Να ’μαστε, λοιπόν, μ’ ένα βιβλίο που μας πάει «γάντι» και δένει άριστα με τους εθισμούς μας ως Έλληνες. Το βιβλίο του Jean Jenet «Το παιδί εγκληματίας», σε μετάφραση Σπ.Γιανναρά, που κυκλοφορήθηκε λίγες μέρες πριν από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ, εύχομαι να προσληφθεί ως αφορμή γόνιμης αυτοκριτικής. Μακάρι και αυτογνωσίας. Αν κανείς εκπλήσσεται για τη σύνδεση αυτή, τότε αναφορικά με το πρώτο σκέλος, τη λέξη παιδί δηλαδή, ας θυμηθεί ότι έχουμε ήδη πλατωνική πιστοποίηση: «Ἕλληνες ἀεί παῖδές ἐστε, γέρων δέ Ἕλλην οὐκ ἔστιν» (Πλάτων, Τίμαιος, 22b).Όσο για το δεύτερο, ας κοιτάξει κανείς ειδικά το παρόν της ελληνικής ιστορίας κι αν έχει όρεξη ας τραβήξει προς τα πίσω στο χρόνο, μέχρι Δωριέων… Αν πάλι έχει μια πιο εκλεπτυσμένη αίσθηση για την έννοια «έγκλημα», τότε ίσως ο Ηράκλειτος του προσφέρει μιαν ιδιότυπη σαν κι αυτή: «Ὅμηρον ἄξιον ἐκ τῶν ἀγώνων ἐκβάλλεσθαι καὶ ῥαπίζεσθαι».Είμαστε παραβατικός λαός οι έλληνες. Πιθανότατα εξαιτίας της αναζήτησης προσώπου. Η αναζήτηση λαμβάνει χείριστη μορφή συχνά. Πειράματα ελευθερίας που παρεκκλίνουν. Ας μην ξεχνούμε, όμως, πως τα νομίσματα έχουν πάντα διπλή όψη: ζητάς πρόσωπο, αρύεσαι, ενίοτε, δόση παραβατικότητας. Αυτός είναι ο λόγος που θα πρέπει να προσέξουμε το βιβλίο. Ο Jenet ευτύχησε να είναι γνωστός στην Ελλάδα από την εποχή του Κ.Κουν. Συστάσεις δεν χρειάζονται. Το καλό στην περίπτωσή του είναι ότι η γραφή στα έργα του υπομνηματίζει το βίωμα, τη ζωή. Ότι το γράψιμο δεν έχει μήτρα το γραφείο αλλά το κάθε είδους «πεζοδρόμιο». Συμπαραδηλώνεται, κρίνω, ότι αυτός είναι ο λόγος που γράφουμε: για να μελετάμε (;) τα «πεζοδρόμιά» μας, ώστε να «γνωρίσουμε (οι νιοί…) τον εαυτό» μας. Το κείμενο του Jenet, πλαισιωμένο μ’έναν μικρό πρόλογο απ’ τον ίδιο και πολύ χρήσιμα επιλεγόμενα από τον T.Simonnet, συνηγορεί στην παραβατικότητα, την προασπίζεται με πάθος (αδιάκριτο κάποτε;) και μιλά εκ των ένδον για το θέμα. Στην εποχή που γράφτηκε το υποδέχθηκε, όπως άλλωστε πάντοτε συμβαίνει…, η υποκρισία, η σιωπή, η απαγόρευση, η δυσανεξία, που διαρκώς το λογής κατεστημένο επιδεικνύει στις νέες, ζωντανές και κυρίως βιωματικές φωνές και γραφές (σελ.13, 15).Από το πάθος αυτό δεν εξαιρέθηκε, φυσικά, ούτε ο Jenet.Το γραπτό κλίνει, κυριότατα, προς μια κοινωνιολογική οπτική του εγκλήματος, έχει μια «ταξική», ας πούμε, προσέγγιση στο θέμα, η οποία κάνει τον Jenet, πολύ συχνά, να ασπάζεται, «ταξικά» συνεπής, αξεδιάλυτα (και φανατισμένα) το σύνολο των μορφών παραβατικότητας ως τέτοιας (π.χ.