρα που το έπραξε τούτο. Ήταν πριν να με γνωρίσει, στα βάθη του Γυμνασίου. Ήταν μία πολύ στενάχωρη μέρα για εκείνον, και είχε καρφωμένο το βλέμμα του στο μπαλκόνι, στα μαύρα κάγκελα, για ώρα. Τα μαθήματά του περίμεναν απλωμένα στο γραφείο του να διαβαστούν, αλλά εκείνος ένοιωθε τελείως ανίσχυρος να τα μελετήσει. Τελικά, έπειτα από ώρα, σηκώθηκε με την επιθυμία να βγει στο μπαλκόνι, με τις πιζάμες του, παρόλο που ήταν τα τέλη του Φθινοπώρου. Όμως βγαίνοντας εκεί, καθώς στάθηκε στην άκρη των κάγκελων, κοίταξε κάτω, στην μεγάλη αυλή ανάμεσα στα κτίρια.
Εκεί είδε- ή νόμισε ότι είδε- ένα παιδί, ξαπλωμένο στο χορτάρι. Έμοιαζε τόσο χαρούμενο! Και προπάντων ελεύθερο- εκείνον δε θα τον άφηναν να κατέβει τότε κάτω, μέσα στο σκοτάδι. Και όμως πόσο ωραία του είχε φανεί αυτή η εικόνα! Έκλεισε τα μάτια του και ευχήθηκε να βρισκόταν ο ίδιος σε αυτό το σημείο, σε αυτή τη στάση. Ήταν όμως μάταιο.
Και τότε, δίχως σκέψη, του ήρθε να σκαρφαλώσει στα κάγκελα, σα να ήταν αυτό κάτι με το οποίο θα πλησίαζε το άλλο παιδί. Δεν ήθελε να πέσει. Δε θα κατέβαινε σε εκείνο το χορτάρι πέφτοντας από το μπαλκόνι βέβαια… Αλλά ήθελε να κάνει κάτι σε αντιστοιχία με το άλλο παιδί, και του φάνηκε πως αυτό το ανέβασμα, καθ αυτό σχεδόν απόλυτα ασφαλές, θα έφτανε για να δείξει στον εαυτό του τη σύνδεσή του με το άλλο και την ελευθερία του.
Αυτό ήταν όλο. Καθώς ανέβηκε ένοιωσε τη ζωή να τον πλημμυρίζει, και ακολούθως το επανέλαβε αυτό πολλές φορές, παρόλο που δεν είχε πάντοτε το ίδιο αποτέλεσμα, και ποτέ άλλοτε ένα τόσο έντονο όσο το βράδυ της πρώτης φοράς.
Άραγε εκείνο το παιδί ήταν μονάχα μία παραίσθηση; Μία προβολή της δικής του, συμβολικής θέλησης για ελευθερία; Ο ίδιος θεωρούσε ότι δεν είχε σημασία αν ήταν αληθινό ή όχι, και παραδεχόταν ότι να βρίσκεται μία τόσο περασμένη ώρα ένα παιδί ξαπλωμένο στο γρασίδι κάτω ήταν αλλόκοτο. Όμως, σε κάθε περίπτωση, αληθινό ήταν αυτό που του φανέρωσε: την επίδραση τη δραματική στο ψυχισμό του από μία τόσο απλή, και συνάμα τόσο ανήκουστη, πράξη.
Είπαμε και άλλα εκείνο το απόγευμα. Του ζήτησα να μου υποσχεθεί ότι δε θα ξαναέκανε κάτι τέτοιο. Δεν κατάφερα να αποσπάσω καμία υπόσχεση. Ακολούθως τον παρατήρησα περισσότερο. Πίσω από το χαμογελαστό πρόσωπό του έκρυβε ένα κενό, τη μαύρη δυστυχία, την απουσία συναισθημάτων.
Η σκηνή στο μπαλκόνι επαναλήφθηκε και άλλες φορές, και μάλιστα κάποτε και με την παρουσία μου, καθώς μου το ζήτησε αυτό ο ίδιος.
Και φτάνουμε στην χθεσινή νύχτα, κυρία. Τότε που για πρώτη φορά κλήθηκα στο σπίτι του.
Πλέον θεωρώ ότι αυτό ήταν που πυροδότησε την τραγωδία. Αλλά μπορεί να κάνω και λάθος. Ίσως να οφειλόταν απλώς σε μία απροσεξία ότι τελικά αυτή τη φορά γκρεμίστηκε. Ίσως, όμως, από την άλλη, να πάσχιζε μέσα του να νοιώσει λίγο περισσότερο ζωντανός, για να καταπολεμήσει κάποια μεγάλη ντροπή, κάτι που ήταν πέρα από τις δυνάμεις του όμως. Το σπίτι σας δεν είναι μικρό, αν και είναι μικρότερο από το δικό μου. Την οικογενειακή σας κατάσταση δεν την ξέρω. Ο γιος σας όμως ένοιωθε απαίσια, τούτο το γνωρίζω θετικά, και αυτό ήταν και η Νέμεσις του.
Δεν ήμουν θεατής στη σκηνή της πτώσης, παρόλο που μου είχε δηλωθεί ότι τώρα θα ανέβαινε στα κάγκελα. Περίμενα στο δωμάτιο. Η ώρα περνούσε. Δεν επέστρεφε. Όταν βγήκα τελικά στο μπαλκόνι ένοιωθα μέσα μου κάτι το φοβερό ήδη, και καθώς δεν τον είδα ούτε όταν γύρισα προς τις δύο πλευρές του το βλέμμα μου, κατάλαβα τι είχε συμβεί. Δεν κοίταξα κάτω, διότι νομίζω ότι δε θα άντεχα το θέαμα. Πήγα κατ ευθείαν σε εσάς, στο σαλόνι όπου διαβάζατε, για να σας πω ότι δεν έβρισκα πουθενά το γιό σας.
Τη συνέχεια την ξέρετε και θα ήταν φοβερό να αναφερθεί εδώ.
Εγώ, εν κατακλείδι, από όλα αυτά μπορώ μονάχα να συγκρατήσω την ανάμνηση της αγάπης που ένοιωθα άλλοτε γι αυτό το παιδί. Στάθηκε και σε μένα, παρά τα προφανή του προβλήματα, ένας αληθινός φίλος. Κατά καιρούς έχω επαναφέρει στη μνήμη μου μία διαφωνία μας, με τελείως ασήμαντη αφορμή- δική μου ξεροκεφαλιά- που ίσως να τον πλήγωσε. Αν εξακολουθεί να υφίσταται κάπου παρακαλώ να με συγχωρήσει.
Επίσης νοιώθω ένοχος που δε σας μίλησα για αυτές του τις εφιαλτικές πράξεις. Μου ζήτησε να μην το πω πουθενά, και ήταν βέβαιο πως δε θα με άφηνε μόνο μου μαζί σας, αλλά και πάλι θα όφειλα να είχα ενημερώσει το σχολείο. Φοβήθηκα ότι θα με μισούσε. Δεν περίμενα ότι θα πέσει ποτέ. Έκανα λάθος και ζητώ να με συγχωρήσετε και εσείς.
Μακάρι κάποτε να υπάρξει δικαίωση για τον κάθε άνθρωπο που πόνεσε. Μακάρι κάποτε ο πόνος να εξαλειφθεί ολότελα από τη ζωή.
_
γράφει ο Κυριάκος Χαλκόπουλος
0 Σχόλια