Του αγόρασε -πολύ μικρός ήτανε-
του είχε αγοράσει ένα προσωπείο ο πατέρας του
-εθνικιστής με σοσιαλιστικές ιδέες μέχρι που διορίστηκε στο Δημόσιο-
και ήτανε τόσο όμορφο, μα τόσο ωραίο
χαιρότανε όχι μόνο να το κουβαλά παραμάσχαλα
αλλά να το βάζει ως κράνος στο κεφάλι του,
μην τον χτυπήσουν και αιμορραγήσουν οι περίεργες ιδέες
που ένωναν ακόμα πιο περίεργα τους ανθρώπους και τα κόμματα.
Τις τελείες, τις οξείες, τα αποσιωπητικά. Και εσχάτως και τα πνεύματα.
Καθώς μεγάλωνε είχε καταντήσει μια πόρνη του πεζοδρομίου
δινότανε με περισσή ευκολία και άνεση στο προσωπείο, δώρο του πατέρα της
αλλά πλέον είχε προχωρήσει περισσότερο.
Αντάλλαζε τα προσωπείο κατά πως πήγαινε ο άνεμος.
Μα προσωπείο ήταν η σταθερά.
Με τον τρόπο αυτό είχε δικά της όλα όσα ποθούσε και
κυρίως μπορούσε να αποκτήσει και όλα όσα δεν ποθούσε,
με ένα κούνημα του προσωπείου, σημαία, αυλαία, παντιέρα, λάβαρο
που άλλοτε γινότανε κόκκινο, άλλοτε μπλε ή μαύρο, πορτοκαλί, ή πράσινο.
Κάποιες φορές
επαναστατούσε,
συμβιβαζότανε,
νικούσε,
προχωρούσε,
προσχωρούσε
μα ποτέ δεν νικιότανε,
ποτέ δεν μιλούσε η ίδια για ήττες,
δεν υπήρχε καθόλου χρόνος για ήττες.
Συνεχώς ένας πόλεμος, μια πάλη ιδεών και σωμάτων.
Ισόβια σκοπιμότητα της ζωής της.
Οι λεκέδες στο μυαλό της μ΄ αυτό το προσωπείο φάνταζαν αιώνια ρητά.
Σταθερές ηθικές αξίες και ιδανικά.
_
γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας
Πολλά τα πρόσωπα… Περιγράφεις την αλήθεια μας Δημήτρη.
Πολύ πολύ ωραίο το ποίημά σου!!!