Είχε μόλις τελειώσει η βάρδια του. Σέρνοντας τα πόδια του προχώρησε προς ένα κίτρινο αμάξι, παρκαρισμένο μπροστά από ένα σκοτεινό σπίτι, εγκαταλελειμμένο. Παιδιά περνούσαν συχνά απ’ έξω πετώντας πέτρες. Οι γενναιότεροι έμπαιναν μέσα, καπνίζανε τα πρώτα τσιγάρα ή ακόμη και χόρτο, κάναν γκράφιτι, σεξ, φιλοσοφούσαν. Μπορούσε κανείς να σταθεί απ’ έξω και να παρατηρεί τα σπασμένα τζάμια στα παράθυρα. Κάθε τι παλιό και άχρηστο καταλήγει σπασμένο σε αυτόν τον κόσμο, σκέφτηκε, και ξεκλείδωσε με μια γνώριμη κίνηση την πόρτα του οδηγού. TOYOTA του 1985, φθαρμένο, ακόμα και το αρχικό κιτρινωπό χρώμα είχε γίνει ακόμα πιο χλωμό, πιο κίτρινο, σα να έπασχε από κρύωμα εδώ και χρόνια, και σταδιακά έχανε το χρώμα του, που έλεγε και η γιαγιά του κάθε φορά που ήταν άρρωστος σαν παιδί. Δεν ήταν λίγες οι φορές που κοίταζε και ο ίδιος το σπίτι αυτό. Φανταζόταν ποιος μπορεί να ζούσε πριν τόσα χρόνια σε αυτόν τον χώρο. Ανάλογα τα κέφια του, ανάλογα αν η βάρδιά του είχε πάει καλά, ανάλογες ήταν τότε οι σκέψεις του για το οίκημα και τους φανταστικούς ενοίκους του. Καθισμένος στην θέση του οδηγού, ηγετική θέση, δεν έβαζε μπρος και με τα χέρια πάνω στο τιμόνι αφηνόταν στην ονειροπόληση. Η αλλαγή του έκανε καλό.
Συνήθως ήταν πλούσιοι έμποροι στην αρχή του εικοστού αιώνα που πουλούσαν υφάσματα και η κόρη τους παντρεύτηκε έναν ξένο επιχειρηματία και έφυγε μαζί του στο εξωτερικό, για μέρη μαγικά και εύφορα. Πολλές φορές ξανάπιανε την ιστορία από εκεί που την είχε αφήσει και σκεφτόταν πως αυτή η κόρη, η όμορφη σαν τα κρύα τα νερά (ήταν αλήθεια όμορφα τα κρύα τα νερά;) δεν ξαναγύρισε ποτέ στον τόπο που τη γέννησε. Μετά τον πρώτο τον πόλεμο που συγκλόνισε τόσα νεανικά κορμιά, ο έμπορος πέθανε νωρίτερα απ’ ό,τι άξιζε, όπως είπαν οι γείτονες (άξιζε άραγε να πεθαίνει κανείς ποτέ;), η γυναίκα του δεν άργησε να τον ακολουθήσει και ο μοναδικός γιος πήρε την κληρονομιά και το έσκασε για μέρη εξωτικά και αυτός. Καμιά φορά σκεφτόταν πως ίσως, και αυτό πραγματικά του έφτιαχνε το κέφι, πήγε και βρήκε την αδερφή του κάπου που ο ήλιος ανατέλλει από την Δύση και που τα χιλιάρικα φυτρώνουν στα δέντρα απάνω, και περάσαν ζωή χαρισάμενη. Το σπίτι πάντως, και το σπίτι ήταν το κέντρο του ενδιαφέροντος, πουλήθηκε όσο όσο σε μια οικογένεια που μόλις είχε χάσει το παιδί της στο μέτωπο και έλαβε μια κάποια αποζημίωση για τις υπηρεσίες του προς το έθνος και την πατρίδα, που τόσα λίγα χρόνια την είχε χαρεί. Αφού κοστολογήθηκε η χαμένη η ψυχή, οι γονείς οι άμοιροι κατοίκησαν στο σπίτι αυτό, έφτιαξαν κήπο και γιόμισαν τα ράφια με φωτογραφίες του γιου, πολλές με τη στολή τη στρατιωτική, πολλές από τότε που ήταν νιάνιαρο. Ήταν άλλωστε ο κύριος του σπιτιού.