σελ.31), δίχως δημιουργικούς διαχωρισμούς. Αυτό, ίσως, αδικεί κάπως τις καίρια όμορφες θεάσεις που έχει στο ζήτημα ο συγγραφέας. Αδικεί την ίδια την «οντολογία» του εγκλήματος. Άλλωστε, ο ίδιος ο Jenet λέει (σελ.37)ότι το «ταλέντο των ποιητών εκθείασε τον εγκληματία…».Ο Λωτρεαμόν ή ο Ρεμπώ π.χ. κοιτούσε το ζήτημα αφαιρώντας μεγάλο μέρος από την κοινωνική του διάσταση και μεταβάλλοντάς το σε εσωτερική, υπαρξιακή, υπόθεση («με σάρκα και οστά», σελ.39).Όπως ακριβώς συμβαίνει στις ιστορίες του προφήτη Αμώς, Ιερεμία ή του πριονισμένου (από το λογής κατεστημένο πάντοτε…) Ησαϊα, για να δώσω, με τα παραδείγματα αυτά, την οφειλόμενη, νομίζω, διάσταση στο θέμα. Σ’ένα κείμενό μου του 2002 (βλ. https://www.academia.edu/2404553/ σελ.14, αφορ.50) ένας (βιωματικός) στοχασμός μου «κουμπώνει» με ό, τι ο Jenet προβάλλει (με έξοχη ψυχολογική ματιά) ως άξονες του εγκληματείν: παιδικότητα (σελ.33), δημιουργικότητα (σελ.18), ρήξη με τον κόσμο (σελ.33), επαναστατικότητα (σελ.31, 32), ηρωισμός (σελ.20, 30, 31), θάρρος (σελ.33), αίσθημα περιπέτειας (σελ.30), τόλμη στον κίνδυνο, ριψοκινδύνευση (σελ.30). Ιδού η βαθιά ματιά, η ακτινογραφία, στο (λογής) εγκληματείν. Ιδού, επίσης, και οι άξονες πάνω στους οποίους αν κινηθεί έχει εδραία ελπίδα επιτυχίας η (λογής) θεραπεία και αποκατάσταση κάποιων όντως μη δημιουργικών και αδιέξοδων παραβατικών συμπεριφορών. Η θεραπεία (έστω κι αν ο Jenet βγάζει, άδικα, φλύκταινες στο άκουσμα της λέξης (σελ.23)…) οφείλει να διατηρεί αλώβητους αυτούς τους άξονες (σελ.32), αν επιζητεί ρεαλισμό, αλλιώς ματαιοπονεί (σελ.23)και μεταβάλλεται σε κομψευόμενη καταστολή. Νομίζω πως τα προβλήματα οπισθοχωρούν αν τα γραπώσουμε από τα βάθος, όχι από τις (συμβατικές) επιφάνειες. Η αναποτελεσματικότητα των λύσεων ίσως εδώ οφείλεται. Ας θεωρηθεί το ζήτημα υπ’ αυτή τη θέαση. Με βάση τα παραπάνω, λοιπόν, προκύπτει πως το έγκλημα είναι (για όλους…)μια… υποχρέωση, όπως υπόρρητα τόνιζα σε μια ποιητική μου συλλογή: https://www.academia.edu/7786341/_4 Υποχρέωση που αναλαμβάνουν μόνο, τελικά, τα (λογής) καλά παιδιά (σελ.18) των κοινωνιών (οι κατά τόπους… Αδάμ, θα έλεγα), είτε παρεκτρεπόμενα και παρεκκλίνοντας θλιβερά από την «οντολογική», προσωπική, εσωτερική διάσταση του ζητήματος, είτε ακολουθώντας την με πίστη και κυρίως δημιουργικά, ώστε να αντιταχθούν και να ξεσηκωθούν (σελ.19, 22) σε μια κοινωνία (πάντα) ψεύτικη και υποκριτική. Το έγκλημα είναι, σχεδόν, μια …εντολή (ένα πείραμα ελευθερίας), αν κάποιος επιζητεί, με απεριόριστη πάντα ελευθερία όπως ταιριάζει στον άνθρωπο, να δηλώσει και να αποκτήσει πρόσωπο (σελ.29).
