Δεν ἦταν ποτέ τῆς γιορτῆς, πόσω μάλλον τῆς ὁχλαγωγίας, ὅλα τοῦτα τον ἐκνεύριζαν, τοῦ χαλοῦσαν την ἡρεμία ποῦ ἀποζητοῦσε σχεδόν κᾶθε στιγμή. «Ἔτσι εἶναι τα Χριστούγεννα;», ἔλεγε, «τόσα φώτα, τόση φασαρία, αὐτό εἶναι τό πνεύμα, τῶν Χριστουγέννων;», ὄχι δεν εἶναι για μένα, τα Χριστούγεννα ἦταν ἡ χειρότερη του λοιπόν, τρέξιμο, ἐτοιμασίες, εὐχές, τραγούδια, και ψεύτικα φώτα. Κάθε χρόνο τα ἵδια, ὅσο και να προσπαθοῦσε να μπεῖ σό πνεύμα, δεν ά κατάφερνε. Ἀν και τον περιτριγύριζαν πολλοί, φίλοι, συγγενείς, αὐτός ἔνιωθε μόνος, προτιμώντας την μοναξιά. Και νά ξανά βράδιαζε παραμοές Χριστουγέννων, ὁ κόσμος ἀργά καί σταθερά μαζεύονταν στά σπίτια του, τό κρύο ἔσφιγγε. Ὁ Ἀριστείδης, ξεχάστηκε, περπατώντας καί χαζεύοντας τις στολισμένες βιτρίνες, τήν ὁλοφώτεινη πόλη, τά λαμπιόνια, ό ψηλό δέντρο τῆς πλατείας δεν ἥθελε, νά πάει σπίτι του. Περπατοῦσε καί μονολογοῦσε «τόσα φώτα κι ἀκόμα νά ζεστάνουν τήν γύμνια μας». Στό τέλος, ἀπόκαμε και ἔκατσε σ’ ἕνα παγκάκι. Ξάφνου, ἐμφανίστηκε, δίπλα του, μια μελαχρινή κοπέλα, λυγέρη, με ὡραία χαρακτηριστικά, καί γαλανά μάτια, «εἶμαι τό πνεύμα τῶν Χριστουγέννων», του εἶπε, και κεῖνος χαμογέλασε, «ἄσε μας κοπέλα μου, στην ἡσυχία μου», της εἶπε, ἐκείνη για του το ἀποδείξη, με μια κίνηση, ἔσβυσε ὅλα τά φώτα και μετά τά ξανα ἄναψε, «ἐσύ το ἔκανες αὐτό;» εἶπε ξαφνιαζμένος, ἐκείνη του χαμογέλασε, «ἕλα πᾶμε, ἔχω, νά σοῦ δείξω..», του εἶπε και ξεκίνησαν σεργιάνει, πῆγαν στά πλούσια οἱκήματα, τά γεμάτα πλάνες χαρές, και ἄδειες καρδιές στά ψυχρά μεγάλα τους δωμάτια, πῆγαν στά φτωχικά σπίτια με το λειψό δείπνο, τά μεγάλα χαμόγελα, καί τό μικρό ἀστέρι ψηλά στό γυμνό δεντράκι ἐλπίδα καί χαρά για τά παιδιά τους. Πήγαν παντοῦ στα ὁρφανά, τις χήρες, τους φυλακισμένους, τους ἀνάπηρους, τους χαροκαμένους, τους ἀρρώστους, στὸ τέλος, στάθηκαν και του ἔδειξε δύο μονοπάτια στό πιθανό μέλλον του, ἕνα σέ καταδικάζει αἰώνια θλίψη καί μοναξιά, να τα ‘χεις ὅλα μα ἄδεια καρδιά, το ἄλλο εἶναι τῆς προσφορᾶς, τῆς χαρᾶς, δῶσε και ἀγάπα. Κι ἀς μην σου μείνει τίποτα στό τέλος. Θα ἔχεις κάνει το ὕψιστο χρέος στον ἄνθρωπο, σε ‘σένα. Και θα χαμογελᾶς πλούσια καρδιά, «ἐσύ ἐπιλέγεις», του εἶπε, κι ἐξαφανίστηκε. Ἐκεῖνη τήν στιγμή, ἔνιωσε κάποιος τον σκουντούσε και τοῦ μιλοῦσε «ε; φίλε ξύπνα», «ναι, ποῖος;», ἔκανε ξαφνιασμένος, «φίλε ἔχεις, ἕνα εὐρώ, πεινάω;», του εἶπε ὁ ἄστεγος. «Πῶς βέβαια, να πᾶρε πέντε, ὄχι δέκα εὐρώ, κι αὔριο θά ξανάρθω, τώρα ἔχω δουλειά, πολύ δουλειά, πολλά νά μοιράσω». «Καλά Χριστούγεννα φίλε!», του εἶπε ὁ ἄστεγος, «Καλά Χριστούγεννα!», του ἀπάντησε ὁ Ἀριστείδης και του χαμογέλασε, πρώτη φορά στη ζωή του ἔνιωθε ἔτσι, ξημέρωνε Χριστούγεννα.
_
γράφει ο Οδυσσέας Νασιόπουλος
0 Σχόλια