ΤΑΚ.
Τινάχτηκε από τον θόρυβο. Μια σταγόνα, και έπειτα αμέτρητες άλλες έπεφταν με γδούπο πάνω στο παρμπρίζ. Η κατάπληξη δε διήρκεσε παρά ελάχιστα εκατοστά του δευτερολέπτου, αλλά ήταν αρκετά ώστε να τον επαναφέρουν στην πραγματικότητα. Τα γόνατά του ήταν πιασμένα από τη δουλειά, και η θέση του οδηγού, θέση περιοριστική, δεν ήταν η κατάλληλη για να τεντωθεί και να αποσυμφορήσει τον πόνο.
Κατέβασε το παράθυρο και ξανακοίταξε το σπίτι. Πρέπει να ήταν στην ακμή του ένα πραγματικά όμορφο σπίτι. Οι εξωτερικοί τοίχοι, που τώρα ήταν γεμάτοι με γκράφιτι και γενικές βρωμιές, κάποτε ήταν καθαροί, άσπροι, αντανακλούσαν την ψυχή των κατοίκων.
Όχι ότι πίστευε σε καθαρές ψυχές και συνειδήσεις, ούτε ήταν τύπος που πίστευε σε συγκεκριμένες αυταξίες. Αλλά έβλεπε τον τοίχο αυτόν και σκεφτόταν τον άνθρωπο που ξεκινά λευκός, άσπρος, άμωμος, αναμάρτητος, tabula rasa και καταλήγει βρώμικος, χαραγμένος από ανθρώπους και καταστάσεις, των οποίων τον έλεγχο δεν είχε ποτέ.
Σταγόνες άρχισαν να μπαίνουν και στο εσωτερικό του αμαξιού και έτσι ανέβασε ευθύς το τζάμι. Το είχε κατεβάσει για να βλέπει καθαρά το σπίτι, τώρα οι σταγόνες όμως γινόντουσαν ρυάκια και το τζάμι της πόρτας του οδηγού, και όχι μόνο, γινόταν θολό και άβολο. Τα γόνατά του τον ενοχλούσαν ακόμη και η πιασμένη από τη δουλειά μέση του έκανε σιγά σιγά αισθητή την παρουσία της. Κοίταξε τον μόνο ανεπηρέαστο από τη βροχή καθρέφτη, και είδε το είδωλό του να τον κοιτά έντονα. Πάντα έβρισκε περίεργο το πόση εντύπωση του έκανε το πρόσωπό του κάθε φορά που το έβλεπε. Είναι πάνω του όλη τη μέρα, τόσα χρόνια, αλλάζοντας ελάχιστα μέρα με τη μέρα και το έβλεπε τόσο σπάνια, το παρατηρούσε τόσο σπάνια που πολλές φορές αναρωτιόταν γιατί οι άνθρωποι φορούσαν μάσκες, ή ανάλογα μαραφέτια, όταν ο καθένας έχει ένα πρόσωπο που δεν είναι δικό του, μιας και το βλέπουν σχεδόν αποκλειστικά οι άλλοι.
