Είναι ο Πότης.
Γεροντοπαλίκαρο στα 44. (διότι ΝΑΙ έτσι σε αποκαλούσαν ανύπαντρο τη δεκαετίες 60-70).
Όμορφο δεν τον έλεγες μα… κύριος με κεφαλαία γράμματα. Κύριος στην εμφάνιση, στη συμπεριφορά, στους τρόπους του. Στο λόγο του σπαθί μουσουλμανικό, κουρμπαριστό.
“Πότη… Πότη μου” φώναζε η μάνα του στα στερνά της καθώς βογκούσε και ξεψύχαγε σε κάποιο θάλαμο νοσοκομείου.
Κι αυτός εκεί.
Αφέντη τον έλεγε από μικρό. Αφέντης. Μεγάλη κουβέντα στη Μεσσηνιακή φτωχολογιά του ΄30. Παπούτσι στο πόδι να μην έχει και να τρώνε ξυλοκέρατα να κοροϊδέψουν την πείνα τους, μα πάντα έκρυβε καμιά πατάτα η Γριά να του φτιάσει τηγανητή με κάνα αυγό του… Αφέντη. Μουτρωμένος την άκουγε στ αλώνι να του φωνάζει, να τον κανακεύει… “Έλα Αφέντη μου να φας… έλα και σου ΄ χω πατάτες μ’ αυγά που σ αρέσουνε…”.
Έτσι μεγάλωσε ο Αφέντης στη φτώχια μα σε μια καλοπέραση που του ‘φτιασε η (κλασσική) Ελληνίδα Μάνα…
Προσπάθησε στην Εμπορική, τον φρέναρε ο Πόλεμος… Μετά τον εμφύλιο ανηφόρισε για την Αθήνα. Τέλειωσε μια σχολή Μηχανικών όπως – όπως κι έκανε παράλληλα το σοφέρ για να τα φέρει βόλτα. Έπιασε δουλειά συντηρητής καυστήρων στο μηχανοστάσιο ενός Νοσοκομείου κι έμενε εκεί εσώκλειστος… αβάσταχτο το νοίκι. Εκεί σ’ ένα μικρό δωματιάκι που το μοιραζόταν με δυο πατριωτάκια – συγκατοίκους κάνουν όνειρα για μια ζωή καλύτερη. Με τα χρόνια η θέληση, το κοφτερό του μυαλό και η εμπειρία που χτιζόταν αργά και σταθερά τον κάνουν προϊστάμενο της Τεχνικής Υπηρεσίας. Ενώ η προσωπικότητα του και η φανερή του προτίμηση σε αγνές ανθρώπινες σχέσεις παρά στο χρήμα το κάνουν αγαπητό σε Καθηγητές Ιατρούς και Λόγιους ανθρώπους της εποχή του, που γνωρίζει μέσα από τον κοινό χώρο εργασίας τους. Δωρεάν εξετάσεις, εγχειρήσεις, έως κι εύρεση μόνιμης εργασίας σε μια πληθώρα πατριωτών του, με παρακάλια και δημιουργία υποχρεώσεων έναντι των γνωριμιών του αυτών, τον μετατρέπουν σε σημαντικό πρόσωπο, έναν Local Hero στο μικρό Μεσσηνιακό Χωριό το οποίο ποτέ του δεν ξεχνά κι επισκέπτεται με την πρώτη ευκαιρία.
Ένας τέτοιος άνθρωπος ο οποίος τυγχάνει και λάτρης του γυναικείου φύλου είναι φυσικό να μην αφήσει αδιάφορες τις δεσποινίδες της εποχής που ζουζουνίζοντας τριγύρω του και τον κάνουν να αποσπάσει ακόμα και τον τίτλο του “γυναικά” εντός ενός κύκλου φίλων και συνεργατών.
Είναι και η Νούλα.
Νοσηλεύτρια από το προάστιο μιας μικρή κωμόπολης της Καβάλας.
