Το τέλειο λάθος τιτλοφορείται το τρίτο κατά σειρά βιβλίο της σειράς «Μια ιστορία ακόμα» της Eloisa James, το οποίο βασίζεται στο παραμύθι Η πριγκίπισσα και το μπιζέλι.
Κεντρική ηρωίδα είναι η Ολίβια Λίτον, η οποία είναι λογοδοσμένη από την παιδική της ηλικία με τον δούκα του Κάντεργουικ. Η προοπτική να γίνει δούκισσα δεν την ενθουσιάζει καθόλου, αφού ο μελλοντικός της σύζυγος απέχει πολύ από τον άντρα που θα ήθελε εκείνη στο πλάι της, όμως έχει αποδεχτεί τη μοίρα της. Μόνη της παρηγοριά είναι πως ο δικός της γάμος θα επιτρέψει και στη δίδυμη αδελφή της, την Τζορτζιάνα, να εξασφαλίσει έναν σύζυγο με τίτλο και περιουσία.
Ο δούκας του Σκονς, ο οποίος ψάχνει σύζυγο, φαντάζει το ιδανικότερο ταίρι για την Τζορτζιάνα. Όμως, παρόλο που εκείνη πληροί όλες τις προδιαγραφές για να γίνει η τέλεια δούκισσα, εκείνος νιώθει να έλκεται από την ατίθαση, παρορμητική και παθιασμένη Ολίβια. Αυτή ξυπνά μέσα του ένα πρωτόγνωρο πάθος και καταφέρνει να τον κάνει να νιώσει συναισθήματα που νόμιζε πως είχαν πεθάνει από καιρό. Ούτε όμως κι εκείνη μένει αδιάφορη απέναντι στο φλερτ του και δεν αργεί να παραδοθεί στο πάθος που υποβόσκει ανάμεσά τους.
Ταυτόχρονα, όμως, η Ολίβια νιώθει να σκιάζει την ευτυχία που νιώθει μέσα στην αγκαλιά του αγαπημένου της η δέσμευσή της τόσο απέναντι στον μνηστήρα της, που λείπει στο μέτωπο, όσο και στην αδελφή της. Και οι δύο θα κληθούν να ζυγίσουν τι είναι αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία: η αφοσίωση στα κοινωνικά πρέπει και στους τρίτους ή η αληθινή αγάπη; Θα καταφέρει αυτή η δεύτερη να βγει νικήτρια σε μια μάχη που φαντάζει χαμένη;
Το βιβλίο αυτό απέχει αρκετά από μια τυπική, κλασική ιστορία αγάπης. Όχι μόνο πραγματεύεται ζητήματα που σπάνια συναντούμε σε αντίστοιχα βιβλία, αλλά θεωρούνται ταμπού ακόμα και στις μέρες μας. Η κεντρική ηρωίδα, η Ολίβια, προδίδει τον αρραβωνιαστικό της και την αδελφή της – μια πράξη αντίθετη σε κάθε κοινωνική επιταγή, αλλά και στους άτυπους κανόνες ηθικής ανάμεσα σε δύο αδέλφια. Και αυτή η προδοσία δεν μένει μέσα στα πλαίσια των πιο βαθιά κρυφών επιθυμιών της, αλλά εκδηλώνεται με τρόπο που κάποιοι θα χαρακτήριζαν μέχρι και σκανδαλώδη, αφού οι δύο ερωτευμένοι φαίνεται να μη νοιάζονται για τίποτα και για κανέναν. Επιπλέον, η ίδια απέχει αρκετά από το ιδανικό πρότυπο γυναίκας που προβάλλουν συνήθως τα ρομαντικά μυθιστορήματα και βγάζει συνεχώς ανασφάλεια σχετικά με την εμφάνισή της, η οποία έρχεται σε εντυπωσιακή αντίθεση με τη γενικότερα δυναμική της στάση. Αλλά και η αδελφή της, η άψογα προετοιμασμένη για να γίνει δούκισσα, έχει ιδέες που απέχουν πολύ από τις επιθυμίες μιας νέας κοπέλας την εποχή εκείνη και οι οποίες αποκαλύπτονται προς το τέλος της αφήγησης, ξαφνιάζοντας ακόμα και την κεντρική ηρωίδα. Επίσης, ίσως το σημαντικότερο ζήτημα όλων έχει να κάνει με τον «επίσημο» αρραβωνιαστικό της Ολίβια, ο οποίος όχι απλά είναι ακόμη παιδί, αφού είναι αρκετά χρόνια μικρότερός της, αλλά και διανοητικά ανάπηρος ως έναν βαθμό.