Λίγο πριν την έναρξη του Β’ Π.Π., είχε έναν λόγο ύπαρξης τουλάχιστον αυτός, πέραν της βαρεμάρας των νεανικών ψυχών, οι δύο χαροκαμένοι γονείς πέθαναν, με ελάχιστο διάστημα να μεσολαβεί από τον έναν θάνατο στον άλλον. Είχαν δεθεί τόσο πολύ μεταξύ τους μετά τον θάνατο του γιου, που όταν έσπασε και αυτός ο τελευταίος δεσμός, όλα έπεσαν αυτόματα στο πάτωμα με έναν ηχηρό γδούπο, σαν βάζο με μαρμελάδα από το ράφι. Το σπίτι παρέμεινε έρημο για καιρό, μέχρις ότου οι δυνάμεις Κατοχής το υπέταξαν για έναν από τους τοπικούς αξιωματούχους τους. Σύμφωνα με τους αντιστασιακούς και τους ανθρώπους της ευρύτερης περιοχής, το σπίτι, που είχε ένα υπόγειο καλά κρυμμένο στη μητέρα Γη, υπήρξε τόπος βασανιστηρίων πολλών ανθρώπων, της Αντίστασης και μη.
Άραγε το υπόγειο το είχαν μαγαρίσει;
Όχι ότι είχε ιδιαίτερη σημασία. Λογικά θα είχαν βρει τρόπο να μπουν εκεί μέσα, δεδομένης της φήμης του. Τα υπόγεια, τα πατάρια, τα αμπάρια των πλοίων πάντα κρύβουν ένα μυστήριο, προσελκύουν θαυμαστές με άφατες προσκλήσεις χαμένων θησαυρών. Κάποιοι βέβαια, όπως και ο ίδιος έδινε αξία και στις μνήμες ενός τόπου, κάποιου μέρους και σίγουρα γι’ αυτόν ήταν θησαυροί. Η βροχή είχε κοπάσει και η ώρα είχε περάσει. Πήγε να βάλει μπρος και να κατευθυνθεί επιτέλους σπίτι του. Αύριο τον περίμενε άλλη μια κουραστική βάρδια και χρειαζόταν οποιαδήποτε διαθέσιμη στιγμή ξεκούρασης μπορούσε να προσφέρει στον εαυτό του.
Πάνω που πήγε να βάλει μπρος ένα κομμάτι σπασμένου τζαμιού του κίνησε την προσοχή. Ήταν πάνω σε ένα από τα παράθυρα του σπιτιού. Αντανακλούσε το καθαρό φως του φανοστάτη, που έστεκε αγέρωχος στο πεζοδρόμιο μπροστά στο σπίτι. Ένα τόσο μικρό κομμάτι γυαλιού, αλλά μια φωτεινή ένδειξη ζωής του σπιτιού. Το παρατηρούσε για ένα λεπτό σχεδόν, με μια ένταση στο βλέμμα, αν περνούσε κανείς απ’ έξω εκείνη τη στιγμή και αν κατάφερνε να δει μέσα από το θολό τζάμι το πρόσωπό του, θα έλεγε πως «λάμπει το μάτι του».
Άνοιξε απαλά την πόρτα και την έκλεισε με θόρυβο πίσω του. Αν είχε τον νου του στα εγκόσμια θα παρατηρούσε πως η βροχή είχε καθαρίσει την κούρσα του, πως η μόνη μαύρη γραμμή που είχε μείνει ήταν αυτή που ανήκε στο σχέδιο του αμαξιού, μια που ένωνε τις δύο ρόδες ευθύγραμμα και όμορφα. Μια άλλη πόρτα έστεκε μπροστά του, μια παλιά σκουριασμένη πόρτα, με μια παλιά σκουριασμένη πινακίδα πάνω του που προειδοποιούσε: «ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ». Και τότε έκανε κάτι που δεν έκανε συχνά· έγραψε στα παλιά του τα παπούτσια την απαγόρευση και έσπρωξε την πόρτα να ανοίξει. Νερό πότισε τα γυμνά του δάχτυλα και η γνώριμη αίσθηση του μετάλλου ήταν κρύα στο άγγιγμά του. Χρειάστηκε και δεύτερη σπρωξιά για να παραμερίσει η πόρτα. Ο κήπος μπροστά από το σπίτι ήταν παραμελημένος, όπως άλλωστε άξιζε σε άδειο σπίτι, και η βλάστηση είχε καλύψει τα πάντα. Πατώντας πάνω στα χορτάρια, προσπαθώντας να μη γλιστρήσει, έφτασε στο κατώφλι της εισόδου. Η πόρτα ήταν σπασμένη, κρεμόταν από τους μεντεσέδες και μια μεγάλη τρύπα έχασκε στο κέντρο της. Την έσπρωξε απαλά, σαν ερωμένη που ήταν ξαπλωμένη πάνω στα ρούχα του. Πάτησε μέσα στο σπίτι. Οι σκιές έπαιζαν παιχνίδια στο εσωτερικό και πολλές φορές έπεσε πάνω σε πράγματα που δεν έβλεπε. Τοίχοι, σαπισμένα έπιπλα, σε ένα όρθιο φωτιστικό, το οποίο είχε σταματήσει να λειτουργεί πολλά χρόνια πριν.