Πράγμα έγκοπο και κυρίως ριψοκίνδυνο και μη ανεκτό από τις κοινωνίες. Τις κοινωνίες που απαρτίζουν εκείνοι («οι έντιμοι άνθρωποι», βλ.σελ.19)που δεν ανέλαβαν την υποχρέωση (παρέκαμψαν την επιταγή…) να αμφισβητήσουν, όπως αντιθέτως έπραξαν τα καλά παιδιά. Μέσα πια στη συμβατική και κομφορμιστική τους ζωή, τη ζωή της πολλής ασφάλειας, ησυχίας και των χουχουλιασμένων εκ του ασφαλούς «επαναστάσεων» τους, υψώνουν δάκτυλο κατηγορίας, δάκτυλο καταδικαστικό, ενάντια στους (λογής) εγκληματίες. Ο Jenet, στο σημείο αυτό, τσιγκλάει δημιουργικά με το νυστέρι του: στο πρόσωπο του (λογής)καταδικαστέου εγκληματία δίδεται μια ευκαιρία στην (λογής) ασφάλεια να νιώσει (και να θυμηθεί…) ποια τα βαθιά κι αληθινά κίνητρα της (λογής) παράβασης και να κοιταχτεί, με τόλμη, στον καθρέφτη (βλ.σελ.35 «ενσαρκώνουμε», κι επίσης σελ.38-39). Εκεί, ίσως, αναλογισθεί πόσο τα έχει υπονομεύσει, πόσο παράνομη είναι η ίδια, μέσα στην (λογής) καταναλωτική και ευδαιμονική της επανάπαυση, που εγωτικά και με βάση το συμφέρον μπορεί να τα καταπατά και μετά, φαρισαϊκά, να καταδικάζει τους καταπατητές της υποκρισίας, οι οποίοι μπορεί, ομολογουμένως, να παρέκκλιναν πολύ στην αναζήτηση του αληθινού τους προσώπου και να ενεργούν πια πάνω στους ίδιους ιδεολογικούς άξονες που και η ίδια αμέριμνη κινείται… Ο («σωστός»)εγκληματίας κατά Jenet επιζητεί τη μέγιστη αυστηρότητα. Γιατί; Μα είναι σαν να βροντοφωνάζει: ««Ζηλεύετε αυτό που ρεζιλεύετε». Πάρτε με, επιτέλους, στα σοβαρά. Είμαι ένα πρόσωπο. Ως άνθρωπος είμαι μια αυταξία. Όπως κι εσείς. Ας μη με μεταφράζει η …καλοσύνη/επιείκειά σας ως σκουπίδι. Μη μου δείχνετε με κανακέματα την ανισότητα στην οποία πιστεύετε μεταξύ μας και την περιφρόνησή σας. Μην εκμηδενίζεται τις πράξεις μου και το ρίσκο τους με υστερόβουλες θωπείες. Μη με κάνετε αντικείμενο/παρία. Σταματήστε το χλευασμό σας στο πρόσωπό μου, ηθικοί !».Είναι προφανές (σελ.22): το αίτημα αληθινής σχέσης κάτω από την επιφάνεια της παραβατικότητας, κάτω από το προσωπείο της αντίδρασης. Παγκοσμίως και διαχρονικά στην ιστορία το σωφρονιστικό (ευφημισμός;) σύστημα είναι μια χαμένη υπόθεση. Οι κοινωνίες –και ειδικά οι μετανεωτερικές νεοκαθαρολογικές (!)– δεν ποθούν να κερδίσουν τα μέλη τους. Λαχταρούν, όμως, φρενιασμένα να επιβληθούν, να εξουσιάσουν, να υποδείξουν –οι άπιστες…– απίστους, για να πεισθούν ότι αυτό που μέσα τους «πιστεύουν» και διαρκώς κλυδωνίζεται υπάρχει και ευνοεί μόνον αυτές. Γι αυτό είναι χρήσιμος ο εγκληματίας: ως πειραματόζωο, ως αποδιοπομπαίος τράγος. Μ’ αυτόν η ηθική μας κοιμάται ήσυχα. Η ταύτιση, όμως, ηχεί αδυσώπητη: «εν φυλακή ήμην» (Ματθ.25, 36).
_
γράφει ο Στάθης Κομνηνός
0 Σχόλια