Αυτό ακριβώς, όπως και η γενικότερη στάση της απέναντί του, ενόχλησε μια μεγάλη μερίδα αναγνωστών, η οποία όμως προφανώς δεν αντιλαμβάνεται ότι ακόμα και τα μυθιστορήματα αντικατοπτρίζουν εν μέρει την ίδια τη ζωή και δεν μπορεί να είναι όλα αγγελικά πλασμένα σε αυτά. Είναι ουτοπικό. Επίσης, οι αναγνώστες αυτοί μάλλον δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν ακριβώς και τη θέση της Ολίβια. Γιατί εκείνη δεν ένιωθε δυστυχισμένη εξαιτίας της πνευματικής κατάστασης του μνηστήρα της· το πρόβλημά της ήταν ότι απλά δεν ήθελε να τον παντρευτεί. Μια ζωή στο πλάι του δεν ήταν το όνειρό της. Ήθελε το δικό της παραμύθι, έναν άντρα όπως τον οραματιζόταν στο μυαλό της, και δεν μπορεί νομίζω κανείς να την κατηγορήσει για αυτό. Ειδικά σε μια εποχή όπου η συντριπτική πλειοψηφία τέτοιων περιπτώσεων ήταν καταδικασμένη να παραμείνει στη σφαίρα του ονείρου – μια προοπτική που ίσχυε αρχικά, εξάλλου, και για την ίδια την Ολίβια. Ποιος λοιπόν μπορεί να κατηγορήσει μια νέα κοπέλα που τη αρραβώνιασαν με κάποιον πριν ακόμη γεννηθούν και οι δύο, που ήξερε ανέκαθεν πως είναι προορισμένη να εκπληρώσει τις επιθυμίες τρίτων ενάντια στις δικές της, που της έχει απαγορευτεί να κάνει όνειρα για το μέλλον της;
Η Ολίβια και ο Κουίν είναι δύο χαρακτήρες που αναμφίβολα συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον. Εκείνος μπορεί να κοντρολάρει τον σαρκασμό της και να ηρεμήσει τις ανασφάλειές της. Εκείνη μπορεί να τον κάνει να ξαναβρεί τη θέλησή του για ζωή και να πιστέψει στην αγάπη και σε ένα μέλλον όπου ο γάμος δεν θα είναι μια απλή διεκπεραίωση. Ως μεμονωμένοι χαρακτήρες, όμως, τόσο εκείνοι όσο και οι υπόλοιποι ήρωες, δεν είναι σε καμία περίπτωση ούτε πολύ συμπαθείς, ούτε ιδανικοί, ούτε και «παραμυθένιοι». Το χιούμορ τους σίγουρα κερδίζει στα σημεία, η χημεία τους είναι ολοφάνερη και οι σεξουαλικές τους αναστολές μάλλον ανύπαρκτες. Η συγκίνηση και η ευαισθησία δίνουν κι αυτές το δικό τους παρόν, κλέβοντας στιγμές-στιγμές τις εντυπώσεις. Πολύ έξυπνος και ο τρόπος που η συγγραφέας ενσωμάτωσε στη δική της ιστορία το πιο ιδιαίτερο στοιχείο του πρωτότυπου παραμυθιού -το μπιζέλι κάτω από το στρώμα-, κλείνοντας το μάτι στους αναγνώστες και οδηγώντας τελικά τους ήρωές της στο αναμενόμενο «κι έζησαν αυτοί καλά…».
0 Σχόλια