Χωρίς να ξέρει πραγματικά τι έκανε προχώρησε στο βάθος του σπιτιού, ψάχνοντας απενγωσμένα να βρει τη σκάλα για το υπόγειο. Πάτησε πάνω σε ένα σπασμένο τζάμι και ήταν σίγουρος ότι είδε μια φωτογραφία του πεθαμένου στρατιώτη να είναι πίσω από την κορνίζα. Στάθηκε για λίγο κοιτώντας το πάτωμα. Το σώμα του έτρεμε και οι τρίχες στην πλάτη του είχαν σηκωθεί, σαν τους θαυμαστές σε μια ροκ συναυλία όταν βγαίνει το συγκρότημα που κατέχει ιδιαίτερη θέση στην καρδιά τους. Δεν έβρισκε με τίποτα την καταπακτή που οδηγούσε στο υπόγειο. Οι κινήσεις του αποκτούσαν σιγά σιγά μια βιαιότητα, μια αρρυθμία, μια λύσσα. Τα μάτια του είχαν συνηθίσει στο σκοτάδι πια, αλλά δεν τα χρειαζόταν. Έσπρωχνε πόρτες, έπιπλα, σκουπίδια. Πάτησε πάνω σε μια πεταμένη ένεση στο πάτωμα, δεν πήρε χαμπάρι. Μετά από πολλή ώρα σταμάτησε σε μία γωνία. Δεν ήξερε που βρισκόταν, κάθε αίσθηση προσανατολισμού είχε χαθεί.
Βαριανάσαινε. Το στήθος του ανεβοκατέβαινε ταχύτατα και ο πόνος στη μέση του απαιτούσε ξεκούραση εδώ και τώρα. Στο χέρι του βρισκόταν ένα περίστροφο, ασημένιο και γυαλιστερό, ακόμη και στο απόλυτο σκοτάδι του δωματίου. Το είχε βρει σε ένα από τα συρτάρια, θα ήταν του νέου στρατιώτη που είχε πεθάνει τόσο καιρό πριν. Στην αρχή το σήκωσε με έναν ενθουσιασμό, σαν παιδί που πήρε ένα νέο παιχνίδι αλλά δεν ξέρει πώς να παίξει μαζί του. Τράβηξε πίσω τον κόκορα. Εκείνος δε λάλησε, αλλά έκανε ένα απλό τικ, μια κλειδωνιά ασφαλισμένη, ένας τάφος σφραγισμένος.
Ο ήχος του πυροβολισμού ταξίδεψε σε όλη την γειτονιά και μακρύτερα. Κανείς δεν έδωσε σημασία όμως. Σε μια μεγάλη πόλη όπως αυτή, ο ήχος αυτός δεν ήταν ιδιαίτερος.
Το επόμενο πρωί τον βρήκαν δύο έφηβοι που έκαναν κοπάνα από το σχολείο για να μαθητέψουν ο καθένας στη σεξουαλικότητά του. Δεν έμαθαν πολλά εκείνη την μέρα.
_
γράφει ο Φίλιππος Φαρμάκης
0 Σχόλια