Με αντίστοιχα, δύσκολη οικονομικά, παιδική ηλικία όπου το δίλλημα για τα κορίτσια της εποχής της ήταν δεδομένο… δουλειά στην Πόλη ή χωράφι… Μπαίνει μετά το γυμνάσιο (εξατάξιο τότε) στην Νοσηλευτική Σχολή του Ευαγγελισμού κι αποφοιτεί (εσώκλειστη επίσης) με άριστα. Ακολουθεί πρακτική εξάσκηση κι εργασία σε δύσκολες και πειραματικές για την εποχή εγχειρήσεις δίπλα στον Αείμνηστο καθηγητή χειρουργικής κ. Τούντα στη Θεσσαλονίκη. Κάποια στιγμή ο καθηγητής μετακομίζει στην Αθήνα και η ομάδα του τον ακολουθεί. Η μελαχρινή και πανέμορφη εργαλειοδότρια βρίσκεται λοιπόν στο ίδιο νοσοκομείο με τον… Πότη.
Ο Πότης την βλέπει κι όσο να πεις τον παθαίνει ένα ζαβλαμά, ενώ ένα μικρό δαχτυλιδάκι στο χέρι της τον κάνει να κομπιάζει. Προσπαθεί να συλλέξει λοιπόν πληροφορίες για να σχεδιάσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το σχέδιο δράσης του.
Το δαχτυλίδι είναι από μια πλατωνική νεανική σχέση με κάποιο Γ, ο οποίος είναι ένας άνθρωπος, κατά πως φαίνεται, με ιδέες και σχέδια διαρκώς μεταβαλλόμενα και σε κάθε περίπτωση πολύ υψηλότερα των πραγματικών του δυνατοτήτων. Άνθρωπος που κάνει τόσο την ίδια όσο και τους γονείς της ν αμφιβάλουν.
Ο Πότης δεν μπορεί να τα γνωρίζει όλα αυτά και προσεγγίζει αργά κι επικίνδυνα ως καρχαρίας μια κοινή τους φίλη κανονίζοντας μια έξοδο σε γνωστό ζαχαροπλαστείο της εποχής. Στο ραντεβού η Νούλα εντυπωσιάζεται από την συμπεριφορά και την περιποιητικότητα του Πότη μα η μεγάλη διαφορά ηλικίας του, δεν την αφήνουν να σκεφτεί περισσότερα.
Το φλερτ του Πότη συνεχίζεται με αποκορύφωμα την πρόταση που της κάνει να τα φτιάξουν, ρωτώντας της ανοιχτά… “Αυτό το δαχτυλίδι που φοράς… το Πετάς;” Η Νούλα του απαντά ότι πρέπει να ρωτήσει τους γονείς της, το οποίο είναι μεν αληθές αλλά παράλληλα της δίνει χρόνο για να σκεφτεί…
Όλα κατά πως φαίνεται κύλησαν ομαλώς και δυο χρόνια μετά, αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα το εν λόγω ζεύγος, (ο Πότης και η Νούλα), εισήλθε εις γάμου κοινωνίαν… κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Μαζί με τους τίτλους τέλους λίγα ακόμη νέα.
1) Η Νούλα δέχεται απειλές από πρώην κοπέλα του Πότη να τον παρατήσει πάραυτα, οι οποίες κόπτονται δια παντός με ένα αποστομωτικό… “παράτα τα, την ΠΑΝΤΡΕΥΟΜΑΙ“, εξ’ αυτού.
2) Κουμπάρος στο γάμο η κόρη του Αείμνηστου καθηγητή κου Τούντα.
3) Ένα χρόνο μετά. Γεννιέται μετά Βαΐων και Κλάδων ο πρωτότοκος Υιός… (ο Γράφοντας αυτοπροσώπως)… το ζεύγος πανευτυχές με τη γέννηση του Αφέντη Jr… (που να ΄ξεραν… τι κούναγαν… έλεγε ο Πότης μισό αστειευόμενος, αρκετά χρόνια μετά. – χιχιχιχι).
_
γράφει ο Δημήτρης Π. Μποσκαΐνος

καλησπέρα Δημήτρη…
Όμορφη κι ευαίσθητη αναδρομή στην προσωπική ιστορία του γράφοντος και υπογράφοντος!